Ενα νέο όραμα για το Δημόσιο… Της Έφης Στεφοπούλου

19

Της Έφης Στεφοπούλου*

Σ’ αυτό το περιβάλλον, η αξιολόγηση γίνεται συχνά από προϊσταμένους που κατέχουν τις θέσεις ευθύνης κατόπιν κομματικής επιλογής, χωρίς να έχουν οι ίδιοι αξιολογηθεί και κριθεί για τη θέση

Η Δημόσια Διοίκηση είναι ένα σύστημα αποτελούμενο από ανθρώπους, κανόνες και διαδικασίες, δομές και υποδομές. Κάθε φορά που μια κυβέρνηση στρέφει το μεταρρυθμιστικό της ενδιαφέρον στο Δημόσιο, αγγίζει ένα μόνο από τα μέρη του συστήματος, γεγονός που οδηγεί όχι μόνο στην αποτυχία της μεταρρύθμισης αλλά και στην αποδιοργάνωση ολόκληρου του διοικητικού συστήματος.

Η Δημόσια Διοίκηση δεν είναι ένα μπλάνκο με το οποίο διορθώνονται τα λάθη της αγοράς. Είναι ο κορμός του κράτους και ο βασικός μοχλός κοινωνικής δικαιοσύνης και ανάπτυξης. Δύο είναι τα μέσα που διαθέτει για να πετύχει τον σκοπό της η Δημόσια Διοίκηση: το ανθρώπινο κεφάλαιο και το ρυθμιστικό περιβάλλον.

Στην Ελλάδα το 16,1% του συνόλου των εργαζομένων εργάζονται στο Δημόσιο ενώ το μέσο αντίστοιχο ποσοστό στην ΕΕ είναι 19,1%. Ομως, το ανθρώπινο κεφάλαιο είναι μεγάλης ηλικίας. Μόνο το 2% των δημοσίων υπαλλήλων είναι κάτω των 35 ετών, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στις χώρες του ΟΟΣΑ είναι 19%. Οι υπηρεσίες αδειάζουν λόγω συνταξιοδοτήσεων.

Από την άλλη, οι μετακλητοί αυξάνονται. Την περίοδο 2013-2015 κυμαίνονταν περί τους 1.800. Ανέβηκαν στους 2.400 την περίοδο 2015-2019. Σήμερα φτάνουν τους 3.444. Πλέον τοποθετούνται και σε θέσεις ευθύνης με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη διαφάνεια και την αξιοκρατία.

Η Ελλάδα, αν και είναι υποχρεωμένη, κατόπιν σύστασης της GRECO (Επιτροπή των κρατών κατά της διαφθοράς του Συμβουλίου της Ευρώπης), να δημοσιεύει τα στοιχεία των μετακλητών, δεν το κάνει.

Την ίδια στιγμή, μειώνεται ο αριθμός των μονίμων υπαλλήλων ενώ αυξάνεται ο αριθμός των συμβασιούχων. Οι συμβασιούχοι, λόγω της εργασιακής ανασφάλειας, γίνονται ευκολότερα στόχος κομματικής χειραγώγησης. Με την αποχώρησή τους από την υπηρεσία χάνεται κι ένα μέρος της θεσμικής μνήμης των δημοσίων οργανώσεων.

Σ’ αυτό το περιβάλλον, η αξιολόγηση γίνεται συχνά από προϊσταμένους που κατέχουν τις θέσεις ευθύνης κατόπιν κομματικής επιλογής, χωρίς να έχουν οι ίδιοι αξιολογηθεί και κριθεί για τη θέση.Την κατάσταση επιβαρύνει η κακή ποιότητα της νομοθεσίας.

Σταθερό πρόβλημα είναι η νομοθέτηση μέσω τροπολογιών. Σύμφωνα με τα στοιχεία του «Δείκτη ποιότητας νομοθέτησης» του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών, ο αριθμός των τροπολογιών σε κάθε νόμο βαίνει μειούμενος: Το 2016 είχαμε ξεπεράσει τις 6 τροπολογίες σε κάθε νόμο. Πλέον ψηφίζονται δύο τροπολογίες ανά νόμο. Κοιτάζοντας πιο προσεκτικά, όμως, τις τροπολογίες, διαπιστώνουμε ότι ενώ παλιότερα κάθε τροπολογία είχε ένα-δυο άρθρα, πλέον ψηφίζονται τροπολογίες με δεκάδες άρθρα.

Με αυτόν τον τρόπο αυξάνεται η ρυθμιστική ύλη που παράγεται με αδιαφάνεια. Η μεταρρύθμιση του κράτους δεν γίνεται με πυροτεχνήματα. Απαιτείται μελέτη, συστηματική δουλειά και όραμα. Οι μεταρρυθμίσεις που έχουν καταγραφεί ως επιτυχημένες στη συνείδηση των Ελλήνων (ΑΣΕΠ, ΚΕΠ, Διαύγεια) είναι εκείνες που εμπνέονταν από ένα όραμα. Ενα τέτοιο όραμα, για ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ κράτους και πολιτών πρέπει να εμπνεύσει ξανά την αλλαγή στο Δημόσιο.

*Η κυρία Εφη Στεφοπούλου είναι εμπειρογνώμονας Δημόσιας Διοίκησης.

Πηγή: tovima.gr