Ένα Πιλοτικό Πρόγραμμα Για Την Καταπολέμηση Της Παχυσαρκίας… Του Ιωάννη Μάνιου

365

Του Ιωάννη Μάνιου*

Ηπαχυσαρκία αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες σύγχρονες προκλήσεις στον τομέα της δημόσιας υγείας. Γι’ αυτό τον λόγο, η διαΝΕΟσις κάλεσε μια ερευνητική ομάδα από το Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο για να χαρτογραφήσει τις διαστάσεις του προβλήματος στην Ελλάδα και να προτείνει μια σειρά δράσεων ώστε να τεθούν οι βάσεις για τη ρεαλιστική αντιμετώπισή του. Η έρευνα, που δημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο του 2022, κατέγραψε τις ανησυχητικές διαστάσεις της παχυσαρκίας, ενώ παράλληλα αποτύπωσε με επιτυχία το σύνθετο πλέγμα των αιτιών της (ατομικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών παραγόντων). Λίγους μήνες μετά, η ερευνητική ομάδα είχε την ευκαιρία να προχωρήσει στην πιλοτική εφαρμογή μίας από τις προτεινόμενες λύσεις, στο πλαίσιο ενός ευρωπαϊκού προγράμματος που τρέχει σε 10 Κέντρα Υγείας της Αττικής. Στο πρόγραμμα έχουν ήδη συμμετάσχει 2.345 οικογένειες, -σχεδόν οι μισοί γονείς που συμμετείχαν βρέθηκαν να είναι σε υψηλό κίνδυνο και σχεδόν οι μισοί από αυτούς που είναι σε υψηλό κίνδυνο και εξετάστηκαν βρέθηκαν να πάσχουν από προδιαβήτη ή από διαβήτη.

Αλλά πριν μιλήσουμε για τις λεπτομέρειες και τα αποτελέσματα του προγράμματος, αξίζει να πούμε μερικά λόγια για το πρόβλημα. Συνοπτικά, η χώρα μας είναι πρώτη στην Ευρώπη στην παιδική παχυσαρκία ενώ κατέχει μία από τις πρώτες θέσεις στην παχυσαρκία ενηλίκων. Τα ποσοστά υπερβαρότητας και παχυσαρκίας ξεκινούν από το 21% στην προσχολική ηλικία και φτάνουν στο 41% στις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού. Το 80% των εφήβων που δεν θα καταφέρουν να απαλλαγούν από το επιπλέον σωματικό βάρος σε αυτή την ηλικία, θα εξελιχθούν σε υπέρβαρους ή παχύσαρκους ενήλικες. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι ο επιπολασμός της υπερβαρότητας και της παχυσαρκίας στα παιδιά είναι υψηλότερος σε επαρχιακές και αγροτικές περιοχές από ό,τι στις αστικές. Αλλά και εντός των πόλεων εμφανίζονται ανισότητες με τα ποσοστά παχυσαρκίας να είναι υπερδιπλάσια στις πιο φτωχές γειτονιές των μεγάλων πόλεων σε σύγκριση με τις γειτονιές ψηλότερου κοινωνικο-οικονομικού επιπέδου. Υψηλά όμως είναι τα ποσοστά και στους ενήλικες, καθώς ξεπερνούν το 60%, με 3 από τις 4 οικογένειες να έχουν τουλάχιστον έναν υπέρβαρο ή παχύσαρκο γονέα και 1 στις 4 να έχει και τους δύο.

Ο μεγάλος επιπολασμός της παχυσαρκίας, σε συνδυασμό με την τεκμηριωμένη σύνδεσή της με καρδιομεταβολικά νοσήματα, καταδεικνύουν την τεράστια σημασία υιοθέτησης ενός αποτελεσματικού σχεδίου δράσης για την αντιμετώπισή της. Σε αυτό το πλαίσιο, η μελέτη μας προχώρησε στην περιγραφή ενός “Προτεινόμενου Σχεδίου Δράσης” για την πρόληψη και την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας και των συνοδών καρδιομεταβολικών νοσημάτων στην Ελλάδα.

Ηπρόταση αυτή, σε απόλυτη συμφωνία με το Εθνικό Πρόγραμμα Πρόληψης του Υπουργείου Υγείας, “Σπύρος Δοξιάδης”, περιλάμβανε και μία εισήγηση για τη συλλογική δράση και συνεργασία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Δήμοι), της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (Προσχολική Αγωγή, Δημοτικά και Γυμνάσια) και των Δομών Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (δομές ΠΦΥ όπως Κέντρα Υγείας, Δημοτικά Ιατρεία, ΤΟΜΥ κ.ά.). Συγκεκριμένα, η πρόταση προτείνει την υλοποίηση ενός διατομεακού σχεδίου με δύο βασικούς άξονες, οι οποίοι στοχεύουν: (1) στον γενικό πληθυσμό, μέσω του σχεδιασμού και της υλοποίησης σχολικών προγραμμάτων παρέμβασης αλλά και δράσεων σε επίπεδο Δήμων, για την προώθηση της υγιεινής διατροφής και την αύξηση της σωματικής δραστηριότητας για τα παιδιά και τις οικογένειές τους και (2) σε οικογένειες υψηλού κινδύνου για παχυσαρκία και συνοδά καρδιομεταβολικά νοσήματα, μέσω του σχεδιασμού και της υλοποίησης μιας διαδικασίας εντοπισμού αλλά και παρέμβασης από τις τοπικές δομές ΠΦΥ.

Ο δεύτερος άξονας έρχεται να λειτουργήσει συμπληρωματικά ως προς τον πρώτο. Συγκεκριμένα, αν και τα σχολικά προγράμματα μπορούν επιτυχώς να στοχεύσουν στον γενικό πληθυσμό, δεν μπορούν και δεν πρέπει να εστιάζουν μόνο σε παιδιά με υπέρβαρο και παχυσαρκία και στις οικογένειές τους. Την ανάγκη αυτή έρχεται να καλύψει ο δεύτερος άξονας στο πλαίσιο του οποίου πραγματοποιείται ένας μη επεμβατικός προ-συμπτωματικός έλεγχος, με τη χρήση της θεσμοθετημένης και υποχρεωτικής διαδικασίας συμπλήρωσης του Ατομικού Δελτίου Υγείας του μαθητή (ΑΔΥΜ)1 και του εμπλουτισμού του με ένα σύντομο ερωτηματολόγιο για τους γονείς. Το ερωτηματολόγιο αυτό κάνει μια αδρή εκτίμηση των παραγόντων κινδύνου των γονέων για καρδιομεταβολικά νοσήματα βάσει αυτοδηλούμενων πληροφοριών, όπως για παράδειγμα ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά, διατροφικές συνήθειες, σωματική δραστηριότητα των γονέων και ιστορικό διαβήτη και υπέρτασης στην οικογένεια.

Με βάση τις πληροφορίες που θα συλλέγονται από το ΑΔΥΜ και το ερωτηματολόγιο γονέων, οι οικογένειες με παιδιά ή γονείς με υπέρβαρο ή παχυσαρκία και αυξημένο κίνδυνο για σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 (ΣΔ2) θα παραπέμπονται σε τοπικές δομές πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας (ΠΦΥ) για αιματολογικό έλεγχο (λιπιδαιμικό και γλυκαιμικό προφίλ) και μέτρηση της αρτηριακής πίεσης. Οι οικογένειες που διαπιστώνεται ότι όντως βρίσκονται σε κίνδυνο θα μπορούν να μπουν σε ένα πρόγραμμα συμβουλευτικής και υποστήριξης για αλλαγή του τρόπου ζωής αλλά και περιοδικής παρακολούθησης των δεικτών υγείας τους μέσα από τις τοπικές δομές ΠΦΥ.

Σε αυτό το πλαίσιο, στην Αττική έχει ήδη ξεκινήσει η πιλοτική εφαρμογή του δεύτερου άξονα που στοχεύει στις οικογένειες υψηλού κινδύνου μέσω του προγράμματος DigiCare4You – Horizon 2020. Συγκεκριμένα, στα 10 Κέντρα Υγείας που συμμετέχουν πιλοτικά στο πρόγραμμα στους πρώτους λίγους μήνες εφαρμογής του, από τις 2.345 οικογένειες που προσήλθαν για τη συμπλήρωση του ΑΔΥΜ, 1.876 γονείς (80%) δέχτηκαν να ενημερωθούν και να συμπληρώσουν και το σύντομο ερωτηματολόγιο γονέων. Βάσει του ερωτηματολογίου αυτού, 828 γονείς (38%) βρέθηκαν να βρίσκονται σε υψηλό κίνδυνο και παραπέμφθηκαν, με τη δική τους σύμφωνη γνώμη, για έναν σύντομο ιατρικό έλεγχο που περιλαμβάνει αιματολογικές εξετάσεις, μέτρηση αρτηριακής πίεσης, βάρους, ύψους και περίμετρο μέσης. Μέχρι σήμερα 484 γονείς, δηλαδή το 60% αυτών που βρέθηκαν σε υψηλό κίνδυνο (μέσω των ερωτηματολογίων που συμπλήρωσαν) και τους προτάθηκε να κάνουν ένα σύντομο ιατρικό έλεγχο στον χώρο του Κέντρου Υγείας, έχουν εξεταστεί. Από το σύνολο αυτών που έχουν ήδη εξεταστεί, βρέθηκαν 224 γονείς (48%) να έχουν προδιαβήτη και 85 γονείς (18%) να έχουν διαβήτη. Από αυτούς τους 85, οι 17 (20%) δεν γνώριζαν ότι έπασχαν από διαβήτη.

Τόσο τα άτομα με προδιαβήτη όσο και οι διαβητικοί ασθενείς που εντοπίζονται από αυτή τη διαδικασία έχουν τη δυνατότητα να μπουν σε ένα πρόγραμμα παρέμβασης υλοποιούμενο από μια διεπιστημονική ομάδα γιατρών, διαιτολόγων και νοσηλευτών. Το πρόγραμμα αυτό στοχεύει στην καθοδήγηση και υποστήριξη των συμμετεχόντων για αλλαγές του τρόπου ζωής των ιδίων αλλά και της οικογένειας συνολικά, αποβλέποντας και σε οφέλη υγείας για τα ανήλικα μέλη της οικογένειας. Επιπρόσθετα, στα ενήλικα μέλη της οικογένειας (που βρέθηκαν με προδιαβήτη ή διαβήτη) που εντάχθηκαν στο πρόγραμμα συμβουλευτικής και υποστήριξης της αλλαγής του τρόπου ζωής, θα δίνεται η δυνατότητα και περιοδικών επανελέγχων των δεικτών υγείας τους για τα επόμενα χρόνια στις δομές ΠΦΥ της γειτονιάς τους.

Για τη βελτιστοποίηση της αποτελεσματικότητας της παρέμβασης αλλά και για τη μείωση του αριθμού των επισκέψεων στα Κέντρα Υγείας, στους συμμετέχοντες θα δίνεται πρόσβαση σε μια ψηφιακή εφαρμογή υγείας για κινητά τηλέφωνα, η οποία αποσκοπεί στην ανάπτυξη των δεξιοτήτων που θα βοηθήσουν τις οικογένειες να αυτοδιαχειριστούν αποτελεσματικά την κατάσταση της υγείας τους (π.χ. παρακολούθηση της ποιότητας της διατροφής και σχεδιασμός γευμάτων, αύξηση της σωματικής δραστηριότητας, μείωση καθιστικού χρόνου κλπ.).

Η χρήση ψηφιακών εργαλείων επιτρέπει και στους επαγγελματίες υγείας να παρακολουθούν εξ αποστάσεως συγκεκριμένους δείκτες και συμπεριφορές υγείας των ασθενών τους, εστιάζοντας περισσότερο στους ασθενείς που δυσκολεύονται να προσκολληθούν στους στόχους της παρέμβασης, αφιερώνοντάς τους περισσότερο χρόνο και υποστήριξη.

Η χρήση νέων τεχνολογιών επιτρέπει επίσης την παρακολούθηση της εφαρμογής του προγράμματος συνολικά, δίνοντας τη δυνατότητα για διορθωτικές κινήσεις όπου απαιτηθούν για τη βέλτιστη εφαρμογή της παρέμβασης, διασφαλίζοντας όχι μόνο τα μεγαλύτερα δυνατά οφέλη υγείας για τους συμμετέχοντες αλλά και ισότιμη πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας, δίνοντας προτεραιότητα σε αυτούς που πραγματικά είναι σε κίνδυνο.

Κρίνοντας από αυτούς τους πρώτους μήνες της πιλοτικής εφαρμογής του προγράμματος, διαπιστώνουμε ότι η ανταπόκριση των πολιτών είναι ιδιαίτερα αυξημένη και η αποδοχή του προγράμματος τόσο από το προσωπικό των Κέντρων Υγείας όσο και από τους πολίτες που συμμετέχουν σε αυτό είναι πολύ ενθαρρυντική.

* Ο Ιωάννης Μανιός είναι Καθηγητής στο Τμήμα Διαιτολογίας-Διατροφής, Σχολή Επιστημών Υγείας και Αγωγής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο.

Πηγή: dianeosis.org