Του Δημήτρη Κούρκουλα
Αν ανατρέξει κανείς στην πορεία των σχέσεων της Ρωσίας με την Ευρωπαϊκή Ενωση τα τελευταία τριάντα χρόνια της μετα-ψυχροπολεμικής περιόδου θα μπορέσει να εντοπίσει κομβικές στιγμές που αν οι πρωταγωνιστές είχαν συμπεριφερθεί διαφορετικά η πορεία των πραγμάτων θα ήταν αλλιώτικη και ενδεχομένως δεν θα είχαμε φτάσει στη σημερινή δραματική πολεμική σύγκρουση.
Η ιστορία όμως δεν γράφεται με υποθέσεις ούτε μπορεί κανείς να προβλέψει ποια θα ήταν η εξέλιξη των πραγμάτων αν η ΕΕ είχε συμπεριφερθεί με μεγαλύτερη «κατανόηση» στους ρωσικούς φόβους για περικύκλωση ή αν, αντιθέτως, είχε πάρει εξ αρχής πιο αποτελεσματικά μέτρα κατά του Κρεμλίνου μετά την παράνομη εισβολή και κατοχή εδαφών στη Μολδαβία, τη Γεωργία και την Ουκρανία.
Οι εσωτερικές διαφωνίες για τον τρόπο αντιμετώπισης του νέου ρωσικού δόγματος που διατυπώθηκε από τον Πρόεδρο Πούτιν στην περίφημη ομιλία του στο Μόναχο τον Φεβρουάριο του 2007 αλλά και η απροθυμία του Κρεμλίνου να προσέλθει σε έναν ειλικρινή στρατηγικό διάλογο, όπως είχε προτείνει ο Πρόεδρος Μακρόν από την πρώτη χρονιά της εκλογής του, εκμηδένισαν τα περιθώρια διπλωματικής λύσης.
Ενα είναι βέβαιο: οποιαδήποτε κριτική των ευρωπαϊκών χειρισμών δεν μειώνει την εγκληματική απαξία της ρωσικής εισβολής.
Η συμπεριφορά του Πούτιν τα τελευταία χρόνια ενισχύει την άποψη ότι δεν αναζητούσε έναν συμβιβασμό που θα καθησύχαζε τις ανησυχίες του για την ασφάλεια της Ρωσίας αλλά επεδίωκε τη σύγκρουση. Λίγες μόνο εβδομάδες πριν τα ρωσικά στρατεύματα εισβάλουν σε μια ανεξάρτητη χώρα, ο Πούτιν είχε γίνει αποδέκτης προτάσεων για διάλογο τόσο από τον αμερικανό Πρόεδρο Μπάιντεν όσο και από τον γάλλο Πρόεδρο και τον γερμανό καγκελάριο. Οσοι είχαν ακόμα αμφιβολίες για τις πραγματικές επιδιώξεις του Πούτιν και προσπαθούσαν να δικαιολογήσουν την επιθετικότητά του ως δήθεν αντίδραση στην επέκταση του ΝΑΤΟ πρέπει να ξαναδιαβάσουν την ομιλία της 21ης Φεβρουαρίου με την οποία ανήγγειλε, με πρωτοφανή κυνισμό, τη στρατιωτική εισβολή. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι η πρώτη κατάφωρη παραβίαση των κανόνων του διεθνούς δικαίου στην Ουκρανία δεν συνέβη έπειτα από κάποια νατοϊκή απόφαση αλλά μετά από την υπογραφή της Συμφωνίας Σύνδεσης Ουκρανίας – ΕΕ το 2014. Παρά τον εδαφικό ακρωτηριασμό και τη στρατιωτική βία του μεγάλου γείτονα, ο ουκρανικός λαός επιβεβαίωσε την ευρωπαϊκή του επιλογή με πλειοψηφία 73%, εκλέγοντας το 2019 ως Πρόεδρο τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι.
Η ΕΕ επέδειξε εξαιρετικά αντανακλαστικά στην αντιμετώπιση της «γεωπολιτικής τρομοκρατίας» του Κρεμλίνου. Αποφεύγοντας τον κίνδυνο εμπλοκής σε έναν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο οι Ευρωπαίοι υιοθέτησαν με πρωτοφανή ταχύτητα το πιο ισχυρό πακέτο οικονομικών κυρώσεων της σύγχρονης ιστορίας, κάτι που δεν είχε υπολογίσει κατά τα φαινόμενα η Μόσχα. Επιπλέον, για πρώτη φορά στην ιστορία της, η ΕΕ αποφάσισε να χρηματοδοτήσει από τον κοινοτικό προϋπολογισμό την αποστολή στρατιωτικού υλικού αξίας €450 εκατ. στους ουκρανούς μαχητές.
Σε αντίθεση με την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου η Ρωσία του Πούτιν δεν διαθέτει κάποια ιδεολογία διεθνούς ακτινοβολίας. Η Μόσχα είναι σήμερα σημείο αναφοράς όσων εχθρεύονται τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Πρόκειται για έναν εξαιρετικά περιορισμένο κύκλο περιθωριακών σκοταδιστών. Η ιδεολογική κυριαρχία της δυτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας και ιδίως της ευρωπαϊκής της εκδοχής όχι μόνο δεν πλήττεται από τους πυραύλους του κόκκινου στρατού αλλά αντιθέτως ενισχύεται. Η Ευρωπαϊκή Ενωση είναι ελκυστική όχι μόνο γιατί εξασφαλίζει ένα υψηλό επίπεδο ευημερίας αλλά και γιατί είναι φορέας υλοποίησης των πανανθρώπινων αξιών της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που υπερασπίζονται και οι ουκρανοί μαχητές. Ο αγώνας τους δεν είναι μόνο εθνικός, είναι πανευρωπαϊκός.