Της Σώτης Τριανταφύλλου*
Από τότε που ο Βλαντιμίρ Πούτιν επέστρεψε στην προεδρία, παρατηρητές τόσο στη Ρωσία όσο και στις ΗΠΑ προειδοποιούσαν για έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο και για τον κίνδυνο να εξελιχθεί σε στρατιωτική σύγκρουση. Αλλά κανείς δεν θέλει να ακούει σκοτεινές προφητείες.
Τώρα είναι αργά.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες δυσκολεύονται να προσαρμοστούν σε μεταβαλλόμενες συνθήκες. Πριν από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης αυτοπροσδιορίζονταν μέσω του σοβιετικού εχθρού, θεωρώντας τις αξίες της χώρας τους ασύγκριτα ανώτερες και τα συμφέροντά της ασύγκριτα πιο θεμιτά: η σύγκριση ήταν μια συνιστώσα της αμερικανικής ταυτότητας και της ταυτότητας του ελεύθερου κόσμου. Η αντίληψη αυτή επιβίωσε και μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού, όχι αδίκως εφόσον η Ρωσία, όπως ήταν αναμενόμενο, δεν μεταμορφώθηκε σε δυτική χώρα αλλά σε ευρασιατικό υβρίδιο. Η παράδοση της ρωσικής αυτοκρατορίας και του υπαρκτού σοσιαλισμού παρέμειναν ζωντανές: πετραχήλια, καταναλωτισμός, παρελάσεις με το βήμα της χήνας, πατριωτική έξαρση για το μυθικό κλέος της Μεγάλης Πατρίδας.
Ο ανταγωνισμός και η αναμέτρηση του συμπλέγματος κατωτερότητας της Ρωσίας με το σύμπλεγμα ανωτερότητας των ΗΠΑ προηγείται της επανάστασης των μπολσεβίκων. Στον 19ο αιώνα οι ΗΠΑ ήταν συνταγματική δημοκρατία, με θρησκευτικές ελευθερίες και δικαιώματα ιδιοκτησίας, ενώ η Ρωσία ήταν δεσποτικό κράτος με συντριπτική πλειοψηφία εργατών γης. Η επανάσταση του 1917 και ο Ψυχρός Πόλεμος που ακολούθησε την απομάκρυναν ακόμα περισσότερο από τη Δύση, ενώ ταυτοχρόνως, οι αμερικανικές ελίτ απέτυχαν να εμπλουτίσουν την εθνική ταυτότητα των ΗΠΑ χωρίς τις αρνητικές συγκρίσεις με τον αντίπαλό τους. Και παρ’ όλ’ αυτά, όπως έχει επισημανθεί επανειλημμένως, για σύντομο χρονικό διάστημα μετά το 1991, φαινόταν ότι οι ΗΠΑ θα οικοδομούσαν σχέσεις με μια καινούργια Ρωσία κι ότι τα δύο έθνη θα επαναπροσδιορίζονταν ως εταίροι μπροστά στις απειλές τις τρομοκρατίας, των πυρηνικών όπλων και της περιφερειακής αστάθειας.
Εδώ ίσως πρέπει να ακούσουμε τι έχει να πει η Ρωσία: οι ΗΠΑ συνέχισαν να τη θεωρούν πιθανή απειλή («το παρανοϊκό στιλ της αμερικανικής πολιτικής», όπως έγραφε παλιότερα ο Richard Hofstadter) και επέμειναν στην αναμόρφωση του κόσμου κατ’ εικόνα τους προωθώντας νεοφιλελεύθερες πολιτικές και θεσμούς ασφαλείας στην Ευρώπη και στην Ευρασία με επίκεντρο το ΝΑΤΟ. Η μεταψυχροπολεμική ανισορροπία δυνάμεων κατά την οποία οι ΗΠΑ ανεδείχθησαν, κατά τη γνώμη τους, η μοναδική υπερδύναμη θα μπορούσε να τις έχει απαλύνει τις αμερικανικές φοβίες -όμως αυτό δεν συνέβη. Όσο για τη Ρωσία, δεν άργησε να διεκδικήσει την ταυτότητα της παγκόσμιας ισχύος με διακριτά εθνικά συμφέροντα. Σε πολλούς Δυτικούς, η άρνηση των Ρώσων να ακολουθήσουν το παράδειγμα της Δύσης φάνηκε παράλογη: ιδιαίτερα στους Αμερικανούς που δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν διαφορετικές παραδόσεις και πολιτικές κουλτούρες, παρότι, όπως είπα και όπως ξέρουμε, συγκρίνουν τις αξίες τους με εκείνες των άλλων. Θα μπορούσαμε να απαιτήσουμε οι ΗΠΑ να αφήσουν τον κόσμο στην ησυχία του να κάνει ό,τι τον φωτίσει ο μεγαλοδύναμος. Μακάρι να ήταν τόσο απλό: οι πράξεις των μεν επηρεάζουν τους δε, και τούμπαλιν.
Η Ρωσία ολοκλήρωσε τη μετάβαση από τον κομμουνισμό ανασταίνοντας και ανασυνθέτοντας παραδοσιακές αντιλήψεις και θεσμούς: χριστιανική ορθοδοξία, σύστημα εξουσίας τσαρικού τύπου, εδαφικό και πολιτιστικό επεκτατισμό, μεγαλοϊδεατισμό, κραυγαλέο εθνικισμό, αναδημιουργία του παρελθόντος ώστε το παρελθόν να ταιριάξει στα οράματα του μέλλοντος. Μέχρι το 2014 περίπου φαινόταν να θέλει την αναγνώριση του δικαιώματός της σε ασιατικό αυταρχικό κράτος, του καθεστώτος δύναμης ισότιμης με τις ΗΠΑ και την ελευθερία να προωθήσει τα εθνικά της συμφέροντα στην Ευρασία και στις γειτονικές περιοχές. Αυτή η ταυτότητα της Ρωσίας ήταν ιστορικά οικεία και θα ήταν βιώσιμη αν άφηνε χώρο για τις ταυτότητες και τις επιδιώξεις άλλων δυνάμεων.
Πλην όμως, δεν άφηνε. Όπως δεν άφηνε και δεν αφήνει η αμερικανική εξωτερική πολιτική η οποία θεμελιώνεται στην ιδέα του εξαιρετισμού. Επί σειρά ετών, η Ουάσιγκτον κατήγγελλε τον ρωσικό «ιμπεριαλισμό» -look who’s taking!- αντιπαραβάλλοντος έναν τρόπο διακυβέρνησης μέσω οικονομικών κινήτρων και ήπιας δύναμης. Έτσι, σιγά-σιγά, και μάλλον γρήγορα, φτάσαμε εδώ που φτάσαμε, σε έναν πόλεμο δια πληρεξουσίου, με τη Ρωσία να επιβεβαιώνεται ως βάρβαρη και τις ΗΠΑ ως πρότυπο ηθικής. Το πρώτο είναι σίγουρο: η Ρωσία πασχίζει να επικρατήσει με οποιοδήποτε κόστος· αυτό έκανε πάντοτε· στη στρατηγική της δεν λαμβάνει υπόψη τις ανθρώπινες και υλικές απώλειες -πρώτιστη σπουδαιότητα έχει η ένδοξη νίκη, το κύρος, το «κούτελο». Όσο για την ηθική ανωτερότητα των ΗΠΑ είναι λιγότερο σίγουρη. Οι ΗΠΑ επέδειξαν τη συνηθισμένη τους άγνοια και τυφλότητα έναντι τη Ρωσίας· υποτίμησαν τις δυνατότητές της στον πόλεμο της πληροφορίας και στη συσπείρωση περιφερειακών παικτών όπως η Ινδία και η Βραζιλία· υποτίμησαν την ίδια της εγγενή βαρβαρότητα. Παραλλήλως, εξαιτίας αυτής της άγνοιας, ψήφισαν τον νόμο Magnitsky (πήρε το όνομά του από τον Ρώσο φοροτεχνικό Sergei Magnitsky που πέθανε σε φυλακή της Μόσχας το 2009) ως τρόπο τιμωρίας του Κρεμλίνου για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων: ο νόμος Magnitsky, που εξουσιοδοτεί την κυβέρνηση των ΗΠΑ να επιβάλλει κυρώσεις σε ξένους αξιωματούχους, έκανε έξαλλους τους Ρώσους. Κι όταν οι Αμερικανοί δέσμευσαν περιουσιακά στοιχεία και απαγόρευσαν την είσοδο στις ΗΠΑ πολλών ξένων επενδυτών, όχι μόνο Ρώσων, με την κατηγορία της διαφθοράς ή της συνεργασίας σε βασανισμούς και φόνους, οι Ρώσοι απάντησαν με διάφορες μικροαπαγορεύσεις για τους Αμερικανούς: να μην υιοθετούν παιδιά από τη Ρωσία, να μην εμφανίζονται στην κρατική τηλεόραση, να μη συνεργάζονται με ρωσικές ΜΚΟ. Το κλίμα βάρυνε διότι οι αμερικανικές κυρώσεις εναντίον Ρώσων ολιγαρχών και αξιωματούχων που εμπλέκονταν σε παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων φαίνεται ότι εφαρμόστηκαν επιλεκτικά, ως πολιτική μόχλευση και ως επίδειξη της ηθικής ανωτερότητας που λέγαμε. Θυμάμαι συχνά τον Carl Marzani, έναν Αμερικανό κομμουνιστή που ήξερα: το 1952 είχε γράψει το βιβλίο «We Can Be Friends» – αναρωτιέμαι τι θα σκεφτόταν σήμερα γι’ αυτή την τρομερή αποτυχία των διεθνών σχέσεων και του ανθρώπινου είδους.