Ένας πόλεμος για τα λάφυρα… Του Λουκά Γ. Κατσώνη

756

Η αμείλικτη λογική που εξηγεί το στρατηγικό λάθος του Πούτιν

Του Λουκά Γ. Κατσώνη*

Μέχρι και την εκκίνηση της εισβολής των ρωσικών στρατευμάτων στην ουκρανική επικράτεια, η συντριπτική πλειοψηφία των διεθνών αναλυτών αλλά και των στελεχών των περισσότερων Δυτικών κυβερνήσεων δεν πίστευαν ότι ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, επρόκειτο τελικά να προβεί σε αυτή την επιθετική ενέργεια. Η στάση τους ήταν κατανοητή. Ένας πόλεμος στην Ευρώπη ήταν -και εξακολουθεί να είναι- ταμπού κάτι που θεωρείτο απαράδεκτο από κάθε άποψη.

Όμως αυτό που απέτυχαν να δουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι –εμού μη εξαιρουμένου- ήταν η πραγματική ανάγκη του Πούτιν και της Ρωσίας υπό την καθοδήγησή του: μια αυταρχική χώρα που έχει φτάσει στα όρια της εξέλιξής της χρειάζεται νέους πόρους για να εξασφαλίσει μερικές ακόμα δεκαετίες στην ίδια πορεία. Οι πόροι αυτοί δεν ήταν δυνατόν να παραχθούν εντός των ρωσικών συνόρων υπό το αυταρχικό κλεπτοκρατικό κράτος της Πουτινικής ολιγαρχίας. Έπρεπε να βρεθούν απ’ έξω.

Και δεν υπήρχε καλύτερη υποψήφια χώρα. Το μέγεθος, Ο πληθυσμός, και ο πλούτος της Ουκρανίας ταίριαζαν απόλυτα στα σχέδια του Ρώσου ηγέτη. Και το γεγονός της 1στορικής εθνικής συγγένειας ήταν ένας επιπλέον λόγος. Η Ρωσία εύλογα ανέμενε χλιαρή αντίσταση στην «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» που ετοίμαζε, βασιζόμενη στο γεγονός ότι τα σημερινά ουκρανικά εδάφη περιλαμβάνονταν στην Ρωσική Αυτοκρατορία, όπως και στην Σοβιετική Ένωση. Πόση αξία θα είχαν 30 χρόνια ανεξαρτησίας μπροστά στην ιστορική – από τα τέλη του 18ου αιώνα- σχέση με την Ρωσική Αυτοκρατορία;

Η ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΟΥΚΡΑΝΙΑΣ

Η Ουκρανία είναι η δεύτερη μεγαλύτερη χώρα της Ευρώπης μετά την ίδια την Ρωσία, η οποία είναι η μεγαλύτερη χώρα του κόσμου -εκτείνεται σε 11 χρονικές ζώνες! Το μέγεθος της Ουκρανίας, όμως δεν περιλαμβάνει πολλές άγονες περιοχές. Η αγροτική γη καταλαμβάνει το 71,2% των συνολικών 600.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων της συνολικής της έκτασης. Αυτό της εξασφαλίζει μια τεράστια αγροτική παραγωγή από την οποία ουσιαστικά εξαρτάται ολόκληρος ο πλανήτης. Μια διαταραχή της αγροτικής παραγωγής στην Ουκρανία εξασφαλίζει εντονότατες διακυμάνσεις στις αγορές προϊόντων και διακινδυνεύει επισιτιστικές κρίσεις σε πολλές περιοχές της υφηλίου, όπως έμαθε πρόσφατα ο κόσμος με τον σκληρό τρόπο.

Εν ολίγοις, η Ουκρανία εκτός από (σκληρό) σιτάρι παράγει καλαμπόκι, πατάτες, ηλιόσπορο, ζαχαρότευτλα, κριθάρι, σόγια, ελαιοκράμβη, ντομάτες, και πολύ γάλα.

Ο πληθυσμός της ήταν πριν την εισβολή κατά τα μικρότερος από 44 εκατομμύρια. Και εξακολουθούσε να είναι ένας σχετικά νεαρός πληθυσμός, με τους ανθρώπους ηλικίας άνω των 55 ετών να αποτελούν μόλις το 31% του συνόλου, παρά το γεγονός ότι έχει χτυπηθεί από την δημογραφική ασθένεια της Δύσης: ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού είναι αρνητικός στο περίπου -0,50%, με κάθε 9 γεννήσεις να αντιστοιχούν σε 13 θανάτους (ανά 1.000 άτομα). Και είναι κοντά στο 100% εγγράμματοι. Η Ουκρανία διαθέτει επιστήμονες υψηλού επιπέδου, που συνέβαλλαν ουσιαστικά στην παραγωγή εθνικού πλούτου και στα χρόνια της ανεξαρτησίας αλλά και στο σοβιετικό παρελθόν. Οι άνθρωποι αυτοί ανέπτυξαν μια σειρά από βιομηχανίες όπως τις βιομηχανίες άνθρακα, παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος (και από πυρηνικά εργοστάσια), μεταλλουργίες σιδηρούχων και μη σιδηρούχων μετάλλων, μηχανημάτων και εξοπλισμού μεταφοράς, Χημικών, και επεξεργασίας τροφίμων. Χαρακτηριστικό της βιομηχανικής ικανότητας της Ουκρανίας είναι ότι είχε αρχίσει να αποσπά σημαντικούς πελάτες από τις βιομηχανίες της Ρωσίας, με πιο σημαντική την Κίνα, την οποία προμήθευε μεταξύ άλλων με αεροπορικούς στροβιλοκινητήρες, κιvητήρες για τανκς, αεριοστρόβιλους για αντιτορπιλικά καθώς και βλήματα αέρος-αέρος.

Επίσης δεν πρέπει κανείς να παραβλέπει ότι το έδαφος της Ουκρανίας διατρέχεται από πληθώρα αγωγών που μεταφέρουν ρωσικό κυρίως φυσικό αέριο αλλά και πετρέλαιο προς την Ευρώπη. Το χαρακτηριστικό αυτό της προσδίδει ειδικό βάρος ως διαμετακομιστικό κόμβο των ρωσικών καυσίμων προς την Δύση, γεγονός που δεν άρεσε καθόλου στη Μόσχα, εξ ου και οι δυο -ενεργειακές- κρίσεις στις σχέσεις τους, όπως επίσης και η κατασκευή του αγωγού Nord Stream που την παρακάμπτει από τον βορρά.

Ωστόσο, το πιο σημαντικό ίσως είναι ότι στο ρωσικό αφήγημα, Ο ουκρανικός χώρος είναι συνυφασμένος με τις ιστορικές πηγές του ρωσικού πανσλαβισμού και εν τέλει της ρωσικής εθνικής ταυτότητας. Η απώλεια αυτού του χώρου από μια εμπεδωμένη ουκρανική εθνική συνείδηση αποτελεί σοβαρό ψυχολογικό πλήγμα στην ρωσική ψυχή.

Όπως έγραφε ο -Πολωνικής καταγωγής- Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ επί προεδριών Λίντον Τζόνσον και Τζίμι Κάρτερ, Zbigniew Brzezinski, ήδη από το 1997 στο βιβλίο του με τίτλο «Η Μεγάλη Σκακιέρα», «…η εμφάνιση ενός ανεξάρτητου ουκρανικού κράτους δεν ήταν μόνο μια πρόκληση για όλους τους Ρώσους, που καλούνταν να ξανασκεφθούν την φύση της δικής τους πολιτικής και εθνικής ταυτότητας, αλλά και αντιπροσώπευε ζωτική γεωπολιτική υποχώρηση για το ρωσικό κράτος». Η απώλεια της Ουκρανίας «μιας δυνητικά πλούσιας βιομηχανικής και αγροτικής οικονομίας και [τότε] 52 εκατομμυρίων ατόμων, που είναι επαρκώς συγγενείς με τους Ρώσους από εθνοτική και θρησκευτική άποψη, ώστε να κάνουν τη Ρωσία ένα πραγματικά μεγάλο και γεμάτο αυτοπεποίθηση αυτοκρατορικό κράτος», σήμαινε την καταστροφή της πιθανότητας επαναδημιουργίας μιας ισχυρής ευρασιατικής αυτοκρατορίας με ισχυρή ευρωπαϊκή παρουσία. Χωρίς την Ουκρανία, η Ρωσία όχι μόνο δεν θα ξαναγίνει αυτοκρατορία, μια πραγματικά μεγάλη δύναμη στον κόσμο, αλλά διακινδυνεύει να απομακρυνθεί -ή να αποκλειστεί από την Ευρώπη και να καταστεί μια δύναμη με περισσότερο ασιατικά χαρακτηριστικά.

Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΝΑΤΟ

Η επέκταση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά έπαιξε σίγουρα έναν ρόλο στον ρωσικό ψυχισμό, με την επίδρασή του να εκφράζεται πιο καθαρά στις ενέργειες και τις δηλώσεις του Ρώσου προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν, αλλά και του προκατόχου του, Μπορίς Γιέλτσιν. Κανείς από τους δυο δεν ήταν χαρούμενος με την προσέγγιση του
ΝΑΤΟ, αλλά όχι ακριβώς για τους ίδιους λόγους.

Ο μεν Γιέλτσιν ήθελε να φέρει την Ρωσία πιο κοντά στην Δύση και -γιατί όχι- σε μια στρατηγική συνεργασία με το ΝΑΤΟ, αλλά ήθελε να το καταφέρει με όρους ίσους με τις ΗΠΑ. Οι δυο χώρες, κατά την λογική του Γιέλτσιν, θα έπρεπε να συναποφασίζουν για όλα τα θέματα. Το πρόβλημα, όμως, ήταν ότι η Ρωσία δεν πλησίαζε καν στο να είναι αντίστοιχα ισχυρή με τις Ηνωμένες Πολιτείες, και βεβαίως οι ΗΠΑ δεν επρόκειτο να εκχωρήσουν την ηγεμονία τους σε μια συν-αρχηγία με ένα άλλο κράτος που δεν είχε καθόλου τις δυνατότητες για κάτι τέτοιο.

Ο Βλαντιμίρ Πούτιν δούλεψε πολύ για να ανατρέψει την αδυναμία της Ρωσίας. Βοηθούμενος από μια περίπου δεκαετία υψηλών τιμών των καυσίμων, και χρησιμοποιώντας δομές και διαδικασίες που είχαν απομείνει από την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης, τακτοποίησε την χώρα, ενίσχυσε τον στρατό της, και εδραίωσε την εξουσία του. Με τις επιθετικές ενέργειές του στην Γεωργία αλλά και στην Κριμαία έστειλε το μήνυμα ότι η Ρωσία είχε επιστρέψει, και διεκδικούσε μια θέση στα πράγματα του κόσμου ισότιμη με τις άλλες δύο αναμφισβήτητα μεγάλες δυνάμεις: τις ΗΠΑ και την Κίνα.

Μόνο που εξακολουθούσε να του λείπει η πραγματική ισχύς, αυτή που θα του δινόταν αν κατείχε την Ουκρανία. Ο Πούτιν είχε ήδη χάσει μια ευκαιρία να ελέγξει την ευρωπαϊκή αυτή χώρα με την περιπέτεια του εκλεκτού του, Ουκρανού προέδρου Βίκτορ Γιανουκόβιτς, ο οποίος ανατράπηκε από την εξέγερση της «Euronmaidan» στο τέλος του 2013 και την αρχή του 2014, και αντικαταστάθηκε από μια καταφανώς λιγότερο φιλορωσική κυβέρνηση υπό τον Πέτρο Ποροσένκο τον Ιούνιο του 2014.

Σαν αντίδραση στην ανατροπή του Γιανουκόβιτς, τον Φεβρουάριο του 2014, με μια πραγματικά αριστοτεχνική υβριδική επιχείρηση, ο Ρώσος πρόεδρος ουσιαστικά κατέλαβε ολόκληρη την χερσόνησο της Κριμαίας «χωρίς μια ντουφεκιά», διασφαλίζοντας την μεγάλη ναυτική ρωσική βάση αλλά και τον έλεγχο του σημαντικού λιμανιού της Σεβαστούπολης. Ταυτόχρονα, άνοιξε την πληγή στις ανατολικές ουκρανικές επαρχίες Λουχάνσκ και Ντονέτσκ με το πρόσχημα της προστασίας των ρωσόφωνων πληθυσμών, αλλά με ουσιαστικό στόχο την αποδυνάμωση της Ουκρανίας μέχρι την επόμενη φάση.

Στο πλαίσιο αυτό, η ουκρανική επιδίωξη της ένταξης στους κορυφαίους Δυτικούς σχηματισμούς, την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, είναι κατανοητή. Για τα αυτοκρατορικά σχέδια του Πούτιν όμως, αποτελούσε μια δυνητική καταστροφή.

Ο Ρώσος πρόεδρος, ήδη 22 χρόνια στην εξουσία, προεδρεύει μιας χώρας της οποίας η οικονομία προσομοιάζει σε εκείνη ενός πετρο-κράτους, με το βιοτικό επίπεδο να βαλτώνει, την διαφθορά να γιγαντώνεται, τις ανισότητες να διευρύνονται, και την κοινωνική πρόοδο να αποδεικνύεται άπιαστη 13). Οι δημοκρατικές ελευθερίες είναι προσχηματικές στην Ρωσία και τα άλλοτε ισχυρά συστήματα εκπαίδευσης, υγείας, και κοινωνικής πρόνοιας να είναι μια σκιά του παρελθόντος τους.

Τα ποσοστά αποδοχής του από την κοινή γνώμη εξακολουθούν να είναι υψηλά, αλλά δεν είναι σαφές αν αυτό προκύπτει από την παραδοσιακή ευαρέσκεια των Ρώσων σε 1σχυρούς ηγέτες, από την προπαγάνδα, ή απλώς από νοθευμένες δημοσκοπήσεις. Ο Βλαντιμίρ Πούτιν, για να εξασφαλίσει την παραμονή του στην εξουσία χρειαζόταν μια μεγάλη νίκη. Κάτι τέτοιο θα του εξασφάλιζε αρκετά χρόνια ακόμα αδιαμφισβήτητης ηγεμονίας στο εσωτερικό, και ανανεωμένη σημασία στο εξωτερικό. Ο Πούτιν χρειαζόταν ολόκληρη την Ουκρανία ως λάφυρο και δεν θα άφηνε το ΝΑΤΟ να του την
στερήσει.

ΤΑ «ΛΑΘΗ» ΤΗΣ ΕΙΣΒΟΛΗΣ

Έχει αποδειχθεί αληθές ότι η ρωσική ηγεσία δεν ανέμενε την ένταση και το εύρος της αντίστασης που αντιμετώπισε κατά την εισβολή της στην Ουκρανία. Το πρώτο αυτό στρατηγικό λάθος του Πούτιν μαρτυρούν, μεταξύ άλλων, και οι στολές παρέλασης του ρωσικού στρατού που κατασχέθηκαν από Οχήματα μεταφοράς που καταλήφθηκαν από τις δυνάμεις του ουκρανικού στρατού. Όμως, η εθνική συνείδηση των Ουκρανών είχε βαθύνει αξιοσημείωτα στις τρεις δεκαετίες της εθνικής ανεξαρτησίας.

Το όνειρο της συμμετοχής στην αναπτυγμένη δημοκρατική ευρωπαϊκή Δύση είχε γίνει αρκούντως ισχυρό, και οι ρωσικές επιθετικές ενέργειες των προηγούμενων ετών το είχαν εξωραΐσει έτι περαιτέρω. Οι Ουκρανοί, στην συντριπτική πλειοψηφία τους δεν επιθυμούν την επιστροφή τους σε μια κατάσταση υποτέλειας στην ρωσική δεσποτεία. Γι’ αυτό, ο ουκρανικός στρατός, εκμεταλλευόμενος πληροφορίες που του δίνονταν από Δυτικές πηγές, άρχισε να προετοιμάζεται για το ενδεχόμενο εισβολής ήδη από τον Δεκέμβριο του 2021.

Από την άλλη πλευρά, οι Ρώσοι έχοντας ως ανομολόγητο αντικειμενικό στόχο να καταλάβουν ολόκληρη την Ουκρανία και να την εντάξουν στο Ρωσικό άρμα, δεν επιθυμούσαν να καταστρέψουν βασικές υποδομές της χώρας αφού αυτές θα προσέθεταν σημαντικά στον συνολικό ρωσικό πλούτο. Αυτό ήταν το δεύτερο στρατηγικό λάθος του Πούτιν. Διότι αν είχε ακολουθήσει την κλασική επιθετική στρατηγική του αποκεφαλισμού ενός κράτους με την καταστροφή των κέντρων διοίκησης και ελέγχου καθώς και των βασικών κόμβων παροχής ενέργειας, επικοινωνιών, και μεταφορών, σήμερα μάλλον θα βρισκόταν σε πλεονεκτικότερη θέση και ίσως με λιγότερες απώλειες έμψυχου και άψυχου υλικού.

Όταν και αυτό το βήμα απέτυχε, ο Ρώσος πρόεδρος μετέβαλλε την ρητορική του σχετικά με τις απαιτήσεις του κι επέμεινε στην «ουδετερότητα» και την «αποστρατικοποίηση» της Ουκρανίας, κρατώντας για την Ρωσία την Κριμαία και τις ανατολικές ρωσόφωνες «ανεξάρτητες» ουκρανικές επαρχίες. Αυτό ουσιαστικά θα ήταν μια αναβολή της κατάληψης της υπόλοιπης Ουκρανίας, κάτι που θα ήταν ευκολότερο στο μέλλον με κάποια άλλη ευκαιρία, καθώς η χώρα θα ήταν άοπλη και χωρίς συμβατικούς συμμάχους. Αλλά και αυτή η επιδίωξη δείχνει να αποτυγχάνει.

Ο Πούτιν δεν υπολόγισε καλά την αντίδραση της Δύσης, και τούτο είναι το τρίτο στρατηγικό του σφάλμα. Αν η Ουκρανία είναι το κλειδί για την επιστροφή της Ρωσίας στο επίπεδο της πραγματικά μεγάλης δύναμης, τότε είναι επίσης και το πολύτιμο στοιχείο Που θα κρατήσει την δημοκρατική Δύση κυρίαρχη στην Ευρώπη, και με προβάδισμα 1σχύος έναντι της Κίνας. Άρα, η Δύση, και ιδιαίτερα η Ευρώπη, έχει κάθε λόγο να κρατήσει την Ουκρανία έξω από την ρωσική αρπάγη.

Έτσι, η ουκρανική εισβολή εξελίχθηκε σε μια καταστροφή όχι μόνο για την αμυνόμενη χώρα αλλά, παραδόξως, και για την πολύ ισχυρότερη επιτιθέμενη.

ΠΩΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΝΕΤΑΙ Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Καθώς περνούν οι μέρες και ο πόλεμος μαίνεται, ξεκαθαρίζουν ορισμένες τάσεις στο διεθνές στερέωμα αλλά και στην στενότερη περιοχή των εχθροπραξιών. Κατ’ αρχήν επιτεύχθηκε μια απρόσμενη ενότητα στον Δυτικό κόσμο, ιδίως κάτω από την ομπρέλα του ΝΑΤΟ. Οι νεοεισαχθείσες χώρες του πρώην Ανατολικού μπλοκ προσβλέπουν στην Βορειοατλαντική Συμμαχία για την ασφάλεια που ποτέ δεν θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν από μόνες τους. Αλλά και οι άλλες μεγαλύτερες δυνάμεις της Ευρώπης αισθάνονται την ίδια ανάγκη. Η πυρηνική Γαλλία δεν θα ήθελε ποτέ να δει μια γιγαντωμένη Ρωσία που θα ανέτρεπε τις ισορροπίες 1σχύος εντός της Ευρώπης, όπως άλλωστε και το Ηνωμένο Βασίλειο. Ακόμη και η Γερμανία, πλούσια αλλά με μικρές αμυντικές δυνάμεις, ήδη σε πολυετή και αγαστή συνεργασία με την Ρωσία του Πούτιν, αναγκάστηκε να δει ξεκάθαρα τους κινδύνους μιας ρωσικής γιγάντωσης: παλεύει τώρα να εξασφαλίσει ενεργειακές πηγές και ανακοίνωσε τον ταχύ επανεξοπλισμό της, μια προοπτική που δημιουργεί ανατριχίλες σε πολλούς στην Ευρώπη και πέραν αυτής.

Δεύτερον, η όποια ήπια ισχύς της Ρωσίας υπέστη συντριπτικό πλήγμα. Η προεδρία Πούτιν έχει ξοδέψει αρκετά κεφάλαια σε προπαγάνδα, Χρηματισμό Πολιτικών μορφωμάτων ανά τον κόσμο, και σε επιχειρήσεις γοητείας του ίδιου του Ρώσου προέδρου. Όλα αυτά πλέον έχουν απαξιωθεί, καθώς ακόμα και οι ελάχιστες φωνές που δικαιολογούν την ρωσική εισβολή αντιμετωπίζουν την λαϊκή κατακραυγή σε ολόκληρη την υφήλιο. Ο πόλεμος μέσα στην Ευρώπη, η στόχευση αμάχων, και η απειλή πυρηνικών χτυπημάτων δεν συγχωρούνται. Η Ρωσία έχει αναλάβει τον ρόλο του κακού στο παγκόσμιο Πολιτικό θέατρο, καθιστώντας τις επαφές μαζί της τοξικές και, άρα, απευκταίες. Ακόμη και η Κίνα, από την πλήρη ρητορική στήριξη στην Ρωσία έχει περάσει σε μια εύγλωττη αφωνία σχετικά με τις ρωσικές δράσεις στην Ουκρανία.

Τρίτον, το κόστος του πολέμου είναι δυσθεώρητα υψηλό για την Ρωσική Ομοσπονδία. Δεν είναι μόνο η απώλεια χιλιάδων στρατιωτών και ακριβού εξοπλισμού στο πεδίο της μάχης, είναι και οι οικονομικές κυρώσεις και η έξοδος επιχειρήσεων και ανθρώπων από την ρωσική οικονομία που, ούτως ή άλλως δεν φημιζόταν ούτε για την ευρωστία της ούτε για την διαφοροποίησή της. Με ΑΠΕ στο 1,7 δισ. δολάρια (εκτίμηση 2019), Ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας στο περίπου 12%, και μεγάλη ανισότητα εισοδημάτων (συντελεστής Gini στο 37,5), είναι προφανές ότι η ρωσική οικονομία δεν έχει το απαραίτητο βάθος να αντέξει την πολεμική πίεση χωρίς εξωτερική βοήθεια και οι παίκτες που θα μπορούσαν να την βοηθήσουν δεν έχουν το ειδικό βάρος για να κάνουν την διαφορά.

Τέταρτον, η Ρωσία έχασε την ευκαιρία να κατακτήσει την Ουκρανία, και μαζί της την πιθανότητα να ξαναγίνει μια μεγάλη αυτοκρατορία. Οι Ουκρανοί απέδειξαν ότι διαθέτουν εθνική συνείδηση διαφορετική από την ρωσική, τόσο βαθιά που είναι διατεθειμένοι να πεθάνουν για την πατρίδα τους. Και δεν είναι μόνο η ενεργή αντίσταση που επιβεβαιώνει τα ανωτέρω, αλλά και ηπιότερες, πιο «Πολιτικές» ενδείξεις: η δημοφιλία του Ουκρανού προέδρου, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ενός Εβραίου, ρωσόφωνου, από τις ανατολικές περιοχές της χώρας, έχει εκτοξευθεί πάνω από το 70%. Επίσης, υπάρχουν αναφορές ότι ρωσόφωνες πληθυσμιακές ομάδες Που κατοικούν στην Οδησσό, μια ρωσόφωνης πλειοψηφίας πόλη του ουκρανικού νότου, αλλάζουν την καθημερινή γλώσσα για τις συνεννοήσεις τους με την ουκρανική, ως μια ένδειξη υποστήριξης της ουκρανικής εθνικής ταυτότητας. Μια τέτοια τάση είναι εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να αντιστραφεί.

ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΤΙ;

Ανεξάρτητα από την τελική έκβαση του πολέμου η οποία δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθεί την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, το βασικό συμπέρασμα για τους δυο αντιμαχόμενους είναι ότι οι Ουκρανοί κέρδισαν την ανεξαρτησία τους, έστω και σχετικά περικεκομμένη εάν υιοθετηθεί το μοντέλο της ουδετερότητας σε μια ενδεχόμενη ειρηνευτική συμφωνία με την Ρωσία και εάν τελικά χαθούν τμήματα της επικράτειάς της.

Αντίστοιχα, η Ρωσία έκανε ένα τεράστιο βήμα προς τα πίσω, πληγώνοντας ανεπανόρθωτα την εικόνα της σε ολόκληρο τον κόσμο, βλάπτοντας τις σχέσεις της με την Ευρώπη και με την Δύση γενικότερα, και ρίχνοντας την οικονομία της σε μια περιδίνηση που θα μπορούσε να έχει και πολιτικές επιπτώσεις. Από τώρα και για πολλές δεκαετίες στο μέλλον, η Ρωσία θα ζήσει αυτό ακριβώς που ήθελε να αποφύγει: να θεωρείται μια περιφερειακή δύναμη με περιορισμένες δυνατότητες, χωρίς σημαντικό πολιτικό κύρος, και με μόνη σοβαρή μόχλευση την κατοχή πυρηνικών όπλων, τα οποία όμως η λογική υποδεικνύει ότι δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει.

Αλλά, μην γελιόμαστε, η Ρωσία διαθέτει ακόμα ισχυρά χαρτιά στα χέρια της. Το πιο σημαντικό είναι ότι η Ευρώπη δεν μπορεί να απεξαρτηθεί ενεργειακά από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες, τουλάχιστον χωρίς να περάσουν πολλά χρόνια και να ξοδευτούν Πολλά χρήματα. Η μετάβαση σε Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας δεν μπορεί να γίνει χωρίς την παρουσία κλασικών ενεργειακών πηγών, και η πυρηνική ενέργεια επίσης χρειάζεται μεγάλες επενδύσεις και χρόνο, αν παραβλέψει κανείς και την σημαντική επιφύλαξη των ευρωπαϊκών πληθυσμών ως προς αυτήν. Και βέβαια, όπως προαναφέρθηκε υπάρχουν τα πυρηνικά όπλα της και ο καθόλου αμελητέος συμβατικός στρατός της …

Επίσης, κι αυτό είναι ίσως το σημαντικότερο, η Δύση δεν λογίζει την Ρωσία στο αμετάκλητα εχθρικό στρατόπεδο. Αντίθετα, ελπίζει πάντα ότι κάποια μέρα θα επικρατήσουν οι φιλοδυτικές, φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις στην Ρωσία, που πρώτα εμφανίστηκαν με τον Μεγάλο Πέτρο, και η μεγάλη αυτή χώρα θα εναρμονιστεί με την φιλελεύθερη δημοκρατική, βασισμένη σε κανόνες, τάξη. Η Δύση, είναι ξεκάθαρο, δεν απειλεί την Ρωσία.

Πάντως, η επίδραση του ρωσικού πολεμικού τυχοδιωκτισμού στην Ουκρανία έχει ευρείες επιπτώσεις. Έγινε σαφές ότι η Δύση, παρά τα σημάδια της παρακμής της, διαθέτει ακόμα γρήγορα αντανακλαστικά και επαρκείς πόρους να αφιερώσει όταν διακυβεύονται σημαντικά συμφέροντα. Μέχρι και η συνήθως γραφειοκρατική και βραδυπορούσα Ευρωπαϊκή Ένωση βρήκε τον τρόπο να στηρίξει την Ουκρανία με σημαντικά κεφάλαια και πολιτικό βάρος. Επίσης, η Κίνα, ο έτερος μεγάλος ανταγωνιστής της φιλελεύθερης δημοκρατικής τάξης, δείχνει να αντιλαμβάνεται ότι σε αυτή την συγκυρία η επιθετικότητα, πολύ δε περισσότερο ο πόλεμος, δεν μπορεί να οδηγήσει στο επιθυμητό αποτέλεσμα χωρίς την ανάληψη τεράστιου ρίσκου και δυσβάσταχτου κόστους. Έτσι, πιθανώς θα δοθεί περισσότερος χρόνος στην διπλωματία και τις διαπραγματεύσεις, σε ένα περιβάλλον στην ανατολική Ασία που μπορεί να είναι έμφορτο, αλλά πάντως παραμένει ειρηνικό.

Και ο Πούτιν; Αν και δεν φαίνεται ακόμη να ζωντανεύουν δυνάμεις εντός της Ρωσίας ικανές να τον παραμερίσουν, είναι πλέον σαφές ότι έχει πληγεί ανεπανόρθωτα. Έχοντας ήδη διολισθήσει στον αυταρχισμό, την παρεοκρατία, και τις αντιφιλελεύθερες πολιτικές πρακτικές, ο 70χρονος Ρώσος πρόεδρος δεν έχει ούτε τον χρόνο ούτε την δυνατότητα να μεταβάλλει πορεία. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι ισχύει και για την χώρα του το ίδιο. Όταν ο Πούτιν φύγει, είτε με βιολογικό τρόπο είτε με άλλον, η Ρωσία θα ξαναβρεί την ευκαιρία να επιλέξει μεταξύ της επιμονής στο αδιέξοδο αυτοκρατορικό όραμά της και στο απείρως πιο ελπιδοφόρο εγχείρημα της προσέγγισης της δημοκρατίας, και της ανοιχτής, ελεύθερης αγοράς.

*εκδότης του Foreign Affairs The Hellenic Edition και πρόεδρος του Ινστιτούτου Εξωτερικών Υποθέσεων