Ενέργεια, τυπική περίπτωση ανελαστικής ζήτησης… Του Δημήτρη Τζάνα

254

Του Δημήτρη Τζάνα*

ΣΤΑ ΤΕΛΗ του 2023 αναμένεται να ολοκληρωθούν οι εργασίες αναστήλωσης και ανάδειξης του αρχαίου θεάτρου της Λάρισας, που υπήρξε χώρος υπαίθριων συνεδριάσεων του περίφημου «Κοινού των Θεσσαλών». Θεσμός που λειτουργούσε από τους αρχαϊκούς χρόνους (7ος π.Χ.) και αποσκοπούσε στη συνεννόηση των θεσσαλικών πόλεων για ζητήματα που ήταν κοινού ενδιαφέροντος για όλες, καθώς οι απειλές στον ταραγμένο ελλαδικό χώρο δεν έλειπαν ποτέ. Είχαν δηλαδή προνοήσει να ασκούν κοινή αμυντική και εξωτερική πολιτική, όπως συνηθίζουμε να λέμε με σημερινή ορολογία!

ΩΣΤΟΣΟ, το 2022, εν μέσω της ουκρανικής κρίσης και των πολλαπλών παρενεργειών της, η Ε.Ε. δεν έχει πετύχει να έχει ολοκληρωμένες και συνεκτικές πολιτικές. Η χρηματοοικονομική κρίση του 2008-2009, αλλά και οι συνθήκες της πανδημίας μετά το 2020 δεν έχουν ακόμη οδηγήσει στην εφαρμογή μιας τραπεζικής ένωσης, ώστε η κατάθεση σε μια σουηδική τράπεζα να είναι το ίδιο ασφαλής με την κατάθεση σε μια πορτογαλική. Ούτε στην αμοιβαιοποίηση του χρέους, αφού η καχυποψία μεταξύ του Βορρά και του Νότου δεν έχει ξεπεραστεί. Και ούτε σε μια ολοκληρωμένη δημοσιονομική πολιτική παρά το βήμα προόδου που σημειώθηκε με τη θεσμοθέτηση του Ταμείου Ανάκαμψης. Και, ασφαλώς, η αμυντική πολιτική της Ε.Ε. είναι ανύπαρκτη και διενεργείται ακόμη μέσω του ΝΑΤΟ, όπως διαμορφώθηκε από τις αμερικανικές πρωτοβουλίες που ελήφθησαν πριν από 70 χρόνια. Τέλος, η εξωτερική πολιτική είναι ισχυρή μόνον όταν συναποφασίζουν οι πρωθυπουργοί των 3 ισχυρότερων χωρών, της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας.

ΜΕ ΑΥΤΑ τα δεδομένα, η ουκρανική κρίση δεν ήταν παρά ο καταλύτης που ανέδειξε τα τεράστια ελλείμματα της Ε.Ε. σε όλους τους τομείς, με το έλλειμμα της ενεργειακής πολιτικής να είναι κατεπείγοντος χαρακτήρα για την αντιμετώπισή του, καθώς το ενδεχόμενο διακοπής λειτουργίας του Nord Stream 1 από τη Ρωσία θα επιφύλασσε έναν εφιαλτικό χειμώνα για τους πολίτες της Ε.Ε. Την ίδια ώρα, το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών της Ρωσίας εκτοξεύθηκε στα 70,1 δισ. δολ. στο δεύτερο τρίμηνο και το ρούβλι ενισχύθηκε, όταν στη Γερμανία το εμπορικό ισοζύγιο ήταν τον Μάιο ελλειμματικό κατά 1 δισ. ευρώ. Η Ευρώπη πληρώνει το κόστος της απρονοησίας της και της ταυτόχρονης αδυναμίας των ηγετών της να εκτιμήσουν με ορθολογισμό τις καταστάσεις, καθώς η Ρωσία δεν πλήττεται από τις κυρώσεις, καθώς πουλάει ακριβό πετρέλαιο τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ασία (Κίνα – Ινδία). Με τη Γερμανία να χρεώνεται σήμερα το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης, καθώς η εφαρμογή της «Οστπολίτικ» από τον καγκελάριο Μπραντ μέχρι τις σύγχρονες ενέργειες των Σρέντερ – Μέρκελ οδήγησαν στην ενεργειακή υπερεξάρτηση της Γερμανίας και της Κεντρικής Ευρώπης από τη Ρωσία.

Η ΕΝΕΡΓΕΙΑ αποτελεί το αγαθό που έχει κατεξοχήν χαμηλή ελαστικότητα ζήτησης, επισημαίνουν οι οικονομολόγοι, όπως άλλωστε συμβαίνει με τα τρόφιμα και τα φάρμακα. Η τυπική περίπτωση, όπως θα έλεγε ο Σέρλοκ Χολμς στον βοηθό του Γουάτσον. Που σημαίνει ότι όταν αυξάνεται η τιμή της θα υποχωρήσει κατά λιγότερο η ζητούμενη ποσότητα, αφού οι πάντες στην οικονομία, καταναλωτές και παραγωγοί ζητούν ηλεκτρική ενέργεια για να λειτουργήσουν. Όμως, οι πολιτικοί στην Ε.Ε. δεν συνειδητοποίησαν τις ευθύνες τους σε σχέση με όσα έπρεπε εγκαίρως να σχεδιάσουν για να αποφευχθεί μια κρίση από το ενδεχόμενο ελλείμματος ενέργειας. Να έχουν δηλαδή σχεδιάσει και υλοποιήσει ενέργειες προς τρεις κατευθύνσεις: Να έχουν επαρκείς αποθηκευτικούς χώρους, όπως δεξαμενές φύλαξης πετρελαίου και φυσικού αερίου (το έκανε η Ελλάδα που από το 1987 σχεδίασε να αποθηκεύσει φυσικό αέριο στη Ρεβυθούσα όταν η Γερμανία δεν σχεδίαζε επαρκείς αποθηκευτικούς χώρους). Να εξαντλήσουν τη δυνατότητα αναζήτησης νέων ενεργειακών πόρων. Και, τέλος, να αναζητήσουν εναλλακτικές πηγές ενέργειας, διαδικασία που έστω και όψιμα επιτάχυνε η Ε.Ε., συνειδητοποιώντας την ανάγκη για ενεργειακό μετασχηματισμό προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας εν όψει των πολλαπλά αρνητικών συνεπειών της κλιματικής αλλαγής. Έκαναν ωστόσο πολύ λίγα και πολύ αργά (too little, too late), όπως λένε οι Αγγλοσάξονες…

ΣΗΜΕΡΑ, κάθε ευρωπαϊκή χώρα πράττει αυτό που θεωρεί ότι είναι προσφορότερο για τα συμφέροντά της. Η Πολωνία, η Βουλγαρία, αλλά και η Ελλάδα επαναφέρουν την παραγωγή ενέργειας με χρήση του ρυπογόνου λιγνίτη. Η Γαλλία, που έχει ήδη υψηλή παραγωγή ενέργειας από πυρηνικά εργοστάσια, προσανατολίζεται στην περαιτέρω αύξησή της. Και όλες οι χώρες εισάγουν περισσότερο LNG από τις ΗΠΑ, την Αλγερία και το Αζερμπαϊτζάν. Την ίδια ώρα, η προσπάθεια της Κομισιόν για περιορισμό της κατανάλωσης με οριζόντιο τρόπο (-15% στην κατανάλωση φυσικού αερίου) βρίσκει την αντίδραση του ευρωπαϊκού Νότου. Παράλληλα, η πτώση του Μάριο Ντράγκι είναι πιθανό να κλιμακώσει την επιθυμία των Ευρωπαίων πολιτών για λήξη του πολέμου στην Ουκρανία το ταχύτερο δυνατό και την έναρξη διαπραγματεύσεων για την εξεύρεση βιώσιμης λύσης, καθώς η συνέχιση των επιχειρήσεων δεν πλήττει τον Πούτιν, αλλά απειλεί με οικονομική ύφεση την Ευρώπη. Ωστόσο, η δρομολόγηση οποιασδήποτε άλλης διαδικασίας θα απαιτήσει την αλλαγή στάσης από μέρους των ΗΠΑ που συνεχίζουν να ανταποκρίνονται στα αιτήματα των Ουκρανών για χορήγηση εξοπλισμών για να πολεμούν κατά των Ρώσων. Προσώρας, τουλάχιστον, αφού η πανουργία της Ιστορίας συχνά επιφυλάσσει απροσδόκητες εξελίξεις…

*Οικονομολόγος

Πηγή: naftemporiki.gr