Του Παναγιώτη Γεννηματά
Στο βηματισμό της ιστορίας των νεοτέρων χρόνων οι κατά καιρούς σημειούμενες επαναστάσεις των ευρωπαϊκών νεοτερικών κοινωνιών ακολουθούνται από αντεπαναστάσεις και παλινορθώσεις. Καμία ριζοσπαστική διαδικασία της συγκεκριμένης περιόδου που δικαιούται το χαρακτηρισμό “επαναστατική” δεν κατόρθωσε να επιβάλει εφ΄άπαξ και ολοκληρωτικά τον αμιγή κατάλογο των αιτημάτων της και να αποφύγει την αντεπίθεση των δυνάμεων της ιστορικής αδράνειας που επεχείρησε να ανατρέψει, πλην ίσως της αμερικανικής.
Επαναστάσεις ανατρεπτικές προνεοτερικών μορφών εξουσίας έγιναν βεβαίως και εκτός Ευρώπης (Κίνα, Ιαπωνία, Νότιος Αμερική). Αλλά και στις περιπτώσεις αυτές πρόκειται για εξαγωγή της ίδιας της ευρωπαϊκής πολιτικής νεοτερικότητας. Η εγκατάσταση αστικού ή αστικόμορφου συστήματος κοινωνικοπολιτικής εξουσίας είναι ταυτόσημη άλλωστε με την έννοια του πολιτικού μοντερνισμού.
Από την αγγλική επανάσταση των προτεσταντών του Κρόμγουελ εναντίον της βασιλικής δυναστείας των Στιούαρτ στα μέσα του 17ου αιώνα, μέχρι τις αλλεπάλληλες γαλλικές επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις από το 1789 μέχρι το 1871, ο αγώνας των προφυλακών των νέων κοινωνικών δυνάμεων, των “παραγωγικών δυνάμεων” που ασφυκτιούσαν μέσα στο παλαιό σύστημα οικονομικοκοινωνικής τάξης και πολιτικής κυριαρχίας, τελειώνει κατά κανόνα με την εγκαθίδρυση ενός καινούργιου “καλλίτερου”, δικαιότερου, πιο εκσυγχρονισμένου συστήματος κυριαρχίας που ενσωματώνει πιο ισόρροπα και συναινετικά τα νέα ιστορικά προτάγματα και ανασυγκροτεί τους συσχετισμούς εξουσίας μέσα σε νέα διευρυμένα θεσμικά μορφώματα λαϊκής συμμετοχής.
Εθνική ανεξαρτησία
Η ελληνική επανάσταση του 1821 είναι κι αυτή εξέγερση κοινωνικοπολιτική. Σύμφωνα με το επίσημο εθνικό αφήγημα που έχει από την απελευθέρωση παραχθεί και τύχει από τους ακαδημαϊκούς ιστορικούς επανειλημμένης μέχρι σήμερα ιστορικής επεξεργασίας, έχει ταυτοποιηθεί ως επανάσταση αμιγώς εθνικής ανεξαρτησίας. Ο προβληματισμός για τον σύστοιχο πολιτικοκοινωνικό της χαρακτήρα έχει περάσει στο ιστοριογραφικό περιθώριο. Αλλά καμία επανάσταση για την κατάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας ενός αυτονομούμενου λαού δεν είναι απαλλαγμένη από ενδογενή προτάγματα συνολικής κοινωνικοπολιτικής αναμόρφωσης του συστήματος εξουσίας. Ως προς αυτό η επανάσταση του 1821 δεν υστερούσε. Ήταν επομένως και αυτή κοινωνικοπολιτική.
Το στοιχείο όμως που προκαλούσε την επαναστατική αντίδραση σε όλες τις βαλκανικές και μεσογειακές κοινωνίες που είχαν από τα τέλη του 17ου αιώνα διασυνδεθεί με την εμπορικά επεκτεινόμενη ευρωπαϊκή οικονομία ήταν ο δεσποτικός, αυθαίρετος και δυσπροσαρμοστικός χαρακτήρας του απολυταρχικού καθεστώτος υπό το οποίο διατελούσαν. Η εθνοπολιτισμική ταυτότητα του κυριάρχου ως οθωμανική και μουσουλμανική απλώς επιχρωμάτιζε πολιτισμικά τον δεσποτισμό της εξουσίας προσδίδοντάς του μια ανεπίκαιρη πλέον χροιά “βαρβαρικού” πολιτισμικού εξωτισμού.
Ο οθωμανικός δεσποτισμός των αρχών του 19ου αιώνα, εναντίον του οποίου εξηγέρθησαν οι νεοέλληνες μαζί πρωτίστως με τους σέρβους, δεν ήταν ίσως ούτε ελαφρότερος ούτε βαρύτερος του τσαρικού δεσποτισμού στην ομόδοξη Ρωσία, όπου κι εκεί οι νεοτερικοί “Δεκεμβριστές” δεν άργησαν, παρακινημένοι πιθανόν κι αυτοί από το ελληνικό παράδειγμα, να αρθρώσουν επαναστατικά την πολιτική τους διαμαρτυρία (1825). Το ζήτημα αξίζει να μελετηθεί περισσότερο. Ενδεχομένως για τους προστατευόμενους από την ίδια την Ρωσία, σύμφωνα με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774), ορθόδοξους Έλληνες εμπόρους η ελευθερία οικονομικής δράσης να ήταν επαρκής για τον άνετο πλουτισμό που η ιστορία έχει καταγράψει. Δεν συνοδευόταν όμως από πολιτικές εγγυήσεις για τη παραγωγική διαχείριση και απόλαυσή του.
Όλες οι επαναστάσεις των αρχών του 19ου αιώνα, εμπνεόμενες από τις αρχές του ευρωπαϊκού διαφωτισμού και κινούμενες προς κοινούς πολιτικοοικονομικούς στόχους, ήσαν εξεγέρσεις εναντίον της αναχρονιστικής απολυταρχίας που στερούσε από τους λαούς τα νέα περιθώρια ελευθερίας που η γαλλική επανάσταση είχε κατοχυρώσει. Οι διακηρύξεις της ελληνικής επανάστασης, όπως έχουν διατυπωθεί και στα τρία επαναστατικά συντάγματα, προδήλως το πιστοποιούν.
Οι Έλληνες που επανεστάτησαν, (γιατί δεν επανεστάτησαν ασφαλώς ούτε όλοι οι Έλληνες, ούτε συμμερίστηκαν όλοι τους επαναστατικούς σκοπούς με την ίδια προθυμία. Ένα σημαντικό μέρος των εθνικών ηγετικών δυνάμεων απλώς “εσύρθη” στον αγώνα για της ελευθερία), το έπραξαν λοιπόν εν ονόματι ενός ορισμένου τύπου πολιτικής κυριαρχίας. Ενός συστήματος εξουσίας περιοριζόμενης από συνταγματικής μορφής δεσμεύσεις, το πρότυπο των οποίων καθιερώθηκε από την αμερικανική και τη γαλλική επανάσταση. Η ασυμβατότητα προς αυτό το νεοτερικό πρότυπο ήταν που καθιστούσε την παραδοσιακή, “ανατολικού τύπου” οθωμανική απολυταρχία ανυπόφορη και απεχθή. Η πολιτική σύγκριση που προέκυψε από την εμπειρία της ελληνικής διασποράς εξέθρεψε την εθνική πνευματική και ένοπλη εξέγερση.
Κατά το διάστημα του ελληνικού επαναστατικού αγώνα ο προσανατολισμός των αγωνιζομένων προς το αγγλογαλλικό φιλελεύθερο πολιτειακό πρότυπο κατ’ ουσίαν δεν αμφισβητήθηκε. Οι διαστάσεις συμφερόντων και απόψεων στο ηγετικό συγκρότημα των εμπολέμων δεν επεκτάθηκε στη μελλοντική δόμηση των θεσμών. Η επανάσταση δεν πλαισιωνόταν από δεξαμενή διανόησης ικανή για θεωρητικές αμφισβητήσεις. Η προτεραιότητα εξ άλλου των λαφύρων περιόριζε την ορατότητα των εμπολέμων.
Επανάσταση κι αντεπανάσταση
Ο πειρασμός της αντεπαναστατικής αντίδρασης ως προς τη δομή της εξουσίας και τη μορφή του πολιτεύματος μεταξύ των επαναστατών ήρθε απ’ έξω. Εμφανίζεται αμέσως μετά την παύση πυρός που επέφερε η ναυμαχία του Ναβαρίνου και ιδιαίτερα κατά την ανάληψη της εξουσίας από τον επιλεγέντα νέο κυβερνήτη που οι ίδιοι οι Έλληνες ελεύθερα εξέλεξαν, και παραδόξως χωρίς εξωγενή επηρεασμό, κατά την Γ΄ Εθνική Συνέλευση της Τροιζήνας το προηγούμενο έτος (1827).
Η 18η Ιανουαρίου 1828 αποτελεί ακριβώς την αντίστοιχη “18η του Brumaire του Ναπολέοντα Βοναπάρτη” στη Γαλλία, που έκλεισε τον κύκλο της Γαλλικής Επανάστασης επιβάλλοντας το αυταρχικό καθεστώς της ναπολεόντειας υπατείας. Η πραξικοπηματική αναίρεση του Συντάγματος της Τροιζήνας, δυνάμει του οποίου ο κυβερνήτης είχε κληθεί να αναλάβει τα εθνικά του καθήκοντα, συνιστά μια οιονεί αντεπανάσταση που με τη συνεργασία της παραπλανημένης και εκβιαζόμενης εκπρόθεσμης συνταγματικής εθνοσυνέλευσης του 1827 επανέφερε την πολιτική διαδικασία στην προγενέστερη, προεπαναστατική τροχιά της πολιτικής δεσποτείας, εναντίον της οποίας οι Έλληνες είχαν επαναστατήσει, υπό το δολερό αυτή τη φορά προσωπείο της “πεφωτισμένης”.
Η αδυναμία αυτής της τελευταίας να επιβληθεί επέτεινε την πεποίθηση των προστάτιδων δυνάμεων ότι ο συνταγματισμός δεν ήταν άμεσα εφαρμόσιμος στην κηδεμονευόμενη νεοελληνική ανεξαρτησία και ότι ο τόπος χρειαζόταν ακόμη μια περίοδο απολυταρχικής επανεκπαίδευσης, με τη μορφή αυτή τη φορά της μοναρχίας που εξακολουθούσε να επικρατεί στην μεταναπολεόντεια και ελεγχόμενη ακόμη από την “Ιερά Συμμαχία” βασιλευόμενη Ευρώπη.
Η οθωνική μοναρχία που εγκαθίσταται το 1832 αντιστοιχεί στη φάση της μετεπαναστατικής παλινόρθωσης της απολυταρχίας. Η αποκατάσταση της τάξης επέτρεψε την έναρξη θεμελίωσης του κρατικού οικοδομήματος. Η οθωνική απολυταρχία τυπικά διάρκεσε μέχρι το 1843, όταν το πραξικόπημα της 3ης Σεπτεμβρίου επανέφερε το πολίτευμα στην συνταγματική τροχιά που διεκόπη με την άφιξη του κυβερνήτη και επανασυνέδεσε την πολιτική ζωή με την επαναστατική παράδοση των συνταγμάτων του αγώνα. Η σχετική συνταγματική ολοκλήρωση επήλθε βεβαίως στην Ελλάδα με την αλλαγή δυναστείας και με το σύνταγμα του 1864. Η απόλυτη όμως ολοκλήρωση επιτεύχθηκε μόνο το 1974 με την οριστική κατάργηση του θεσμού της βασιλείας.
Πηγή: slpress.gr