Επενδυτική δυναμική παρά τις διεθνείς συνθήκες αβεβαιότητας… Του Παναγιώτη Καπόπουλου

252

Του Παναγιώτη Καπόπουλου*

H ενεργειακή κρίση και η παρατεταμένη αβεβαιότητα έχουν επιδεινώσει σημαντικά τις προοπτικές των ευρωπαϊκών οικονομιών. Τα κράτη-μέλη, ωστόσο, δεν επηρεάζονται στον ίδιο βαθμό για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, λόγω της διαφορετικής διάρθρωσης του ενεργειακού εφοδιασμού τους και του διαφορετικού βαθμού ενεργειακής εξάρτησης των βιομηχανιών τους. Δεύτερον, εξαιτίας των διαφορετικών «περιθωρίων» μεταξύ των χωρών, για άσκηση επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής. Τρίτον, λόγω του διαφορετικού βαθμού ευαισθησίας των δαπανών εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους στην αυξητική πορεία των επιτοκίων, στo πλαίσιο της αντιμετώπισης των πληθωριστικών πιέσεων.

Η συγκριτική διερεύνηση συνεπώς των επιδράσεων της κρίσης επί του επιχειρηματικού τομέα προϋποθέτει την ανάλυση των τριών ανωτέρω παραγόντων. Η Ευρώπη και κυρίως η γερμανική οικονομία ήταν άμεσα ενεργειακά εξαρτημένες από τη Ρωσία, ιδιαίτερα στο φυσικό αέριο, που αποτελεί και την κυριότερη ενεργειακή πηγή για τα νοικοκυριά, αλλά κυρίως για τη βιομηχανία. Η ραγδαία αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου συμπαρέσυρε και τις τιμές του ηλεκτρισμού, έχοντας σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο στη γερμανική οικονομία που αποτελεί την ατμομηχανή της Ζώνης του Ευρώ, με αποτέλεσμα να εκτιμάται ότι θα οδηγηθεί σε συρρίκνωση το 2023. Η αγορά εργασίας όμως παραμένει εύρωστη, ενώ στον βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, τόσο τα δημοσιονομικά προγράμματα στήριξης όσο και η μέτρια αποκλιμάκωση των τιμών του φυσικού αερίου, αναμένεται να ενισχύσουν, ελαφρώς, τη συνολική κατανάλωση και την παραγωγή.

Στη χώρα μας η ισχυρή δυναμική της οικονομικής μεγέθυνσης κατά το πρώτο εννεάμηνο που έφθασε το 5,9% σε σύγκριση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (4,0%) αντανακλά την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας στις αντίξοες διεθνείς συνθήκες, όπως προσδιορίζονται από τις συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία, τις διαταραχές της εφοδιαστικής αλυσίδας και τις πληθωριστικές πιέσεις στην ενέργεια και τα τρόφιμα, καθώς υποστηρίζεται από τη θεαματική αναζωογόνηση του ελληνικού τουρισμού, τη σημαντική αύξηση των άμεσων ξένων επενδύσεων και τη μείωση της ανεργίας.

Η οικονομική μεγέθυνση κατά τους πρώτους εννέα μήνες του τρέχοντος έτους, στηρίχθηκε πρωτίστως στην υψηλή ροπή για κατανάλωση, ως αποτέλεσμα της μεταπανδημικής ευφορίας, και τις ταξιδιωτικές εισπράξεις, ενώ έντονα θετική ήταν και η συμβολή των επενδύσεων. Αντίθετα, η αύξηση των εισαγωγών, πρωτίστως των αγαθών, αντιστάθμισε σε σημαντικό βαθμό την άνοδο της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας. Η εξέλιξη αυτή αντανακλά ένα δομικό στοιχείο της ελληνικής οικονομίας. Η αύξηση της εγχώριας καταναλωτικής και επενδυτικής ζήτησης γρήγορα μεταφράζεται σε έλλειμμα στο ισοζύγιο των τρεχουσών συναλλαγών, καθώς αυξάνεται ταχύτερα η ζήτηση για εισαγωγές, τόσο καταναλωτικών προϊόντων όσο και κεφαλαιουχικών αγαθών για την υλοποίηση των επενδυτικών σχεδίων.

Η ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας το 2023 σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες εδράζεται στο γεγονός ότι έχει ταχύτατα μειώσει την εξάρτησή της από το ρωσικό φυσικό αέριο, η βιομηχανία της είναι λιγότερο ενεργοβόρα, ενώ παράλληλα η ελληνική κυβέρνηση εφάρμοσε μία σειρά δημοσιονομικών μέτρων για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης. Εκτός από τον σημαντικό δημοσιονομικό χώρο που αξιοποίησε η ελληνική κυβέρνηση, η Ελλάδα είχε ένα ακόμη πλεονέκτημα, απότοκο της περιόδου των προγραμμάτων προσαρμογής της περασμένης δεκαετίας: η ανοδική φάση του κύκλου των επιτοκίων βρήκε το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού δημόσιου χρέους να συνδέεται με σταθερά και σχετικά χαμηλά επιτόκια, με μεγάλη μέση διάρκεια.

Το σημαντικότερο στοιχείο, ωστόσο, για την αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας σε αυτό το αντίξοο περιβάλλον συνδέεται με τη δυναμική της επενδυτικής δαπάνης. Συγκεκριμένα, τα τελευταία έτη παρατηρείται μία ισχυρή ανοδική δυναμική στις Αμεσες Ξένες Επενδύσεις, οι οποίες αναμένεται να σημειώσουν νέο ρεκόρ το 2022, ενώ το 2021 ήταν στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 20 ετών, ως ποσοστό του ΑΕΠ. Η εξέλιξη αυτή ήταν εν πολλοίς το αποτέλεσμα της αξιοσημείωτης βελτίωσης του επιχειρηματικού περιβάλλοντος τα τελευταία χρόνια, κυρίως χάρη σε αρκετά διαρθρωτικά μέτρα και τις μειώσεις των φορολογικών συντελεστών. Η βελτίωση αυτή απεικονίζεται σε σημαντικό βαθμό και στην έκθεση του EIU όπου η Ελλάδα έχει βελτιώσει τη θέση της μεταξύ 82 οικονομιών, κινούμενη ανοδικά κατά 16 θέσεις στη σχετική κατάταξη. Υπάρχουν ωστόσο σημαντικές μεταρρυθμίσεις που πρέπει να ολοκληρωθούν στο πεδίο της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας για την αντιμετώπιση των θεσμικών αδυναμιών που εκκρεμούν, όπως για παράδειγμα η επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης και των διαδικασιών επίλυσης διαφορών και ενός απλού και σταθερού φορολογικού καθεστώτος.

Ενας σημαντικός παράγοντας που περιορίζει σε κάποιο βαθμό τις αρνητικές επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης και υποστηρίζει την εκτίμηση για μία αυξανόμενη συμβολή των επενδύσεων στο μελλοντικό μείγμα μεγέθυνσης είναι η συνετή προσαρμογή του κόστους εργασίας στο τρέχον πληθωριστικό περιβάλλον που παρατηρείται, η οποία αφήνει σημαντικά περιθώρια στις επιχειρήσεις για να αντιμετωπίσουν την ενεργειακή κρίση, και διασφαλίζει ότι θα αποφευχθεί μία σπειροειδής εξέλιξη τιμών – μισθών.

Τέλος, το επόμενο έτος αναμένεται σημαντική ενίσχυση των επενδύσεων, τόσο μέσω του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων όσο και του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ), ύψους 8,3 και 7 δισ. ευρώ αντίστοιχα σύμφωνα με τον προϋπολογισμό του 2023. Παράλληλα, η βελτίωση των συνθηκών ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα σε συνδυασμό με την ικανότητα του τελευταίου να επιτύχει την άριστη κατανομή των κεφαλαίων του ΤΑΑ, αναμένεται να στηρίξει τη μελλοντική πιστωτική επέκταση προς την κατεύθυνση της χρηματοδότησης επενδυτικών σχεδίων, αυξάνοντας έτσι το σχετικό βάρος τους έναντι της χρηματοδότησης κεφαλαίων κίνησης.

*Ο κ. Παναγιώτης Καπόπουλος είναι Chief Economist, Alpha Bank.

Πηγή: ot.gr