Της Αλεξάνδρας Παπαδημητρίου
Από τη διατάραξη της εφοδιαστικής αλυσίδας επί της Covid-19 μέχρι την κρίση στην Ερυθρά Θάλασσα, τις γεωπολιτικές εξελίξεις και τις κατά τόπους αναταραχές – όπως πρόσφατα στο Μπαγκλαντές – η διάθεση προϊόντων στην ελληνική αγορά πέρασε διά πυρός και σιδήρου.
Αφενός λόγω της εκτόξευσης του κόστους των εμπορευμάτων ή του μεγαλύτερου χρόνου παράδοσης αφετέρου λογω της αλλαγής των αγοραστικών συνθηκών και της μαζικής στροφής προς το ηλεκτρονικό εμπόριο.
Σήμερα, το 7% των παραδόσεων από ηλεκτρονικές αγορές στην Ελλάδα αφορούν προϊόντα από κινεζικά e-καταστήματα όπως τονίζει στον ΟΤ ο Μάκης Σαββίδης, αντιπρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Αθηνών, εκπρόσωπος για την Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Ηλεκτρονικού Εμπορίου (Ecommerce Europe) και αντιπρόεδρος του Ελληνικού Συνδέσμου Ηλεκτρονικού Εμπορίου (GR.EC.A).
«Κατά τη διάρκεια της πανδημίας είδαμε μεγάλη χρήση του ηλεκτρονικού εμπόριου και την εκτίναξη του αριθμού των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνταν στον κομμάτι αυτό – φτάσαμε στα 35.000 ηλεκτρονικά καταστήματα. Λόγω της αυστηροποίησης της ευρωπαϊκής νομοθεσίας με GDPR για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, με DSA και την ασφάλεια των προϊόντων και την ενσωμάτωσή τους στο εθνικό δίκαιο, το 85% των Ελλήνων απέκτησε εμπιστοσύνη στο ηλεκτρονικό εμπόριο», σχολιάζει.
Αυτή η σιγουριά οδήγησε στην ψευδαίσθηση του καταναλωτή ότι απ’ όπου και αν ψωνίσει από το εξωτερικό, θα ισχύει το ίδιο. «Δεν είναι όλες οι εταιρείες όμως που τηρούν τις κείμενες νομοθεσίες – και αν τις τηρούν αυτό συμβαίνει κατά ένα μέρος ή και κατά περίπτωση – με αποτέλεσμα στις πρώτες απόπειρες που έκαναν οι Έλληνες αγοραστές να παραλαμβάνουν μεν τα προϊόντα αλλά με χαμηλότερη ποιότητα στις υπηρεσίες. Η συνέχεια έπεται δυσοίωνη, καθώς τα προσωπικά δεδομένα των χρηστών θα εξελιχθούν στο ίδιο το προϊόν, που μπορεί να πωλείται και να μεταβιβάζεται, χωρίς φραγμό».
Ζήτημα τιμής
Η διαφορά τιμής είναι ένας βασικός παράγοντας που οδήγησε τους καταναλωτές στις κινεζικές πλατφόρμες, κάτι που προκύπτει καθώς υπόκεινται σε άλλο καθεστώς για εισαγωγές προϊόντων στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
«Δεν ζούμε κάτι πρωτόγνωρο», επισημαίνει ο κ. Σαββίδης. «Πριν από χρόνια ήταν το eBay, το Amazon και άλλα eshops από ανατολικές και βαλκανικές χώρες, που διέθεταν τα προϊόντα τους στην ελληνική αγορά – και τώρα έχουν δώσει τη θέση τους σε κινεζικές πλατφόρμες, από τη Shein και την Temu μέχρι την AliExpress και άλλες μικρότερες».
Το πόσο έχει διεισδύσει αυτή η καταναλωτική στροφή επί ευρωπαϊκού εδάφους, φαίνεται και από την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί και σε άλλες χώρες, όπως η Ολλανδία. Όπως τονίζει ο κ. Σαββίδης, εκεί τα κινεζικά marketplaces εμφανίζουν σαρωτικά ποσοστά – ακόμη και 57% – με αποτέλεσμα να κλείνουν τα εγχώρια ηλεκτρονικά καταστήματα και να μειώνεται η παραγωγή των προϊόντων που πωλούνται εκεί.
«Δεν είναι η πρώτη φορά που βιώνουμε ως οικονομία την είσοδο ξένων παικτών, τον κατακερματισμό της αγοράς και το κλείσιμο επιχειρήσεων. Πάντα θα υπάρχει κάτι άλλο που θα έρθει και οι ελληνικές επιχειρήσεις εμφανίζονται προβληματισμένες απέναντι σε οποιαδήποτε επέλαση», σχολιάζει στον ΟΤ ο Μάκης Σαββίδης.
Το πλήγμα
Το ερώτημα είναι εάν μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο στην ελληνική αγορά. «Ήδη έχουν κλείσει επιχειρήσεις όπως το afasia.gr με έδρα την Πάτρα, το οποίο διέθετε τα ίδια προϊόντα από τα ίδια εργοστάσια με τις κινεζικές πλατφόρμες, σε άλλες όμως τιμές», εξηγεί ο αντιπρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου.
«Πάντα θα υπάρχει κάτι άλλο που θα έρθει και οι ελληνικές επιχειρήσεις εμφανίζονται προβληματισμένες απέναντι στην ψηφιακή επέλαση. Όχι γιατί δεν τη θέλουν, αλλά γιατί χάθηκε το τρένο της έγκαιρης ψηφιοποίησης και της εξωστρέφειας. Το βασικότερο είναι πως όταν σχηματίζονταν από την κεντρική διοίκηση τα προγράμματα επιδοτήσεων, επικεντρώθηκαν στο πώς θα μετασχηματίζονταν οι αναλογικές υπηρεσίες των μικρομεσαίων επιχειρήσεων σε ηλεκτρονικές, γεγονός που επισήμανε εγκαίρως ο Σύνδεσμος Ηλεκτρονικού Εμπορίου που τόνισε την ανάγκη για το νέο ζητούμενο: το πώς θα αρχίσουμε να πουλάμε τα προϊόντα μας εκτός Ελλάδος».
Οι γέφυρες
Επί δεκαετίες εκατοντάδες επιχειρήσεις σταμάτησαν την παραγωγή τους επί ελληνικού εδάφους, μεταφέροντας τη δραστηριότητα της μεταποίησης -φασόν- στην Ανατολική Ευρώπη και μέσα στο πέρασμα του χρόνου και σε άλλες χώρες της Ασίας.
Η επέλαση των κινεζικών προϊόντων όμως ήταν αυτή που έφερε τεκτονικές αλλαγές στον εμπορικό χάρτη της χώρας, «εξαφανίζοντας» αρκετές εγχώριες επιχειρήσεις και φέρνοντας νέα δεδομένα στο εμπόριο – όχι πάντοτε αρνητικά, όπως αποδεικνύουν εκείνοι που επιβίωσαν και μάλιστα βγήκαν πιο δυνατοί.
Έστησαν γέφυρες με τον «ασιάτικο γίγαντα», και βρήκαν προμηθευτές που τους βοήθησαν να πλασάρουν προϊόντα σε ανταγωνιστικό κόστος, όπως η Jumbo του Απόστολου Βακάκη και αρκετές εταιρείες ένδυσης αλλά και ηλεκτρονικών ειδών.
«Η επιλογή της Κίνας από ελληνικές επιχειρήσεις δεν είναι τυχαία, καθώς υπάρχει πολύ καλή ροή του logisitics από εκεί προς τα εδώ», σχολιάζει ο κ. Σαββίδης. «Και βέβαια είναι καλά μελετημένη. Εάν για παράδειγμα εταιρείες ένδυσης σχεδιάζουν στην Ελλάδα τα ρούχα τους, δίνουν τις προδιαγραφές στον παραγωγό τους και τελικά την προστιθέμενη αξία την καρπώνεται η κάθε ελληνική επιχείρηση, η οποία και θα φορολογηθεί και θα έχει ικανοποιημένους εργαζόμενους, σημαίνει πως έχει γίνει σωστά γι’ αυτό και έχουν επιτυχία», συμπληρώνει αναφερόμενος στις μάρκες Lynne και BSB της οικογένειας Μπιθαρά, στην Bill Cost συμφερόντων Κωσταρίδη και στην Funky Buddha της Altex SA.
Πηγή: ot.gr