Του Πάνου Τσακλόγλου*
Ο πόλεμος στην Ουκρανία – ο μεγαλύτερος στην ήπειρό μας εδώ και 80 χρόνια – οδήγησε σε απότομη και μεγάλη αύξηση τιμών ιδίως στους τομείς της ενέργειας και, σε μικρότερο βαθμό, των τροφίμων. Η διάρκεια, η έκταση και η έκβαση του πολέμου είναι αποφασιστικής σημασίας αφενός για το μέγεθος των οικονομικών επιπτώσεων τόσο στην Ελλάδα όσο και στην ΕΕ και αφετέρου για τον χαρακτήρα των εθνικών ή/ και των ευρωπαϊκών πολιτικών στήριξης της οικονομίας.
Η Ελλάδα είναι καθαρός εισαγωγέας ορυκτών καυσίμων, των οποίων οι τιμές έχουν αυξηθεί κατακόρυφα.
Την τριετία 2015-2017 η χώρα ξόδεψε λιγότερο από 2% του ΑΕΠ σε καθαρές εισαγωγές ενέργειας. Το ποσοστό αυτό αυξήθηκε σε σχεδόν 2,5% τη διετία 2018-2019, ενώ σύμφωνα με διαθέσιμες προβλέψεις, φέτος θα ξεπεράσει αρκετά το 6%. Τι σημαίνει αυτό; Ότι, των άλλων παραγόντων παραμενόντων σταθερών, φτωχύναμε σαν χώρα.
Μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν. Η εισαγόμενη ενεργειακή ακρίβεια δεν μπορεί να καταργηθεί με έναν νόμο και ένα άρθρο. Η κυβέρνηση αντιμετωπίζει αυτή τη νέα κρίση εξωγενούς προέλευσης και επιχειρεί να απορροφήσει μέρος του αυξημένου ενεργειακού κόστους, με στόχευση στις πλέον ευάλωτες ομάδες, μην παραγνωρίζοντας την αλήθεια. Το κόστος αυτών των πολιτικών θα το επωμισθεί είτε η τωρινή γενιά αν η χρηματοδότησή του γίνει μέσω αυξημένης φορολογίας είτε η επόμενη αν γίνει μέσω δανεισμού. Η στήριξη επιχειρήσεων και νοικοκυριών – ιδίως των πλέον ευάλωτων – είναι αναγκαία, αλλά το ύψος του δημοσίου χρέους καθιστά εξίσου αναγκαία τη συνετή διαχείριση των δημοσίων οικονομικών.
Η απάντηση στην αύξηση του ενεργειακού κόστους πρέπει να κινηθεί σε τρεις άξονες, (α) σε στοχευμένα μέτρα να στηρίξουμε τα πιο ευάλωτα νοικοκυριά χωρίς να διογκώσουμε δυσανάλογα ελλείμματα και χρέος, (β) Να συνεχίσουμε τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και την άσκηση αναπτυξιακών πολιτικών που αυξάνουν με βιώσιμο τρόπο το βιοτικό επίπεδο και τα εισοδήματα των νοικοκυριών. (γ) Να επιταχύνουμε την απεξάρτηση της χώρας από τα εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα και να αξιοποιήσουμε γρηγορότερα τις ανεξάντλητες πηγές ενέργειας, του ήλιου και του ανέμου, που με περίσσια γενναιοδωρία προίκισε τον τόπο μας η φύση.
Κατά τη διετία της πανδημίας δαπανήθηκαν από το κράτος 43 δισ. ευρώ – κυρίως μέσω δανεισμού – για να κρατήσουμε όρθιο τον παραγωγικό ιστό της χώρας. Τα αποτελέσματα ήταν θετικά. Το 2021 η οικονομία ανέκαμψε θεαματικά και η ανεργία συνέχισε την πτωτική της πορεία.
Όμως η δυνατότητα άσκησης επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής δεν είναι ανεξάντλητη, ιδίως σε μια οικονομία με αναλογία δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ όπως η ελληνική.
Ειδικά για το ασφαλιστικό σύστημα, οι επιπτώσεις του πολέμου – εφόσον αυτός οδηγεί σε χαμηλότερο ρυθμό ανάπτυξης – είναι, σίγουρα, αρνητικές. Αν κάτι μάθαμε από τα επώδυνα οικονομικά σεμινάρια της προηγούμενης δεκαετίας είναι πως οι συντάξεις και μισθοί είναι μεγέθη αλληλοεξαρτώμενα, πως η υγεία του ασφαλιστικού εξαρτάται από την υγεία της οικονομίας και αντίστροφα, και ότι τελικά η μόνη πολιτική που αυξάνει μακροχρονίως με βιώσιμο τρόπο το βιοτικό επίπεδο συνταξιούχων και εργαζομένων δεν είναι οι πολιτικές της αναδιανομής της φτώχειας αλλά οι αναπτυξιακές πολιτικές που αυξάνουν την πίτα της οικονομίας.
Αν, όπως όλοι ευχόμαστε, ο πόλεμος στην Ουκρανία τελειώσει σύντομα, ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης μπορεί να είναι χαμηλότερος των αρχικών προβλέψεων, αλλά ιδιαίτερα ικανοποιητικός. Μακροχρονίως, ο μετασχηματισμός του παραγωγικού μοντέλου της οικονομίας – στον οποίο παραμένει αταλάντευτα δεσμευμένη η κυβέρνηση – και ο οποίος προϋποθέτει μεταρρυθμίσεις και δημοσιονομική υπευθυνότητα είναι ο μόνος δρόμος για τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου εργαζομένων και συνταξιούχων.
*υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων