Digital News Report 2022
H διαΝΕΟσις δημοσιεύσει για πέμπτη συνεχόμενη χρονιά τα αποτελέσματα που αφορούν στην Ελλάδα από το Digital News Report 2022 του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης
Η ετήσια Έκθεση για την Ενημέρωση στο Διαδίκτυο (Digital News Report) του Ινστιτούτου Reuters για τη Μελέτη της Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης ξεκίνησε το 2012, με σκοπό να μελετάει τις ενημερωτικές συνήθειες των πολιτών 5 χωρών. Από τότε η έρευνα επεκτάθηκε σταδιακά και πλέον, το 2022, υλοποιείται σε 46 χώρες. Η Ελλάδα περιλαμβάνεται στο δείγμα της έρευνας από το 2016 και η διαΝΕΟσις δημοσιεύει για πέμπτη συνεχόμενη χρονιά τα βασικά ευρήματα που αφορούν τη χώρα μας, για τα οποία γράφει ο ερευνητικός συνεργάτης του Ινστιτούτου Reuters Αντώνης Καλογερόπουλος*.
Τα στοιχεία βασίζονται σε μια μεγάλη διαδικτυακή δημοσκόπηση δείγματος μεγαλύτερου των 2.000 ατόμων ανά χώρα. Το δείγμα είναι αντιπροσωπευτικό του πληθυσμού κάθε χώρας που διαθέτει σύνδεση στο διαδίκτυο (στην Ελλάδα το ποσοστό είναι 78%) και όχι αντιπροσωπευτικό του συνολικού πληθυσμού. Στην Ελλάδα το δείγμα φέτος ήταν 2.004 άτομα.
H δημοσκόπηση πραγματοποιήθηκε από τα τέλη του Ιανουαρίου μέχρι τις αρχές Φεβρουαρίου του 2022. Κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου στην επικαιρότητα βρισκόταν η επικράτηση της μετάλλαξης Όμικρον. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ξεκίνησε όταν η έρευνα είχε ήδη ολοκληρωθεί. Περισσότερες πληροφορίες για την έρευνα, το ερωτηματολόγιο και τη μεθοδολογία της υπάρχουν στην κεντρική σελίδα της έκθεσης.
Η φετινή έκθεση έχει ως θέμα τον κυνισμό των Ελλήνων απέναντι στη δημοσιογραφία και τα μέσα ενημέρωσης καθώς και τους τρόπους με τους οποίους οι νεότεροι σε ηλικία χρήστες του διαδικτύου βρίσκουν και διαβάζουν ειδήσεις.
1. Κυνισμός και εμπιστοσύνη απέναντι στα μέσα ενημέρωσης
Από τις απαντήσεις των χρηστών σχετικά με την εμπιστοσύνη στις ειδήσεις, βλέπουμε πως η Ελλάδα βρίσκεται σε σχετικά χαμηλά επίπεδα σε σχέση με τις άλλες χώρες που συμμετέχουν στην έρευνα, με μόνο το 27% του δείγματος να λέει πως εμπιστεύεται “τις περισσότερες ειδήσεις τις περισσότερες φορές”.
Η Ελλάδα βρίσκεται παραδοσιακά χαμηλά στην εμπιστοσύνη στις ειδήσεις. Κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης της πανδημίας, πάντως, η εμπιστοσύνη ανέβηκε στην Ελλάδα όπως και στις περισσότερες χώρες της έρευνας. Αλλά συνολικά, φέτος η εμπιστοσύνη έπεσε κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες.
Κοιτάζοντας την εμπιστοσύνη στις ειδήσεις διαχρονικά από το 2016 που διεξάγεται η έρευνα στην Ελλάδα, με γνώμονα και τον πολιτικό προσανατολισμό των ερωτηθέντων, βλέπουμε πως τα τελευταία χρόνια η πολιτική πόλωση έχει επηρεάσει και τη σχέση των πολιτών με τα ΜΜΕ. Για τις ανάγκες αυτού του γραφήματος, χωρίσαμε τους ερωτηθέντες σε “αριστερούς”, “κεντρώους” και “δεξιούς” με βάση το πώς τοποθετούν τον εαυτό τους στον πολιτικό άξονα. Αν και ήδη από το 2016 υπήρχαν χαμηλά επίπεδα εμπιστοσύνης στις ειδήσεις και από τις τρεις ομάδες, το 2022 βλέπουμε μεγαλύτερες διαφορές. Πιο συγκεκριμένα, ενώ ανάμεσα στους “αριστερούς” ερωτηθέντες υπήρχε μια μικρή πτώση (από 18% σε 16%) παρατηρούμε άνοδο της εμπιστοσύνης στους “κεντρώους” (από 22% στο 30%) και στους “δεξιούς” ερωτηθέντες (από 24% σε 42%). Έτσι οι 6 ποσοστιαίες μονάδες εμπιστοσύνης που χώριζαν αριστερούς και δεξιούς ερωτηθέντες το 2016 έγιναν 26 το 2022, αντανακλώντας την πολιτική αντιπαράθεση γύρω από τα ΜΜΕ μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης τα τελευταία χρόνια.
Ο ρόλος της πολιτικής πόλωσης στην εμπιστοσύνη στις ειδήσεις δεν συναντάται μόνο στην Ελλάδα. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι ΗΠΑ, όπως φαίνεται στο γράφημα 3. Το 2015, η εμπιστοσύνη στις ειδήσεις ήταν υψηλότερη στους “αριστερούς” ερωτηθέντες κατά δέκα ποσοστιαίες μονάδες έναντι των “δεξιών” (35% έναντι 25%). Μετά τις προεδρικές εκλογές του 2016 ακολούθησαν πολλές επιθέσεις του πρόεδρου Τραμπ προς τα παραδοσιακά αμερικανικά ΜΜΕ. Το 2022 η εμπιστοσύνη των “αριστερών” Αμερικανών ερωτηθέντων βελτιώθηκε, φτάνοντας το 47%, ενώ η εμπιστοσύνη των “δεξιών” έπεσε στο 14%. Ένα διαφορετικό παράδειγμα είναι η Φινλανδία, μια χώρα με παραδοσιακά υψηλά ποσοστά εμπιστοσύνης στους θεσμούς και υψηλά επίπεδα αναγνωσιμότητας. Εκεί αν και υπάρχουν αυξομειώσεις στην εμπιστοσύνη στα ΜΜΕ τα τελευταία χρόνια, αυτές δεν επηρεάζονται καθόλου από τον πολιτικό προσανατολισμό των ερωτηθέντων.
Η αίσθηση διαφάνειας πίσω από την παραγωγή των ειδήσεων είναι μια από τις παραμέτρους που επηρεάζει την εμπιστοσύνη στις ειδήσεις. Στη φετινή έκθεση συμπεριλάβαμε ερωτήσεις σχετικά με πιθανές αθέμιτες επιρροές στο περιεχόμενο των ΜΜΕ από πολιτικά ή επιχειρηματικά κέντρα εξουσίας. Οι ερωτηθέντες κλήθηκαν να συμφωνήσουν ή να διαφωνήσουν με τις προτάσεις “Τα ΜΜΕ στη χώρα μου είναι κατά κύριο λόγο ελεύθερα από αθέμιτες πολιτικές επιρροές” και “Τα ΜΜΕ στη χώρα μου είναι κατά κύριο λόγο ελεύθερα από αθέμιτες επιχειρηματικές επιρροές”. Στα Γραφήματα 4 και 5 βλέπουμε τα ποσοστά των ερωτηθέντων που συμφωνούν με αυτές τις δύο προτάσεις ανά χώρα.
Σε καμία από τις 46 χώρες που συμπεριλήφθηκαν στην έρευνα το δείγμα δεν πιστεύει κατά πλειοψηφία πως τα ΜΜΕ είναι κατά κύριο λόγο ελεύθερα από αθέμιτες επιρροές. Στην Ελλάδα όμως μόλις το 7% και 8% του δείγματος πιστεύει πως τα ΜΜΕ είναι ελεύθερα από αθέμιτες πολιτικές ή επιχειρηματικές επιρροές, αντίστοιχα. Αυτά τα ποσοστά τη φέρνουν στην τελευταία θέση των 46 χωρών, ενώ δεν παρατηρήθηκαν ιδιαίτερες διαφορές στα ποσοστά της Ελλάδας με βάση το φύλο, την ηλικία, το επίπεδο εκπαίδευσης ή τον πολιτικό προσανατολισμό των ερωτηθέντων.
2. Νέοι/ες και διαδικτυακές ειδήσεις
Οι πολίτες νεαρής ηλικίας είναι μία από τις πιο ενδιαφέρουσες ομάδες για την παρατήρηση των ενημερωτικών τους συνηθειών. Οι περισσότεροι/ες χρήστες του διαδικτύου ηλικίας κάτω των 35 απέκτησαν σύνδεση στο διαδίκτυο ως ανήλικοι/ες και δεν έχουν αναμνήσεις από το τοπίο της ενημέρωσης πριν από την έλευση του διαδικτύου.
Οι διαφορετικές ενημερωτικές συνήθειες με βάση την ηλικία είναι διακριτές όταν εξετάζουμε ποια είναι η κύρια πηγή ενημέρωσης των ερωτηθέντων διαφορετικών ηλικιών (είτε στο διαδίκτυο είτε εκτός διαδικτύου) (Γράφημα 6). Οι ηλικίας κάτω των 35 επιλέγουν διαδικτυακές πηγές (74%) σε μεγαλύτερο βαθμό από τους ερωτηθέντες άνω των 35 (64%). Την “τηλεόραση” επιλέγει ως κύρια πηγή ενημέρωσης το 30% των άνω των 35 και μόλις το 18% των κάτω των 35, ενώ πολύ μικρά ποσοστά επιλέγουν το ραδιόφωνο και τον Τύπο ως την κύρια πηγή ενημέρωσής τους, ανεξαρτήτως ηλικίας. Εδώ είναι σημαντικό να αναφέρουμε πως οι ηλικιακές διαφορές στην επιλογή διαδικτυακών πηγών και τηλεόρασης θα ήταν ακόμα μεγαλύτερες αν είχαμε συμπεριλάβει και το ποσοστό των Ελλήνων που δεν έχουν σύνδεση στο διαδίκτυο, οι οποίοι είναι κατά κανόνα μεγαλύτερης ηλικίας.
Είναι σημαντικό όμως να δούμε και πώς βρίσκουν ειδήσεις στο διαδίκτυο οι ερωτηθέντες διαφορετικής ηλικίας. Όπως φαίνεται στο Γράφημα 7, οι ερωτηθέντες μεγαλύτερης ηλικίας είναι πιο πιθανό να βρίσκουν ειδήσεις στο διαδίκτυο πηγαίνοντας απευθείας στις ενημερωτικές ιστοσελίδες. Το 24% των άνω των 35 βρίσκει ειδήσεις κυρίως πηγαίνοντας απευθείας στις ενημερωτικές ιστοσελίδες, ενώ μόλις το 13% των νεότερων βρίσκει ειδήσεις με αυτό τον τρόπο. Οι νεότεροι χρήστες του διαδικτύου προτιμούν είτε να “τους βρίσκουν” οι ειδήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (34%, έναντι 25% για τους άνω των 35), είτε να ψάχνουν για θέματα της επικαιρότητας σε μηχανές αναζήτησης (34% έναντι 26% αντίστοιχα).
Δεδομένης της κεντρικής θέσης που έχουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στην ενημέρωση στην Ελλάδα, είναι ενδιαφέρον να δούμε ποιες πλατφόρμες χρησιμοποιούν οι χρήστες/τριες διαφορετικής ηλικίας. Ενώ το Facebook παραμένει η κύρια πλατφόρμα για ανάγνωση και σχολιασμό ειδήσεων και στις δύο ηλικιακές ομάδες, το ένα τρίτο (34%) των νεότερων σε ηλικία προτιμά να ενημερώνεται στο Instagram (έναντι του 18% ανάμεσα στους άνω των 35). Από την άλλη οι μεγαλύτεροι/ες σε ηλικία προτιμούν να ανταλλάσσουν συνδέσμους ειδήσεων ή να συζητούν την επικαιρότητα μέσω ανταλλαγής μηνυμάτων στο Viber.
Τέλος, παρατηρούμε ηλικιακές διαφορές στο ενδιαφέρον για διαφορετικά είδη ειδήσεων. Οι νεότεροι/ες σε ηλικία δείχνουν χαμηλότερο ενδιαφέρον για τα περισσότερα είδη ειδήσεων. Για παράδειγμα, μόλις το 40% των νέων κάτω των 35 ενδιαφέρεται για τις πολιτικές ειδήσεις -το αντίστοιχο ποσοστό στους άνω των 35 είναι 63%. Οι διαφορές είναι πιο περιορισμένες για άλλα είδη ειδήσεων, για θέματα που σχετίζονται με την κοινωνική δικαιοσύνη, τις κοινωνικές ανισότητες ή το lifestyle.
Συνοπτικά, οι νέοι/ες στην Ελλάδα δείχνουν χαμηλότερο ενδιαφέρον για τις πολιτικές εξελίξεις και τις ειδήσεις που σχετίζονται με αυτές. Η σχέση τους με την ενημέρωση είναι πιο παθητική σε σχέση με τις μεγαλύτερες ηλικίες. Είναι πιο πιθανό να πιστεύουν πως οι ειδήσεις “θα τους βρουν” σε πλατφόρμες όπως το Facebook και το Instagram και μοιάζουν λιγότερο πρόθυμοι να τις αναζητήσουν ενεργά. Επιπλέον, λίγοι νέοι και νέες πια ενημερώνονται κυρίως από την τηλεόραση. Οι διακρίσεις αυτές είναι σημαντικές. Μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ή των μηχανών αναζήτησης οι νεότεροι χρήστες έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να διαβάσουν ειδήσεις από εναλλακτικά μέσα ενημέρωσης ή προσωπικότητες του διαδικτύου. Όμως η ιεράρχηση των ειδήσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τις μηχανές αναζήτησης γίνεται από αλγόριθμους και όχι από δημοσιογράφους και αρχισυντάκτες/τριες. Αυτό έχει συνέπειες στην ποιότητα της ενημέρωσης. Όπως αποδεικνύεται, η αδιαμεσολάβητη ενημέρωση απευθείας από τις ενημερωτικές ιστοσελίδες σχετίζεται με καλύτερα επίπεδα ενημέρωσης για τις τρέχουσες εξελίξεις σε σχέση με τη “διαμεσολαβημένη” ενημέρωση μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Αυτό είναι πιθανόν να συμβαίνει λόγω της τεχνολογικής αρχιτεκτονικής των ΜΚΔ, που μπορεί να προκαλέσει αίσθηση κορεσμού από τις πολλές και ποικίλες πληροφορίες που συνυπάρχουν σε πλατφόρμες όπως τo Facebook.
*Αντώνης Καλογερόπουλος, επίκουρος καθηγητής επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ και ερευνητικός συνεργάτης του Ινστιτούτου Reuters για τη μελέτη της δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης