Των Δημήτρη Α. Ιωάννου – Χρήστου Α. Ιωάννου*
Ό όρος εξωστρέφεια απαντάται στην οικονομική θεωρία μόνο σπανίως και σποραδικά. Αντιθέτως είναι βασική έννοια της επιστήμης της ψυχολογίας. Καθόλου τυχαία λοιπόν στην ελληνική περίπτωση η έκφραση “εξωστρέφεια της οικονομίας” αποτελεί μετωνυμία της έννοιας “ανάπτυξη” και υποδηλώνει την διακαή επιθυμία εύρεσης ενός τρόπου διαφυγής από την δομική αστάθεια και την διαχρονική καχεξία της εθνικής παραγωγικής δομής.
Για “μικρές ανοιχτές οικονομίες” όπως η Ελλάδα ο βαθμός εξωστρέφειας τους, (με κριτήρια όπως το ποσοστό εξαγωγών ως προς το ΑΕΠ), είναι ισχυρά συναρτημένος με το επίπεδο εισοδήματός τους. Οι μικρές πλούσιες χώρες του ευρωπαϊκού βορρά ή οι μικρές χώρες της Ασίας με υψηλό κατά κεφαλήν εισόδημα παρουσιάζουν μεγάλα ποσοστά εξωστρέφειας.
Η Ελλάδα, με ποσοστό εξαγωγών ως προς το ΑΕΠ πλησίον του 55%, είναι λιγότερο εξωστρεφής και βρίσκεται στο επίπεδο, περίπου, της Πορτογαλίας. Εκείνο που την διαφοροποιεί από τις άλλες μικρές οικονομίες, -παρά την πρόοδο των τελευταίων ετών στην εξαγωγή αγαθών-, είναι το ιδιαίτερο βάρος της εξαγωγής υπηρεσιών από τις οποίες προσπορίζεται ναυτιλιακό και ταξιδιωτικό εισόδημα.
Ενώ, όμως, οι δύο αυτοί κλάδοι είναι πολύ σημαντικοί όχι μόνο για την εθνική οικονομία αλλά και για την ίδια την εθνική μας ταυτότητα, γεγονός είναι πως στον 21ο αιώνα, στην 4η βιομηχανική επανάσταση, η ανάπτυξη πρέπει να τροφοδοτείται, εκ παραλλήλου και από κάποιους άλλους κλάδους, στους οποίους σήμερα η χώρα μας είναι ιδιαίτερα αδύναμη.
Όλα εκείνα τα αγαθά και οι υπηρεσίες που εξάγονται ή εισάγονται, αλλά και όσα παράγονται και καταναλώνονται εγχωρίως σε τιμές που διαμορφώνονται σε διεθνές επίπεδο, είναι τα “διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά”. Πρόκειται για αγαθά διαφόρων ειδών αλλά ανάμεσά τους υπάρχει και μια κατηγορία η οποία τροφοδοτεί σήμερα την δυναμική της παγκόσμιας οικονομίας. Αφορά προϊόντα αδιάλειπτα εξελισσόμενης τεχνολογίας και γνώσης τα οποία, συνεπώς, περιέχουν υψηλή προστιθέμενη αξία. Για να γίνει μία εθνική οικονομία πραγματικά εξωστρεφής και να έχει δυναμικούς ρυθμούς σταθερής ανάπτυξης, τέτοια αγαθά πρέπει να δημιουργεί.
Γιατί όμως, αφού τα πράγματα είναι έτσι, δεν το κάνουν όλοι αυτό, δηλαδή να παράγουν τα συγκεκριμένα αγαθά ώστε να απολαμβάνουν την ανάπτυξη ζώντας μέσα στην ευημερία; Η απάντηση είναι απλή: δεν το κάνουν διότι δεν μπορούν. Η παραγωγή σε αυτούς τους κλάδους έχει κάποιες πολύ συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Αν θέλει να απλουστεύσει κάποιος μπορεί να πει πως, όσον αφορά την Ελλάδα, η ανάπτυξη των συγκεκριμένων κλάδων προϋποθέτει την ύπαρξη, αφ’ ενός μεν, μίας αναγκαίας συνθήκης (δηλαδή ενός αντικειμενικού παράγοντα), αφ’ ετέρου δε μίας ικανής συνθήκης (ενός υποκειμενικού παράγοντα).
Αναγκαία συνθήκη είναι η ύπαρξη των κατάλληλων μακροοικονομικών προϋποθέσεων όπου η παραγωγική δραστηριότητα στον τομέα των “διεθνώς εμπορευσίμων προϊόντων και υπηρεσιών” θα είναι πιο κερδοφόρα από ό,τι στον τομέα των “διεθνώς μη εμπορευσίμων”, (δηλαδή των κατασκευών, του λιανικού και χονδρικού εμπορίου και των υπηρεσιών που δεν μπορούν να αγοραστούν από το εξωτερικό -αλλά και του μη παραγωγικού και μη ανταποδοτικού δημοσίου).
Για να συμβαίνει κάτι τέτοιο θα πρέπει οι σχετικές τιμές των δύο κατηγοριών προϊόντων να “μεροληπτούν” προς την πλευρά των “διεθνώς εμπορευσίμων” κάτι που είναι η άλλη όψη της πραγματικής εξωτερικής ισοτιμίας του νομίσματος που χρησιμοποιείται στις συναλλαγές της εθνικής οικονομίας. Και δυστυχώς, η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία του (ελληνικού) ευρώ δεν είναι η καταλληλότερη για την προώθηση του αναπτυξιακού τομέα της ελληνικής οικονομίας. Επειδή, όμως, αυτό είναι κάτι που δεν μπορούμε να το αλλάξουμε θα πρέπει να το ξεχάσουμε.
Αντιθέτως, εκείνο που μπορούμε να επηρεάσουμε είναι άλλο: να υπάρχει στο εσωτερικό της χώρας όσο το δυνατόν λιγότερη “υπερβάλλουσα ζήτηση” σε σχέση με τις παραγωγικές δυνατότητές της. Και αυτό διότι η “υπερβάλλουσα ζήτηση” έχει το εξής αποτέλεσμα: αυξάνει τις τιμές των “διεθνώς μη εμπορευσίμων” κάνοντας πιο κερδοφόρα την παραγωγή τους σε σχέση με τα “διεθνώς εμπορεύσιμα”, καθιστώντας την ίδια στιγμή την οικονομία πιό ασταθή (αυτό ζήσαμε στην περίοδο 2000-2010).
Η δημοσιονομική «λιτότητα» που σημαίνει ισοσκελισμένος ή και πλεονασματικός προϋπολογισμός δεν είναι “τροχοπέδη” της ανάπτυξης αλλά αντίθετα, για μία “μικρή ανοιχτή οικονομία” σαν την ελληνική είναι αναγκαία συνθήκη.
Ικανή συνθήκη για την ανάπτυξη, από την άλλη, είναι να μπορείς να δημιουργείς τα αγαθά που βρίσκονται στο εκάστοτε “τεχνολογικό σύνορο”, να έχεις δηλαδή τις γνώσεις, τις δεξιότητες και την συλλογική ικανότητα προς τούτο.
Αυτό απαιτεί να υπάρχει ένα κατάλληλο παραγωγικό οικοσύστημα όπου, εν πρώτοις, το επιχειρείν θα μπορεί να εξελίσσεται ομαλά. Κάτι τέτοιο μάλλον δεν ισχύει για την Ελλάδα αφού η χώρα μας, σύμφωνα με σειρά διεθνών μελετών, μπορεί και να είναι, λειτουργικά, η χειρότερη χώρα του αναπτυγμένου κόσμου για να ιδρύσει κάποιος επιχείρηση. Πέραν τούτου, όμως, πρέπει να υπάρχει και το κατάλληλο “ανθρώπινο κεφάλαιο” για να κινήσει και να διαχειρισθεί τις απαιτούμενες παραγωγικές δραστηριότητες.
Στο οποίο “ανθρώπινο κεφάλαιό” επίσης υστερούμε αφού σε όλων τον ειδών τις διεθνείς εκτιμήσεις αποκαλύπτεται πόσο πολύ απέχουμε από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Τέλος, δε, θα πρέπει να τονιστεί και αυτό: η σύγχρονη επιχειρηματικότητα που δημιουργεί τα αγαθά και τους κλάδους της δυναμικής ανάπτυξης δεν είναι σε κανένα μέρος του κόσμου κληροδότημα εξ ουρανού. Είναι συνάρτηση και εκβλάστημα της ποιότητας και της αξίας του υφισταμένου “ανθρωπίνου κεφαλαίου”. Όταν είναι καχεκτικό το δέντρο είναι καχεκτικό και το βλαστάρι του.
Τόσο από “αντικειμενική” όσο και από “υποκειμενική” άποψη η ελληνική οικονομία στερείται, σήμερα, των δυνατοτήτων να γίνει πραγματικά εξωστρεφής και δυναμική. Στην ιστορική περίοδο που διάγουμε, όμως, λαμβάνει χώρα μία σημαντική αναδιάρθρωση του διεθνούς καταμερισμού εργασίας, με την αλλαγή στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας, το de-risking και το friendshoring. Ενώ, λοιπόν, έτσι δημιουργούνται εξαιρετικές ευκαιρίες, η πικρή αλήθεια είναι πως από αυτές επωφελούνται πολλές χώρες δίπλα μας και γύρω μας, γινόμενες περισσότερο εξωστρεφείς, αλλά όχι εμείς.
Εμείς, μην μπορώντας να παρακολουθήσουμε, παραμένουμε εσωστρεφείς. Και δυστυχώς η εσωστρέφεια δεν είναι δυσμενής μόνο για την ψυχική διάθεση των ατόμων αλλά και για την πρόοδο της εθνικής οικονομίας.
*Οι κκ Δημήτρης Α. Ιωάννου και Χρήστος Α. Ιωάννου είναι οικονομολόγοι
Πηγή: ot.gr