Εξήντα χρόνια για την ελληνική υπηρεσία της Deutsche Welle

82

Η διαχρονική σχέση με την Ελλάδα και ο ρόλος της στη διάρκεια της χούντας – Τι λέει στο protothema ο Πέτερ Λίμπουργκ γενικός διευθυντής της DW – Στη διάρκεια της δικτατορίας, κάθε βράδυ 3 εκατ. ακροατές συντονίζονταν στη συχνότητα του σταθμού

Λίγο μετά τη Μεταπολίτευση, η 90χρονη σήμερα Δανάη Κουλμάση, στέλεχος του ελληνικού προγράμματος της DW τα χρόνια της δικτατορίας και εμβληματική εκφωνήτρια, επισκέφθηκε την Ελλάδα. Ο ταξιτζής που τη μετέφερε, αναγνώρισε τη φωνή της γυναίκας που κάθε βράδυ έλεγε το χαρακτηριστικό «Εδώ η Deutsche Welle από την Κολωνία. Ακούτε τη φωνή της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας» και δεν δέχθηκε να πάρει χρήματα. «Από σεβασμό κι ευγνωμοσύνη», όπως της είπε.

Ήταν ο ένας από τα 3 εκατομμύρια ακροατές, που κάθε βράδυ κατά τη διάρκεια της χούντας, συγκέντρωνε τότε το πρόγραμμα της DW, σύμφωνα με τα στοιχεία των εσωτερικών εκθέσεων στα αρχεία του σταθμού. Τα νούμερα, πραγματικά ασύλληπτα!

Στις 13 Απριλίου του 1964, ακριβώς πριν από εξήντα χρόνια, ακούστηκε για πρώτη φορά στα βραχέα το σήμα της ελληνικής εκπομπής της Deutsche Welle . Ήταν μία επιβλητική μουσική υπόκρουση από την 5η συμφωνία του Μπετόβεν. Έδρα του διεθνούς ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού, που είχε ιδρυθεί ήδη το 1953, ήταν τότε η Κολωνία.

Η ελληνική υπηρεσία της Deutsche Welle συμπληρώνει σήμερα 13 Απριλίου 60 χρόνια ζωής, ο ρόλος που έπαιξε ωστόσο στα χρόνια της δικτατορίας, όταν οι συντάκτες της είχαν χαρακτηρισθεί από το καθεστώς ως «τα τρωκτικά της Κολωνίας» παραμένει ανεξίτηλος στην ιστορική μνήμη.

«Η σχέση της DW με την Ελλάδα είναι διαχρονική. Διατηρεί δε μέχρι σήμερα τη φήμη της ως μία πηγή έγκυρης και αξιόπιστης ενημέρωσης», δηλώνει ο Γενικός Διευθυντής της DW, Πίτερ Λίμπουργκ στο ΘΕΜΑ. Ο ίδιος ο Λίμπουργκ, όμως, είναι προσωπικά συνδεδεμένος τόσο με την Ελλάδα, όσο και με την ελληνική υπηρεσία του οργανισμού που σήμερα προϊσταται. Ο πατέρας του Πίτερ Λίμπουργκ, ήταν πρεσβευτής της (τότε) Δυτικής Γερμανίας στην Ελλάδα, ώσπου οι συνταγματάρχες τον κήρυξαν ‘persona non grata’, επειδή είχε συμβάλει στη διαφυγή του Γεώργιου – Αλέξανδρου Μαγκάκη στη Γερμανία και εκδιώχθηκε. Νωρίτερα είχε γίνει πολλές φορές αποδέκτης των «παραπόνων» του καθεστώτος για την ελληνική εκπομπή.

Ο υιός Λίμπουργκ πέρασε αρκετά από τα παιδικά και μαθητικά του χρόνια στην Ελλάδα, και εξακολουθεί να επισκέπτεται τη χώρα μας συχνά.

Η ελληνική εκπομπή της DW ξεκίνησε το 1964. Μετά το πραξικόπημα του 1967, το πρόγραμμα αρχικά παρέμεινε κάπως ‘ουδέτερο’, ενημερωτικό. Μέχρι τη στιγμή, που η DW πήρε ‘επάνω της’ το παιχνίδι των δημοκρατικών δικαιωμάτων της Ελλάδας κι άρχισε να σφυροκοπά τη χούντα. Πώς προέκυψε αυτή η εξέλιξη; «Η καθοριστική χρονιά ήταν το ’69, όταν ένας νεαρός δημοσιογράφος, ο Κώστας Νικολάου, πήρε την απόφαση να κάνει ένα πολιτικό πρόγραμμα. Και ‘πολιτικό πρόγραμμα’ εκείνη την εποχή, δεν μπορούσε να είναι άλλο από ένα αντιδικτατορικό πρόγραμμα. Αυτό ήταν, που έκανε τη DW ευρέως γνωστή στην Ελλάδα», αφηγείται ο Διευθυντής της Ελληνικής Σύνταξης της DW, Σπύρος Μοσκόβου, για να προσθέσει: «Την ίδια εποχή, ελληνικό πρόγραμμα είχε και το BBC, με ένα ύφος καθαρά βρετανικό, φλεγματικό… αποστασιοποιημένο, δηλαδή. Όπως ελληνικό πρόγραμμα εξέπεμπε και η Γαλλία.. », σημειώνει ο κ.Μοσκόβου για να δηλώσει την αντίθεση με εκείνο της DW: «Όσοι ήταν τότε εδώ – ο Νικολάου (Κώστας), ο Σχινάς (Αλέξανδρος), ο Μαθιόπουλος (Βάσος), ο Νικολινάκος (Μάριος) – ήθελαν να προσφέρουν στην πατρίδα τους με το δικό τους τρόπο. Είχαν ένα πιο άμεσο, ‘επιθετικό’ στυλ, αποπνέοντας ταυτόχρονα μία αγνότητα. Έδιναν μία ελπίδα, ένα παράθυρο στον κόσμο. Άρεσε και το υβρεολόγιο κατά της χούντας – ήταν μία άσκηση ελευθερίας. Αυτοί ήταν οι λόγοι, που αγαπήθηκε τόσο πολύ αυτό το πρόγραμμα – μιλούσε στις ψυχές των ανθρώπων», εξηγεί ο ίδιος. Η ελληνική εκπομπή της DW έγινε μάλιστα και ο «τηλεβόας» του ραδιοφώνου του Πολυτεχνείου, αφού τα όσα μεταδίδονταν από τον μικρής εμβέλειας ραδιοφωνικό σταθμό των φοιτητών ακούστηκαν σε όλη την Ελλάδα μέσω της DW.

Η συνεισφορά του ελληνικού προγράμματος της DW θεωρείται εξαιρετικά σημαντική. Ήρθε να προστεθεί ως μία ψηφίδα του αντιδιδακτορικού αγώνα σε όλες τις προσπάθειες, που γίνονταν τότε. « Ο κόσμος ήταν εντελώς απρόθυμος να δεχθεί ένα τέτοιο καθεστώς κι εκεί ήταν που η DW έπαιξε το ρόλο της. Στην πραγματικότητα, συντήρησε ακμαίο το φρόνημα κατά της δικτατορίας κι αυτό οδήγησε σε κάποια αποτελέσματα», επισημαίνει ο διευθυντής της Ελληνικής Σύνταξης. «Αλλά και οι Γερμανοί, μετά τον πόλεμο, κατάφεραν να εγγράψουν ένα θετικό κεφάλαιο στην κοινωνία. Σε ένδειξη σεβασμού δε, έχουν διατηρήσει μέχρι σήμερα το ελληνικό πρόγραμμα, ενώ εκπομπές σε άλλες γλώσσες της DW έκλεισαν το 1999».

Στην ερώτηση αν το ελληνικό πρόγραμμα θα συνεχίσει να εκπέμπει ο κ.Λίμπουργκ απαντά ότι «μέχρι στιγμής, δεν υπάρχει κάποιος σχεδιασμός για να σταματήσει. Ταυτόχρονα, βρισκόμαστε σε μία διαρκή διαδικασία διεύρυνσης του portfolio μας».

Οι δύσκολες ισορροπίες και η αρμονική συνύπαρξη στο “μικρό ΟΗΕ” της DW

Η DW εκπέμπει σε περισσότερες από 30 γλώσσες σήμερα, με τη βαρύτητα να δίνεται κυρίως στον αραβικό κόσμο, στην Κίνα, στην Αφρική – «εκεί που χρειάζεται…», λένε οι άνθρωποί της. Σε ένα διεθνές αλλά και πολυπολιτισμικό περιβάλλον, όπως αυτό, πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να κρατηθούν οι ισορροπίες, σε ό,τι αφορά τη διαμόρφωση του προγράμματος;
Όπως εξηγεί ο κ.Μοσκόβου, «η μεγάλη πρόκληση, που αντιμετωπίζαμε τα προηγούμενα χρόνια, ήταν η κρίση του ευρώ και του ελληνικού χρέους – θυμόμαστε όλοι πόσο διαφορετική ήταν η γερμανική σκοπιά, πόση επιθετικότητα διέκρινε τις διμερείς σχέσεις. Για εμάς, ήταν κάθε φορά μία διελκυστίνδα. Επιπλέον, ήμασταν επιφορτισμένοι με την υποχρέωση να ερμηνεύσουμε τις γερμανικές θέσεις και να βοηθήσουμε τον Έλληνα ακροατή να τις κατανοήσει, χωρίς να ταυτιζόμαστε απόλυτα. Διαφορετικά, δεν θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε. Ήταν ένας αγώνας καθημερινός να διατηρήσουμε αυτή τη λεπτή ισορροπία. Νομίζω, δεν τα καταφέραμε κι άσχημα…».
Όσο για την καθημερινή συνύπαρξη και το κλίμα συνεργασίας με ανθρώπους από κάθε γωνιά της γης, «ποτέ δεν είχαμε πρόβλημα», τονίζει ο κ.Μοσκόβου.

Η ελληνική ομάδα σύνταξης στη DW σήμερα αποτελείται από 12 άτομα. «Δεν είμαστε όλοι στο ίδιο μέρος. Ορισμένοι βρισκόμαστε στη Βόννη (η DW έχει μεταφερθεί στην παλιά γερμανική πρωτεύουσα από την κοντινή Κολωνία), που είναι συνδεδεμένη και με το ραδιόφωνο. Άλλοι είναι στο Βερολίνο, 4 είναι στην Αθήνα. Το ‘διασπασμένο’ αυτό σχήμα θεωρείται πιο ευέλικτο και αποτελεσματικό, καθώς είναι σημαντικό για ένα μέσο μαζικής ενημέρωσης, να έχει διαρκή επαφή με τον χώρο, στον οποίο απευθύνεται», εξηγεί.

Η Ειρήνη Αναστασοπούλου, η οποία γιορτάζει φέτος το δικό της μικρό ‘Ιωβηλαίο’, αφού ξεκίνησε να εργάζεται στη DW το 1984, αποτυπώνει το κλίμα. Τί σημαίνει για μία Ελληνίδα να είναι μέρος μίας διεθνούς συντακτικής ομάδας; Παίζει ή όχι ρόλο η ‘ελληνική ταυτότητα’; «Σίγουρα είναι θετικό το γεγονός ότι όλες οι Βαλκανικές συντάξεις είμαστε μαζί. Φυσικά, έχουμε και τις υπόλοιπες από ολόκληρο τον κόσμο. Εκείνο, που ξεχωρίζει είναι πως ο ένας εμπλουτίζει τον άλλο. Γίνεται ανταλλαγή εμπειριών. Υπάρχει αλληλο-συνεννόηση και αλληλο-ενημέρωση». Όπως υπογραμμίζει, μάλιστα, «αυτό το ‘multi-culti’ κλίμα μας βοηθάει όλους. Προσωπικά, αισθάνομαι Ευρωπαία Ελληνίδα».
Σε ό,τι αφορά την προσέγγιση των ειδήσεων, η ίδια αναφέρει πως «εδώ, υπάρχει μία συνέχεια στην εξέλιξη των γεγονότων. Δεν μένουμε στον ‘εντυπωσιασμό’ της πρώτης στιγμής, που θα βγει η είδηση. Μας ενδιαφέρουν οι αιτίες, όχι ο ‘αφρός’. Έχουμε δύο πολέμους, που τρέχουν αυτή τη στιγμή… Πόσο χρόνο αφιερώνουν τα ελληνικά κανάλια στην Ουκρανία ή στη Γάζα; Ελάχιστο, θεωρώ. Αντιμετωπίζουν τις ξένες ειδήσεις επιφανειακά. Εδώ, μιλάμε κάθε μέρα γι’αυτά τα θέματα».
«Οπωσδήποτε υπάρχουν διαφοροποιήσεις σε πολιτικό επίπεδο», διευκρινίζει ο κ.Μοσκόβου, παίρνοντας το λόγο ξανά. «Αλλά μην ξεχνάμε, ότι η DW έχει μία κεντρική σύνταξη. Αυτό σημαίνει πως παράγει ο καθένας ό,τι άρθρα ή ρεπορτάζ επιθυμεί στη γλώσσα του αλλά, στη συνέχεια, μπαίνουν όλα σε μία κοινή πλατφόρμα ώστε να επιτυγχάνεται μία αρμονία, να αποφεύγονται οι ακρότητες, είτε προς τη μια, είτε προς την άλλη πλευρά».

Το σήμερα και το μέλλον της δημοσιογραφίας στο διεθνές περιβάλλον

Ποιες είναι οι μεγαλύτερες προκλήσεις, που αντιμετωπίζει σήμερα η DW προκειμένου όχι μόνο να διατηρήσει τις ισορροπίες αλλά και να διασφαλίσει την αντικειμενικότητα στην ενημέρωση, καθώς το προφίλ του διεθνούς δημοσιογραφικού οργανισμού συγκροτείται από περισσότερες από 30 χώρες; Σύμφωνα με το Γενικό Διευθυντή, κ.Λίμπουργκ, «η DW είναι αφοσιωμένη στην αμερόληπτη και αποκλειστικά βασισμένη στα γεγονότα, δημοσιογραφία. Τα ρεπορτάζ της DW βοηθούν τον κόσμο να διαμορφώσει μία προσωπική άποψη σχετικά με τις διεθνείς σχέσεις και τα θέματα που τους αφορούν άμεσα».
Υπάρχει άραγε χώρος για ‘έκφραση προσωπικών απόψεων’ στη δημοσιογραφία εν μέσω δύο πολέμων; «Μιλώντας για ρεπορτάζ σχετικά με τους πολέμους, τα γεγονότα συχνά μπορεί να διαστρεβλωθούν ενώ δεν λείπουν και οι καμπάνιες παραπληροφόρησης. Κύριο μέλημά μας στη DW, είναι να τοποθετούμε τα γεγονότα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, να παρέχουμε όλες τις απαραίτητες πληροφορίες και τα δεδομένα, που συνθέτουν την πραγματικότητα», διευκρινίζει.

Από την πλευρά του, ο διευθυντής της Ελληνικής Σύνταξης, κ.Μοσκόβου έχει την άποψη ότι «εκείνο, που θα θέλαμε όλοι – η ‘αντικειμενική’ δημοσιογραφία – είναι κάτι ανύπαρκτο. Σε κάθε περίπτωση, όμως, παρατηρώ πως τα μεγάλα μέσα μαζικής ενημέρωσης – και παρά τις διαφοροποιήσεις των απόψεων – στηρίζουν κάθε φορά την κεντρική πολιτική της εκάστοτε κυβέρνησης, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Για παράδειγμα, η κυβέρνηση των Σοσιλαδημοκρατών του Όλαφ Σόλτς, στον πόλεμο Ρωσίας – Ουκρανίας, τάσσεται αναφανδόν κατά της Ρωσίας και η πλειοψηφία των μεγάλων μέσων στηρίζουν αυτή την πολιτική. Δεν αμφιβάλλω ότι κάτι παρεμφερές συμβαίνει και στην Ελλάδα», αναφέρει.

Όσο για το μέλλον της δημοσιογραφίας σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο, εμπλουτισμένο πλέον με τα εργαλεία της τεχνητής νοημοσύνης, ο κ.Λίμπουργκ έχει να πει τα εξής: «Στη DW, εξερευνούμε τις τεχνολογίες γύρω από την ανθρώπινη γλώσσα καθώς και την τεχνητή νοημοσύνη, πάντοτε όμως παραμένοντας πιστοί στο αξιακό μας σύστημα. Σίγουρα, η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να υποστηρίξει τους δημοσιογράφους στους μικρούς, καθημερινούς τους στόχους, όπως μία αυτοματοποιημένη μετάφραση ή ένας υποτιτλισμός. Το περιεχόμενο, ωστόσο, των ειδήσεων θα παράγεται πάντα από δημοσιογράφους και επαγγελματίες».