Του Π. Κ. Ιωακειμίδη*
H Ισπανία εξοπλίζει την Τουρκία παραβιάζοντας τη λογική αλληλεγγύης της Ευρωπαϊκής Ενωσης, την κοινή της θέση για τις πωλήσεις όπλων (944/208), τις τοποθετήσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για την Τουρκία αλλά και τη σοσιαλιστική ηθική. Δεν αποκλείεται ωστόσο, όσο περίεργο κι αν φαίνεται, να ακολουθήσει η Γαλλία, εξοπλίζοντας την Τουρκία είτε απευθείας με Rafale είτε μέσω Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων (και ενδεχομένως του Κατάρ). Ετσι, ένα νέο κύμα εξοπλισμών φαίνεται να σαρώνει τις δύο χώρες. Το 1976, Ελλάδα και Τουρκία βρέθηκαν σε ανάλογες καταστάσεις με τη σημερινή, αν και κάτω από διαφορετικές συνθήκες. Και οι δύο χώρες είχαν επιδοθεί σε εξοπλισμούς, κατηγορώντας η μία την άλλη ότι ετοιμάζεται να επιτεθεί έχοντας «επεκτατικές βλέψεις». Πώς απάντησε τότε ο Κ. Καραμανλής (πρεσβύτερος) σ’ αυτές ακριβώς τις κατηγορίες του πρωθυπουργού Σ. Ντεμιρέλ; Απάντησε με μια πρόταση για τη σύναψη «συμφώνου μη επιθέσεως και αποτροπής ανταγωνισμού εξοπλισμών». Προέβλεπε το σχέδιο του εν λόγω συμφώνου που συνέταξε η ελληνική πλευρά (ΥΠΕΞ):
«Τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωσιν όπως εις ουδεμίαν παραγγελίαν, πρόσκτησιν καθ’ οιονδήποτε τρόπον ή κατασκευήν πολεμικών μονάδων ή σημαντικών οπλικών συστημάτων προβαίνουν, άνευ προηγουμένης εξαμήνου κατ’ ελάχιστον ειδοποιήσεως του ετέρου των συμβαλλομένων μερών, ίνα ούτω δοθεί ευκαιρία εις τας δύο Κυβερνήσεις να προλάβουν ενδεχομένως τον ανταγωνισμόν εις στρατιωτικούς εξοπλισμούς διά φιλικής ανταλλαγής απόψεων και εκατέρωθεν εξηγήσεων εν πνεύματι πλήρους ειλικρινείας».
Ο έσχατος βέβαια στόχος ήταν η ειρηνική επίλυση των διαφορών. Προέβλεπε σχετικά το σχέδιο:
«Τα συμβαλλόμενα μέρη, συμφωνούντα όπως επιλύουν τας διαφοράς των δι’ ειρηνικών μέσων, αναλαμβάνουν την υποχρέωσιν όπως εις τας μεταξύ των σχέσεις απέχουν από πάσης απειλής ή χρήσεως βίας και από οιουδήποτε άλλου καταναγκαστικού μέσου».
Η πρωτοβουλία αυτή βέβαια δεν καρποφόρησε καθώς την απέρριψε η Τουρκία. Χρειάζονται δύο για το τάνγκο. Αλλά πόσο πίσω είμαστε σήμερα, 45 χρόνια μετά. Η Τουρκία προσλαμβάνεται ως μια επιθετική, επεκτατική, αναθεωρητική δύναμη που δεν σέβεται το διεθνές δίκαιο και τους κανόνες καλής γειτονίας, σύμφωνα με το ελληνικό αφήγημα. Αλλά αυτή την Τουρκία έχουμε δίπλα μας και με αυτή θα πρέπει να συνυπάρξουμε. Αιχμάλωτοι της γεωγραφίας γαρ. Αλλά για να συνυπάρξουμε θα πρέπει να λύσουμε τα προβλήματα και όχι απλώς εκτοξεύοντας τις στρατιωτικές μας δαπάνες στο 3,82% ΑΕΠ (Τουρκία 1,57%), τις υψηλότερες απ’ όλες τις χώρες – μέλη του ΝΑΤΟ. Η στρατιωτική ισχύς πρέπει να λειτουργεί σ’ ένα πολιτικό πλαίσιο και να υπηρετεί πολιτικούς στόχους.
Σου επιτρέπει να μη διαπραγματεύεσαι από θέση αδυναμίας, αλλά πάντως να διαπραγματεύεσαι με στόχο να επιλύσεις τα προβλήματα. Καθώς η μη επίλυση εγκυμονεί τον κίνδυνο να καταλήξεις κάποια στιγμή σε ανοιχτή σύγκρουση. Και μπορεί να εκκινείς από μαξιμαλιστικές θέσεις στην αφετηρία μιας διαπραγμάτευσης, αλλά θα πρέπει να κατανοήσεις ότι μοιραίως θα οδηγηθείς σε κάποιους συμβιβασμούς, για τους οποίους καλό είναι να προετοιμάζεις την κοινή γνώμη. Διαφορετικά, δεν έχει νόημα η διαπραγμάτευση.
Και πάντοτε να ακολουθείς την προσέγγιση του Τζ. Κένεντι στη διαχείριση της κρίσης της Κούβας, προσέγγιση που προέρχεται από τον μεγάλο θεωρητικό του πολέμου Liddel Hart: «Μη στριμώχνεις τον αντίπαλό σου, αλλά πάντοτε να τον βοηθάς να σώσει τα προσχήματα (to save his face). Να μπαίνεις πάντοτε στη θέση (στα παπούτσια) του. Να αποφεύγεις τον φαρισαϊσμό και την αυταρέσκεια (self-righteousness) όπως ο διάβολος το λιβάνι. Τίποτα δεν τυφλώνει περισσότερο». Είναι αμφίβολο όμως αν ο Ερντογάν στη θέση που βρίσκεται μπορεί να ακούσει…
*Ο καθηγητής Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι πρώην πρεσβευτής – σύμβουλος του ΥΠΕΞ και μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής των FEPS και ΕΛΙΑΜΕΠ. Από τις εκδόσεις Θεμέλιο κυκλοφορεί το τελευταίο του βιβλίο «Επιτεύγματα και στρατηγικά λάθη της εξωτερικής πολιτικής της Μεταπολίτευσης»
Πηγή: in.gr