Του Π.Κ. Ιωακειμίδη*
Αν και με δυσκολία, για σημαντικό μέρος του πολιτικού προσωπικού, η Ελλάδα συνειδητοποιεί ότι ο εξωτερικός ρόλος της Τουρκίας αλλάζει αλλά και ενισχύεται την τελευταία περίοδο ως αποτέλεσμα (και) του πολέμου στην Ουκρανία και των γεωπολιτικών ανακατατάξεων που έφερε. Η Τουρκία επανέρχεται στη λειτουργία της (που χρονολογείται συμβολικά τουλάχιστον από την ένταξή της στο ΝΑΤΟ το 1952) ως παράγων διασφάλισης της δυτικής στρατηγικής, συμφερόντων και σταθερότητας στην περιοχή κυρίως απέναντι, πρωτίστως, στη Ρωσία. «Η Τουρκία είναι γεωγραφικά «καταδικασμένη» να λειτουργεί ως ανάσχεση της Ρωσίας υπέρ της δυτικής στρατηγικής ασφάλειας», όπως εύστοχα παρατηρεί ο Β. Βενιζέλος σε συνέντευξή του στα «ΝΕΑ» (9/4).
Επανέρχεται όμως με διαφοροποιημένο τρόπο σε σχέση με το παρελθόν. Με ευρύτερα δηλαδή περιθώρια αυτονομίας, επιλογών και δράσεων ως περιφερειακή δύναμη ισχύος και επιρροής.
Ετσι στη λογική αυτή αποκαθίστανται σχεδόν πλήρως οι σχέσεις της με τις ΗΠΑ, όπως πιστοποίησε και η επίσκεψη της υφυπουργού Β. Νούλαντ στην Αγκυρα την περασμένη εβδομάδα, και η έναρξη του Στρατηγικού Μηχανισμού διαβουλεύσεων μεταξύ των δύο χωρών αλλά και η προγραμματισμένη επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών Μ. Τσαβούσογλου στην Ουάσιγκτον τον Μάιο. Ο πρόεδρος Μπάιντεν αναδιατύπωσε την πολιτική του απέναντι στην Τουρκία ιδιαίτερα μετά τις κατακλυσμιαίες γεωπολιτικές αλλαγές, αναγνωρίζοντας τον στρατηγικό της ρόλο στην ευρύτερη περιοχή.
Παράλληλα όμως ΗΠΑ/ΝΑΤΟ/Δύση αποδέχονται τα περιθώρια περιφερειακής αυτονομίας της Τουρκίας με ικανότητα να συνομιλεί με τη Ρωσία (και άλλους παίκτες), να διαμεσολαβεί για τον τερματισμό του πολέμου με την Ουκρανία και να αναλαμβάνει ενδεχομένως και ρόλο εγγυήτριας δύναμης σε μια συμφωνία ειρήνευσης. Στο πλαίσιο αυτό γίνεται επίσης σιωπηρώς αποδεκτή η άρνηση της Τουρκίας να εφαρμόσει τις κυρώσεις εις βάρος της Ρωσίας. Ενα κρίσιμο ερώτημα είναι εάν αυτό το νέο πρότυπο σχέσης που διαμορφώνει η Τουρκία με τη Δύση («δομική ενσωμάτωση με περιφερειακή αυτονομία») και οι νέοι ρόλοι που αναλαμβάνει εξυπηρετούν ή όχι την Ελλάδα. Μια «ανάγνωση» ακολουθώντας τη γνωστή πεπατημένη καταδικάζει και πάλι την Τουρκία ότι βρίσκεται στον ρόλο του «επιτήδειου ουδέτερου» και ότι σύντομα ίσως επιχειρήσει να μιμηθεί τον… πρόεδρο Πούτιν σε ένοπλη επιθετικότητα και άλλα παρεμφερή.
Μια περισσότερο ψύχραιμη, ορθολογική προσέγγιση όμως οδηγεί στο αντίθετο συμπέρασμα. Οτι δηλαδή το νέο πρότυπο σχέσης και οι νέοι ρόλοι (αλλά και οι εμπειρίες, προεκτάσεις του πολέμου) εκτιμάται ότι υποχρεώνουν την Τουρκία σε περισσότερο υπεύθυνη στάση σε ό,τι αφορά τον σεβασμό του διεθνούς δικαίου, εγκατάλειψη αναθεωρητισμών, επεκτατισμών.
Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα εγκαταλείψει και πάγιες θέσεις της εξωτερικής της πολιτικής, πάντως όχι εν μια νυκτί. Και είναι ακριβώς αυτό το νέο δεδομένο που ανοίγει ένα παράθυρο ευκαιρίας για τη βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων (που φαίνεται κάπως να αξιοποιείται με την πρόσφατη συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν στην Κωνσταντινούπολη).
Για την Ελλάδα όμως υπάρχει ένας κρίκος στην αλυσίδα αυτή των αναπροσαρμογών που πρέπει να δέσει ασφαλέστερα. Και αυτός δεν είναι άλλος από τη βαθύτερη πρόσδεση της Τουρκίας και με την Ευρωπαϊκή Ενωση, το προνομιακό πεδίο για την Ελλάδα.
*Ο καθηγητής Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι πρώην πρεσβευτής – σύμβουλος του ΥΠΕΞ και μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής του ΕΛΙΑΜΕΠ. Tελευταίο του βιβλίο: «Επιτεύγματα και στρατηγικά λάθη της εξωτερικής πολιτικής της Μεταπολίτευσης» (Θεμέλιο)
Πηγή: ot.gr