Πριν από περίπου δέκα χρόνια έγραψα ένα άρθρο, που δημοσιεύθηκε στην Αυγή[1], το οποίο επιχειρούσε να περιγράψει τη διεθνή οικονομική κρίση με τη βοήθεια τριών διαγραμμάτων. Το πρώτο εξ αυτών παρουσίαζε τη διαρθρωτική ρήξη της σχέσης μεταξύ της αύξησης των μισθών και της αύξησης της παραγωγικότητας στην οικονομία των ΗΠΑ μετά τη διάλυση της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης στις αρχές της δεκαετίας του 1970.
Ενώ οι δύο γραμμές του διαγράμματος αυξάνονταν σχεδόν πανομοιότυπα για τα εκατό χρόνια που προηγήθηκαν εκείνης της περιόδου, το διάγραμμα έδειχνε το βαθμό στον οποίο οι στάσιμοι μισθοί στη νέα εποχή δεν συμβάδιζαν με την αύξηση της παραγωγικότητας. Το δεύτερο διάγραμμα ήταν πιο γνωστό ως η μεγάλη αναστροφή[2] στην εισοδηματική ανισότητα, καθώς έδειχνε την αναστροφή στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού της σημαντικής μείωσης της ανισότητας που είχε συμβεί μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Τέλος, ένα τρίτο διάγραμμα έδειχνε, και πάλι μετά τις αρχές της δεκαετίας του 1970, την εντυπωσιακή αύξηση των χρηματοοικονομικών κερδών στο μερίδιο των συνολικών κερδών.
Το άρθρο ισχυριζόταν ότι υπήρχε μια απλή ιστορία πίσω από αυτά τα τρία διαγράμματα. Η νεοφιλελεύθερη απάντηση στην κρίση της δεκαετίας του 1970 ήταν συγκεκριμένες πολιτικές που προσπάθησαν να αποκαταστήσουν την κερδοφορία των επιχειρήσεων εις βάρος των μισθών και των κοινωνικών προγραμμάτων, με προφανές αποτέλεσμα την αύξηση της ανισότητας.
Αυτό οδήγησε στην αλλαγή της μορφής της οικονομικής κρίσης, καθώς τα νοικοκυριά πάσχιζαν να τα βγάλουν πέρα και έτσι το πρόβλημα της ελλιπούς ζήτησης επανεμφανίστηκε.
Έτσι τα νοικοκυριά οδηγήθηκαν στο να αυξάνουν τον δανεισμό τους, ένα φαινόμενο που οι αναλυτές, όπως ο Colin Crouch, ονόμασαν χρηματοοικονομικό κεϋνσιανισμό. Αυτό συνοδεύτηκε από το φαινόμενο της χρηματιστικοποίησης (finansialisation), το οποίο μπορούμε να το δούμε από την αύξηση του ποσοστού των χρηματοοικονομικών κερδών ως ποσοστό όλων των κερδών. Και φυσικά, αυτό, μαζί με τα νέα χρηματοδοτικά εργαλεία, ιδίως την τιτλοποίηση, συνέβαλαν στη χρηματοπιστωτική κρίση του 2009, καθώς ο χρηματοπιστωτικός τομέας, υπό την πίεση ακραίων ανταγωνιστικών συνθηκών, δάνεισε σε νοικοκυριά τα οποία, όπως έγινε όλο και πιο προφανές, δεν ήταν ποτέ σε θέση να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους[3].
Δέκα χρόνια αργότερα τι έχουμε διδαχθεί από αυτή την εμπειρία; Έχουν αντιστραφεί οι τάσεις των βασικών μακροοικονομικών μεγεθών; Έχουν ανταποκριθεί οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στις προκλήσεις που οδήγησαν στην κρίση του 2009; Η απάντηση στα δύο τελευταία ερωτήματα είναι σε μεγάλο βαθμό αρνητική, ακριβώς επειδή οι βασικές μακροοικονομικές τάσεις δεν έχουν αντιστραφεί.
Αντιθέτως, οι τάσεις των θεμελιωδών μεγεθών, οι οποίες αναδείχτηκαν στην κρίση του 2009 όπως θα αποδείξουμε συνεχίζουν να ισχύουν. Και αυτό εγείρει σοβαρότατα ζητήματα για οποιαδήποτε οικονομική πολιτική σαν αυτή που ακολουθεί η κυβέρνηση της ΝΔ, πόσο μάλλον όταν η συγκεκριμένη παράταξη δεν δείχνει κανένα ενδιαφέρον να ασχοληθεί με τα ζητήματα αυτά.
Ας πάρουμε ένα πρώτο παράδειγμα. Εξακολουθούμε να ακούμε τους υπουργούς Οικονομικών να ισχυρίζονται[4] ότι οι αυξήσεις του κατώτατου μισθού ή η αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων είναι περιττές ή δευτερεύουσας σημασίας, διότι τελικά, η αύξηση των μισθών εξαρτάται από την αύξηση της παραγωγικότητας. Αλλά είναι ακριβώς αυτή η σχέση που έχει σπάσει τις τελευταίες δεκαετίες, όχι μόνο στις ΗΠΑ (Διάγραμμα 1) αλλά και σε άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες (Διάγραμμα 2).
Διάγραμμα 1: Η αποσύνδεση μεταξύ παραγωγικότητας και αμοιβής[5]
Διάγραμμα 2: Η εξέλιξη του μέσου μισθού και της παραγωγικότητας της εργασίας
Μπορούμε λοιπόν να διαπιστώσουμε ότι στις ανεπτυγμένες χώρες, οι μισθοί δεν ακολουθούν την αύξηση της παραγωγικότητας. Με άλλα λόγια δεν έχουμε καμία εγγύηση ότι στον σύγχρονο καπιταλισμό η αύξηση της παραγωγικότητας παρασύρει προς τα πάνω και τους μισθούς. Τι σημαίνει αυτό για την τρέχουσα συγκυρία;
Η κυβέρνηση στην Ελλάδα ποντάρει σε ανάκαμψη από την πανδημία τύπου V. Ένα θέμα είναι ότι η ελληνική οικονομία θα ανακάμψει στο προ-πανδημίας ΑΕΠ αργότερα από άλλες οικονομίες.
Πιο σημαντικό όμως είναι ότι αυτό το V είναι απίθανο να είναι το ίδιο για όλους. Και πως θα μπορούσε αλλιώς, όταν η κυβέρνηση, αγνοώντας αυτές τις τάσεις, συνεχώς παρεμβαίνει, από το 2019, στις συλλογικές διαπραγματεύσεις, στις απολύσεις, στην ευελιξία στην αγορά εργασίας κ.ο.κ. με πολιτικές που είναι η αιτία αυτών των τάσεων. Αποδεικνύει με αυτόν τον τρόπο ότι για αυτήν οι ανισότητες δεν είναι πρόβλημα, αλλά αντίθετα η διατήρησή τους είναι στόχος.
Τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα αν αναλογιστούμε ότι η μεγάλη αναστροφή καλά κρατεί ενώ η κυβέρνηση φαίνεται να πιστεύει ότι θα έχουμε οφέλη για την κοινωνία στο σύνολό της κάποια στιγμή στο μέλλον, χωρίς βέβαια κάποια χρονική δέσμευση για αυτό. Αν δει κανείς τις χώρες του ΟΟΣΑ θα δει ότι οι ανισότητες εξακολουθούν να αποτελούν σημαντικό πρόβλημα.
Το διάγραμμα 3 δείχνει ότι η ανισότητα στις ΗΠΑ μετά από μια μακρά περίοδο που περιορίστηκε σημαντικά (από το 1930 έως το 1970) άρχισε να αυξάνεται και πάλι από τότε. Ταυτόχρονα το διάγραμμα 4 δείχνει ότι αυτό το φαινόμενο είναι παγκόσμιο, η ανάπτυξη των οικονομιών τα τελευταία 40 χρόνια ευνοεί κυρίως την αύξηση εισοδημάτων στα υψηλά και πολύ υψηλά δεκατημόρια.
Αυτό το καταλαβαίνει κανείς κοιτώντας ότι την περίοδο αυτή είχαμε μια μικρή αύξηση του εισοδήματος των πολύ φτωχών σε κάποιες αναπτυσσόμενες χώρες (στα αριστερά όπως κοιτάμε το διάγραμμα), την ακόμα μικρότερη αύξηση των μεσαίων εισοδημάτων ιδίως σε ΗΠΑ και Ευρώπη στο κέντρο του διαγράμματος, και την εκρηκτική αύξηση των εισοδημάτων του πλουσιότερου 1% και 0.1%.
Άρα η συμπίεση των μεσαίων στρωμάτων στις ΗΠΑ και την Ευρώπη είναι ένα παγιωμένο φαινόμενο και αποτέλεσμα των συγκεκριμένων νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Δεν αφορά μόνο τη συμπίεση των μεσαίων στρωμάτων στην Ελλάδα και δη από τις πολιτικές του ΣΥΡΙΖΑ.
Διάγραμμα 3: Η ανισότητα εισοδήματος στις ΗΠΑ. Δείκτης Gini 1913 – 2009
Διάγραμμα 4
Η ίδια ιστορία, και με τη συμπίεση των μεσαίων στρωμάτων, φαίνεται αν εξετάσουμε τις εξελίξεις από την πλευρά του πλούτου. Στο διάγραμμα 5 φαίνεται η συνεχής αύξηση στο μερίδιο του παγκόσμιου πλούτου του πάνω 1% (ακόμα πιο εντυπωσιακό για το πλουσιότερο 0,1% και 0,01%) και η σταδιακή μείωση του «μεσαίου» 40%.
Διάγραμμα 5: Η πορεία του παγκόσμιου πλούτου
Και πως αντιμετωπίζει η Νέα Δημοκρατία αυτή την παγκόσμια τάση ανισοτήτων, που μπορούμε να πούμε ότι αποτελεί το κυρίαρχο φαινόμενο της εποχής μας; Με μείωση της φορολογίας των εταιρικών κερδών, μείωση στη φορολογία ακίνητης περιουσίας για τους πλούσιους – μέσω της παρέμβασης στον ΕΝΦΙΑ –αύξηση του αφορολόγητου στις γονικές παροχές.
Ακόμη και στη φορολογία εισοδήματος η αναστολή της εισφοράς αλληλεγγύης (στον ιδιωτικό τομέα μόνο και χωρίς ταβάνι) ωφελεί μόνο αυτούς που έχουν εισοδήματα πάνω από 12.000 ευρώ το χρόνο (άρα εξαιρούνται οι χιλιάδες που λαμβάνουν τον βασικό μισθό ή και αρκετά παραπάνω) και ωφελεί σημαντικά τα υψηλά εισοδήματα που είχαν και την υψηλότερη επιβάρυνση.
Πιθανώς πρόκειται για μια επίμονη πεποίθηση στην υπόθεση trickle-down, την ατεκμηρίωτη πίστη ότι τελικά ο πλούτος των λίγων θα διαχυθεί και στους υπόλοιπους.
Γιατί όπως φαίνεται από τα επόμενα τρία διαγράμματα η μείωση του φόρου των κερδών των επιχειρήσεων (διάγραμμα 6) και η μειώσεις του ανώτατου συντελεστή φόρου εισοδήματος (διάγραμμα 7) δεν συνοδεύτηκαν από την αύξηση των επενδύσεων (διάγραμμα 8) τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη. Πόσοι από τους πολίτες στην Ελλάδα και την Ευρώπη έχουν εικόνα ότι τα 40 χρόνια νεοφιλελευθερισμού οδήγησαν τις επενδύσεις σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα;
Πάνω σε αυτή την κατάσταση χτίζει η Νέα Δημοκρατία που δύο από τα τρία βασικά της προεκλογικά συνθήματα ήταν η χαμηλή φορολογία και οι υψηλό επίπεδο επενδύσεων, με το δεύτερο μάλιστα να παρουσιάζεται ως άμεσο αποτέλεσμα του πρώτου.
Διάγραμμα 6: Φορολογία κερδών επιχειρήσεων
Διάγραμμα 7: Ανώτατος συντελεστής φορολογίας εισοδήματος
Διάγραμμα 8: Καθαρός σχηματισμός παγίου κεφαλαίου
Μια πιθανή εξήγηση για αυτό (θετική συσχέτιση στη μείωση φόρων στους πλούσιους και μειώσεις επενδύσεων) είναι ότι με την εργασία φθηνή και επισφαλή, οι επιχειρήσεις προτιμούν να χρησιμοποιούν περισσότερη εργασία από ότι να επενδύουν σε νέες τεχνολογίες. Άρα δεν είναι μόνο το γεγονός ότι οι μισθοί δεν κατάφεραν να συμβαδίσουν με την αύξηση της παραγωγικότητας, όπως είδαμε, αλλά και ότι η ίδια η αύξηση της παραγωγικότητας τα τελευταία χρόνια απέχει πολύ από το να είναι εντυπωσιακή.
Περιττό να ειπωθεί ότι η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας δεν εμπλέκεται καν με τέτοια επιχειρήματα, με την ιδέα δηλαδή ότι οι χαμηλοί μισθοί και η ανισότητα δεν είναι μόνο κοινωνικά άδικες αλλά και επιζήμιες για την ανάπτυξη.
Μαζί με όλες αυτές τις εξελίξεις έχουμε και την αύξηση των χρεών όλων των μορφών. Στο διάγραμμα 9[6] βλέπουμε την αύξηση του ιδιωτικού χρέους σε σχέση με το διαθέσιμο εισόδημα. Άρα τα νοικοκυριά συνεχίζουν να αυξάνουν το δανεισμό τους για να μπορέσουν να καλύψουν τα κενά που δημιουργούνται από τη στασιμότητα των εισοδημάτων τους.
Διάγραμμα 9: Ιδιωτικό χρέος (νοικοκυριά) και καθαρό διαθέσιμο εισόδημα
Επιπλέον, όπως δείχνουν τα διαγράμματα 10 και 11 και οι επιχειρήσεις εξακολουθούν να αναλαμβάνουν μεγαλύτερο χρέος τόσο στις ΗΠΑ όσο και συνολικά στις χώρες του ΟΟΣΑ. Ένα μέρος της εξήγησης αυτής της τάσης είναι ότι αντί για επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες, που τώρα καθίστανται ακόμη πιο επείγουσες για την αντιμετώπιση των προκλήσεων της κλιματικής αλλαγής, συνεχίζουν τις πρακτικές της χρηματοδότησης μέσω του χρηματοπιστωτικού τομέα, της επαναγοράς ιδίων μετοχών, των συγχωνεύσεων και των εξαγορών κ.ο.κ.
Διάγραμμα 10: Εξέλιξη του διαθέσιμου εισοδήματος και του χρέους των νοικοκυριών σε ένα δείγμα ανεπτυγμένων οικονομιών
Διάγραμμα 11: Μη χρηματοοικονομικό εταιρικό χρέος στις χώρες του ΟΟΣΑ Πηγή: OECD Economic Outlook, Volume 2017 Issue 2
Το ίδιο συμβαίνει και με το δημόσιο χρέος όπως φαίνεται και από το διάγραμμα 12
Διάγραμμα 12: Δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ σε ανεπτυγμένες χώρες 1970-2013
Η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος είναι η ταχεία αύξηση των κερδών του χρηματοπιστωτικού τομέα. Όπως δείχνει το διάγραμμα 13 από το 1980 και μετά, στις ΗΠΑ, τα κέρδη του χρηματοπιστωτικού τομέα αυξήθηκαν κατά πολύ περισσότερο από αυτά του μη-χρηματοπιστωτικού τομέα.
Διάγραμμα 13: Εξέλιξη των κερδών του χρηματοπιστωτικού τομέα (κόκκινο) και του μη-χρηματοπιστωτικού τομέα (μπλε), Δείκτης 1980=100
Φυσικά, αληθεύει εν μέρει ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την πραγματική οικονομία. Αλλά ταυτόχρονα η σύνδεση αυτή στην εποχή μας οδηγεί στο οικονομικό μοντέλο με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που περιγράψαμε: Οικονομίες που στερούνται τόσο δυναμικότητας όσο και κοινωνικής δικαιοσύνης, και με αύξηση όλων των μορφών χρέους (ιδιωτικού, επιχειρήσεων, δημοσίου)
Ο Wolfgang Streeck[7] υποστηρίζει ότι αυτές οι τάσεις αντιπροσωπεύουν μια συνεχή προσπάθεια δανεισμού από το μέλλον. Αντί να αντιμετωπίσουν τα οξυμένα ζητήματα αναδιανομής που έχουν μπροστά τους από τη δεκαετία του 1970, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής προτίμησαν να παραμερίσουν προσωρινά το πρόβλημα, δανειζόμενοι οι ίδιοι και κάνοντας τα στραβά μάτια στην αύξηση του χρέους των υπολοίπων στην οικονομία.
Η κυβερνητική ρητορική φαίνεται να αγνοεί τις αδυναμίες ορισμένων από τους βασικούς ισχυρισμούς της: Οι χαμηλοί μισθοί και οι χαμηλοί φόροι δεν θα παρέχουν περισσότερες επενδύσεις και περισσότερη ανάπτυξη και δεν θα ωφελήσουν όλους (σημειώνω ότι η ανάπτυξη για όλους ήταν το προεκλογικό της σύνθημα). Οι παγιωμένες τάσεις στις οικονομίες των χωρών του ΟΟΣΑ υπονομεύουν την προσέγγισή της.
Οι αναδιανεμητικές συγκρούσεις δεν μπορούν πλέον να κρυφτούν κάτω από το χαλί. Η στήριξη της αύξησης των μισθών και τα μέτρα για την αντιστροφή των ανισοτήτων δεν είναι μόνο κοινωνικά δίκαια, αλλά ίσως ο μόνος τρόπος για ανάπτυξη και βιώσιμη και δίκαιη.
Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος είναι Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, πρώην υπουργός Οικονομικών
[1] «Τρία Διαγράμματα, Μια Ιστορία», Ειδική Έκδοση Οικονομία και Κρίση, Η Αυγή 28/2/2010
[2] Ο όρος και η ανάλυση του φαινομένου πρώτα έγινε από τον B. Harrison και E. Goldsmith The Great U-Turn Basic Books, 1988
[3] Αυτά τα επιχειρήματα επεκτάθηκαν στο Χωρίς Επιστροφή (ΚΨΜ, 2011) που γράψαμε μαζί με τον Χ. Λάσκο
[4] Με την κινητοποίηση πόρων θα αυξηθεί η ζήτηση εργασίας, θα βελτιωθεί η παραγωγικότητα και αυτό θα επιτρέψει οι μισθοί να αυξηθούν και να μειωθεί η ανεργία. Αυτή θα είναι η μεγαλύτερη παρέμβαση για τις ανισότητες.
Θ. Σκυλακάκης 29/7/2021
[5] https://www.epi.org/publication/understanding-the-historic-divergence-between-productivity-and-a-typical-workers-pay-why-it-matters-and-why-its-real/
[6] https://voxeu.org/article/our-changing-attitudes-towards-household-debt
[7] Πώς θα τελειώσει ο καπιταλισμός, Πλέθρον, 2019
Πηγή: ot.gr