Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Υψηλά ιστάμενη γαλλική προσωπικότητα, πολύ κοντά στον πρόεδρο Μακρόν, μας είπε: «…Το ρήγμα μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης δεν ξεκίνησε με τον Τράμπ το 2017 και ούτε θα τελειώσει μαζί του. Αυτό πρέπει να γίνει αντιληπτό αν θέλουμε να δούμε την κατάσταση όπως είναι στην πραγματικότητα…».
Η κύρια απειλή για την διατλαντική σχέση δεν είναι ένας εχθρικός Λευκός Οίκος ή μια αποσύνδεση συμφερόντων. Η σημερινή κρίση είναι πρωτίστως αποτέλεσμα της ασυμμετρίας ισχύος μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης.
Για πολύ καιρό, και οι δύο πλευρές αποδέχονταν αυτή την ανισορροπία, ακόμα και την καλλιεργούσαν. Η Ευρώπη παρέμενε υποτακτική με αντάλλαγμα έναν χώρο κάτω από την αμυντική ομπρέλα των ΗΠΑ.
Παρ’ όλους τους σημερινούς προβληματισμούς τους σχετικά με την «κατανομή των βαρών», οι Αμερικανοί ηγέτες είχαν προτιμήσει για πολύ καιρό την ευρωπαϊκή «τζαμπατζίδικη» συμπεριφορά από το ευρωπαϊκό χάος. Αλλά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η 11η Σεπτεμβρίου, και η άνοδος της Κίνας τελικά μετατόπισαν τις προτεραιότητες ασφαλείας της Ουάσιγκτον αλλού, αφήνοντας την Ευρώπη μόνη και θνητή.
Σήμερα, η ήπειρος είναι «μια χορτοφάγος σε έναν κόσμο σαρκοβόρων», όπως το έθεσε ο Sigmar Gabriel, υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας, την περίοδο της πρώτης θητείας Τράμπ στον Λευκό Οίκο. Η σημερινή διοίκηση Τράμπ, στο ρήγμα αυτό, δίνει έναν πρωτόγνωρο χαρακτήρα επείγοντος. Ο τελευταίος όμως θα έπρεπε να είχε γίνει αντιληπτός από τους Ευρωπαίους ηγέτες πολύ πριν εκδηλωθεί η κρίση. Αυτά μας λέει η Alina Polyakova, επίκουρη καθηγήτρια Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins και προφανώς βάζει το όλο πρόβλημα στις σωστές του διαστάσεις.
Προς το παρόν όμως, τα περίφημα ευρωπαϊκά οράματα «στρατηγικής αυτονομίας», που συχνά επικαλούνται η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής φον ντερ Λάιεν και ο Γάλλος πρόεδρος, Εμμανουέλ Μακρόν, παραμένουν ακριβώς αυτό – οράματα. Μέχρι στιγμής, ένας ευρωπαϊκός στρατός υπάρχει μόνο στα χαρτιά. Αλλά ακόμη και αυτές οι ενδεικτικές προτάσεις τροφοδοτούν σκεπτικισμό, αν όχι ευθεία αντίθεση, στην Ουάσινγκτον.
Την περίοδο της διοίκησης Μπαϊντεν και πριν αυτή του Μπαράκ Ομπάμα, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ, περισσότερο από ένα θεωρητικό «ευρωπαϊκό στρατό», προτιμούσαν οι χώρες μέλη της Ε.Ε. να δαπανούν περισσότερα για στρατιωτική ισχύ εντός των ορίων του NATO, μια ιδέα που βασίζεται στην υπόθεση ότι μια πιο ικανή Ευρώπη θα ακολουθούσε και πάλι την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών. Ωστόσο, η ελπίδα ότι η Ευρώπη μπορεί να ωθηθεί να επενδύσει στην υπεράσπισή της χωρίς να αναπτύξει αυτόνομα συμφέροντα ασφαλείας είναι φαντασιώδης.
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ πρέπει να κάνουν μια επιλογή. Προτιμούν να διατηρήσουν μια αδύναμη και διαιρεμένη ευρωπαϊκή ήπειρο που ευθυγραμμίζεται με τα συμφέροντά τους και εξαρτάται από την ισχύ των ΗΠΑ; Ή είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν έναν ισχυρότερο και πιο αυτόνομο εταίρο που θα έρθει μερικές φορές ενάντια στις πολιτικές που προτιμούν [οι ΗΠΑ];
Η Ευρώπη, από την πλευρά της, έχει μια παρόμοια επιλογή. Δεν μπορεί να διεκδικήσει τον μανδύα της ανεξάρτητα παγκόσμιας ηγεσίας και να συνεχίζει να βασίζεται στις Ηνωμένες Πολιτείες για την ασφάλειά της, ακόμη και στην άμεση γειτονιά της. Όπως δηλαδή, στην περίπτωση της Ουκρανίας.
Υπό τις παραπάνω συνθήκες, όλα δείχνουν ότι ο πρόεδρος Ντόναλντ Τράμπ, στη διάρκεια της θητείας του θα «παίζει» το παιχνίδι της απεμπλοκής από την Ευρώπη, μια τάση που έχει αρχίσει αρκετά χρόνια ζωής πριν την άνοδό του στην εξουσία.
Για όσους παρακολουθούν την πραγματικότητα των γεγονότων, τα παραμύθια της χρυσής εποχής της διατλαντικής ενότητας γράφονται με το πλεονέκτημα της εκ των υστέρων γνώσης. Στην πραγματικότητα, η σχέση ήταν πάντα ταραχώδης.
Η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο ανέπτυξαν τις δικές τους δυνατότητες πυρηνικών χτυπημάτων στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, ενάντια στις αρχικές αντιρρήσεις των ηγετών των ΗΠΑ. Η Γαλλία μέχρι που έφυγε από την ενιαία στρατιωτική διοίκηση του NATO το 1966, επιστρέφοντας μόλις το 2009.
Η Δυτική Γερμανία επιζητούσε μια ύφεση (detente) με την Ανατολική Γερμανία στην δεκαετία του 1970, κάνοντας τους άλλους να φοβούνται ότι οι διατλαντικοί δεσμοί που ένωναν την Δύση απέναντι στο ανατολικό μπλοκ διαβρώνονταν.
Πάνω απ’ όλα, τα γεγονότα στη Μέση Ανατολή προκαλούσαν διαφωνίες μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης εδώ και δεκαετίες, πολύ πριν από την απόσυρση των ΗΠΑ από την πυρηνική συμφωνία με το Ιράν.
Ούτε η αποδέσμευση των ΗΠΑ από την Ευρώπη ξεκίνησε με την ορκωμοσία του Trump. Από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν δείξει ότι είναι διατεθειμένες να απορρίψουν τις ανησυχίες των Ευρωπαίων και ήταν επιφυλακτικές στο να χύσουν αίμα και πλούτο σε ευρωπαϊκό έδαφος.
Το 2001, ο πρόεδρος George W. Bush απέσυρε τις Ηνωμένες Πολιτείες από το πρωτόκολλο του Κιότο του 1997 παρά τη σκληρή άσκηση πίεσης (λόμπινγκ) από τον Γερμανό καγκελάριο, Γκέρχαρντ Σρέντερ. Η Γαλλία και η Γερμανία αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στον «συνασπισμό των προθύμων» της κυβέρνησης Μπους στον πόλεμο του Ιράκ, ένα ρήγμα που φάνηκε να σηματοδοτεί ένα νέο χαμηλό στην διατλαντική σχέση.
Ο πρόεδρος Μπάρακ Ομπάμα έριξε αλάτι στις πληγές. Η διοίκησή του «στράφηκε» στην Ασία και επεδίωξε μια «επανεκκίνηση» με την Ρωσία. Ταυτόχρονα, ακύρωσε σχέδια για την κατασκευή ενός αμερικανικού συστήματος πυραυλικής άμυνας στην Πολωνία με σταθμούς ραντάρ στην Τσεχική Δημοκρατία και στην συνέχεια απέσυρε δύο ταξιαρχίες των ΗΠΑ από την Ευρώπη.
Μόνο μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από την Ρωσία το 2014, η κυβέρνηση Ομπάμα αντέστρεψε την πορεία της, επαναφέροντας μια από τις ταξιαρχίες και εγκαθιδρύοντας την Πρωτοβουλία Ευρωπαϊκής Διαβεβαίωσης (European Reassurance Initiative) γνωστή σήμερα ως Πρωτοβουλία Ευρωπαϊκής Αποτροπής (European Deterrence Initiative), ένα ταμείο του Πενταγώνου για επιχειρήσεις υπεράσπισης Ευρωπαίων συμμάχων.
Αλλά ακόμα και τότε, ο Ομπάμα είχε πει σκληρά λόγια για την Ευρώπη, αποκαλώντας την Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο «τζαμπατζήδες» σε μια συνέντευξη στο The Atlantic.
Θέτοντάς τα προοπτικά, τα σημερινά προβλήματα δεν είναι τόσο ασυνήθιστα. Ποιος ξεχνά το ρήγμα που προέκυψε όταν η Ουάσινγκτον ανατάχθηκε στην βρετανική και γαλλική εισβολή στην Αίγυπτο κατά την διάρκεια της κρίσης του Σουέζ του 1956, με την κατάρρευση σχετικά με το Τράκ το 2003, και με τις επαναλαμβανόμενες διαφωνίες σχετικά με την ισραηλο-παλαιστινιακή σύγκρουση. Και όμως το σημερινό πνεύμα της κρίσης και της αποσύνθεσης δίνει την αίσθηση του ταιριαστού, πιθανόν επειδή η διοίκηση Trump θέλει να προχωρήσει σε ριζικές αναθεωρήσεις γεωπολιτικής λόγω της Κίνας..
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες, φυσικά, θα μπορούσαν να έχουν διαβάσει «τις γραφές» πολύ πριν από την προεδρία του Trump και να καταλήξουν σε μια στρατηγική για την δέσμευση των Ηνωμένων Πολιτειών. Αντ’ αυτού, παρέμειναν εφησυχασμένοι στην δική τους αδυναμία και συνένοχοι στην επιδείνωση της σχέσης, μέχρι του σημείου όπου κάθε πολιτική διαφωνία -που επιδεινώνεται από την καθόλου διπλωματική ρητορική του Trump – τώρα δίνει την αίσθηση της υπαρξιακής.
«Αντί να θρηνούν για τα αίτια ενός πρόωρου θανάτου, και οι δύο πλευρές θα ήταν καλύτερα να δεχτούν ότι η συμμαχία πρέπει να αλλάξει, να εργαστεί προς τον στόχο μιας πιο ισορροπημένης σχέσης και να μετριάσει τις αναπόφευκτες επιπτώσεις…». Και αυτά τα τελευταία λόγια δεν είναι δικής μας εμπνεύσεως, αλλά του Γάλλου υφυπουργού Ευρωπαϊκών Υποθέσεων και στενού συνεργάτη του προέδρου Εμμ. Μακρόν. Ελέχθησαν δε διάρκεια της πρώτης θητείας Τραμπ, όταν ο 34χρόνος τότε Βενιαμίν Χαντάντ, ήταν διευθυντής στο Ατλαντικό Συμβούλιο στις ΗΠΑ.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.
Πηγή: euro2day.gr