Του Γιάννου Παπαντωνίου
Ο μετασχηματισμός της ευρωπαϊκής οικονομίας και η ανάγκη για νέο στρατηγικό εργαλείο για τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών.
Η Ευρώπη τις τελευταίες δεκαετίες χάνει συνεχώς έδαφος σε σχέση με τους ανταγωνιστές της. Σημασία έχει η σύγκριση με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, με τις οποίες συμμετέχει στην ομάδα των επτά ισχυρότερων χωρών της Δύσης. Μεταξύ 1993 και 2022, το κατά κεφαλήν Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν στις ΗΠΑ αυξήθηκε κατά 60% έναντι αύξησης μόνο κατά 30% στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Υστέρηση αυτής της έκτασης σε διάρκεια μερικών δεκαετιών παραπέμπει σε αρχή παρακμιακής διαδικασίας για αυτοκρατορίες και πολιτισμούς. Κάπως έτσι άρχισε, μετά τη θριαμβευτική νίκη του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, η αποσύνθεση της Σοβιετικής Ένωσης – που τώρα ο Βλαντιμίρ Πούτιν επιχειρεί να ανασυγκροτήσει.
«Η Ευρώπη μας είναι θνητή. Μπορεί να πεθάνει. Εξαρτάται από τις επιλογές μας», είναι το μήνυμα του προέδρου της Γαλλίας Εμμανουέλ Μακρόν, που τεκμηριώθηκε, περίπου ταυτόχρονα, με εμπεριστατωμένες εκθέσεις του πρώην πρωθυπουργού της Ιταλίας Ενρίκο Λέτα και του πρώην προέδρου της Κεντρικής Ευρωπαϊκής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι. Κοινή συνισταμένη των αναλύσεων είναι η διαπίστωση ότι παρατεταμένη οικονομική υστέρηση διαμορφώνει – όταν μάλιστα υποβοηθείται από ισχυρά ρεύματα εθνικισμού και λαϊκισμού – συνθήκες κοινωνικής κρίσης και πολιτικής αποσταθεροποίησης.
Η Ευρώπη, τα τελευταία χρόνια, πάσχει από ασυγχώρητη εσωστρέφεια. Θεώρησε ανταγωνιστές – ακόμη και σε τομείς όπως η άμυνα και η ενέργεια όπου υπάρχουν βαθιά κοινά συμφέροντα – τους εταίρους της και, εστιάζοντας εσφαλμένα σε «πολιτικές λιτότητας», επιχείρησε να ελέγξει την ανταγωνιστικότητα μέσω της συμπίεσης του εργατικού κόστους. Όμως, θεμελιώδης συντελεστής της ανταγωνιστικότητας είναι η παραγωγικότητα, δηλαδή η αποδοτικότητα της εργασίας, όπως κυρίως προσδιορίζεται από την επενδυτική προσπάθεια και την τεχνολογία. Επιπλέον, η Ευρώπη εμπιστεύθηκε, εκ των υστέρων «αφελώς», τους ανταγωνιστές της παραβλέποντας ότι δεν παίζουν πλέον σύμφωνα με όρους βασισμένους στους κανόνες του ισότιμου ανταγωνισμού, αλλά εφαρμόζουν εθνικές πολιτικές που στοχεύουν στην ενίσχυση των βιομηχανιών τους.
Η Κίνα, για παράδειγμα, στοχεύει να κατακτήσει και να ενσωματώσει όλα τα τμήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας στις πράσινες και ψηφιακές τεχνολογίες για να εξασφαλίζει πρόσβαση στους απαιτούμενους πόρους. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, από την πλευρά τους, επιδιώκουν μέσω επιδοτήσεων μεγάλης κλίμακας να προσελκύσουν εγχώρια παραγωγική ικανότητα υψηλής αξίας εντός των συνόρων τους.
Σε αυτό το περιβάλλον, δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι σήμερα η Ευρώπη επενδύει λιγότερο στις ψηφιακές τεχνολογίες από τις ΗΠΑ και την Κίνα, ενώ μόνο τέσσερις ευρωπαϊκές εταιρίες προηγμένης τεχνολογίας βρίσκονται ανάμεσα στις 50 κορυφαίες στον κόσμο. Στην Ευρώπη υπάρχουν 34 όμιλοι δικτύων κινητής τηλεφωνίας έναντι τριών στις ΗΠΑ και τεσσάρων στην Κίνα. Στην αμυντική βιομηχανία, η έλλειψη κλίμακας παρεμποδίζει την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής βιομηχανικής ικανότητας. Οι πέντε κορυφαίες αμυντικές εταιρίες στις ΗΠΑ αντιπροσωπεύουν το 80% της αγοράς τους, ενώ στην Ευρώπη αποτελούν το 45%. Το μεγαλύτερο μέρος (τέσσερα πέμπτα) των ευρωπαϊκών δημοσίων προμηθειών σε αμυντικά προϊόντα κατά τα τελευταία δύο χρόνια προήλθε από χώρες εκτός ΕΕ.
Το παγκόσμιο πεδίο ανταγωνισμού είναι άνισο. Υπάρχουν ασυμμετρίες στους κανονισμούς, στις επιδοτήσεις και τις εμπορικές πολιτικές. Χωρίς στρατηγικά σχεδιασμένες και συντονισμένες δράσεις πολιτικής, ευρωπαϊκές βιομηχανίες θα αναγκαστούν να διακόψουν τη λειτουργία τους ή να μετεγκατασταθούν εκτός ΕΕ.
Η ευρωπαϊκή οικονομία πρέπει να μετασχηματιστεί. Να στηριχτεί σε ανεξάρτητα ενεργειακά συστήματα απαλλαγμένα από εκπομπές άνθρακα, σε ολοκληρωμένο και επαρκές σύστημα ευρωπαϊκής άμυνας, σε εγχώρια παραγωγή στους πιο καινοτόμους και ταχέως αναπτυσσόμενους τομείς κατοχυρώνοντας παράλληλα ηγετική θέση σε τομείς προηγμένης τεχνολογίας και ψηφιακής καινοτομίας, που βρίσκονται κοντά στην παραγωγική της βάση.
Η πρόκληση που αντιμετωπίζει σήμερα η Ευρώπη συνοψίζεται στη διαπίστωση ότι οι δύο ηγετικές διεθνείς δυνάμεις, οι ΗΠΑ και η Κίνα, αποφάσισαν να σταματήσουν να σέβονται τους κανόνες του εμπορίου. Δεν είμαστε πλέον σε θέση να πετύχουμε τους στόχους μας. Ο κίνδυνος είναι σαφής, η καθίζηση, αν όχι μείωση, του επιπέδου ευημερίας μας.
Ζητούμενο είναι ένα νέο οικονομικό ευρωπαϊκό υπόδειγμα για ανάπτυξη και ευημερία. Κεντρικός στόχος είναι να παράγουμε περισσότερο και «πράσινα». Άσκηση ενεργού βιομηχανικής πολιτικής, χρησιμοποιώντας όλα τα διαθέσιμα εργαλεία – φορολογικά κίνητρα, μέτρα εμπορικής πολιτικής, επιδοτήσεις, πολιτική δημοσίων προμηθειών – για την προώθηση της πράσινης και της ψηφιακής μετάβασης μέσα σε πλαίσιο περιορισμών που θα οριστούν σε κεντρικό επίπεδο από την ΕΕ ώστε να εξασφαλίζονται όροι ανταγωνισμού.
Η επέκταση της ενιαίας αγοράς έχει κρίσιμη σημασία στους τομείς της ενέργειας , των τηλεπικοινωνιών καθώς και των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών ώστε να περιοριστεί ο κατακερματισμός, να δοθεί ώθηση στην καινοτομία, να μειωθεί το κόστος των συναλλαγών, να ενισχυθούν οι επενδύσεις και να επιτευχθεί η παροχή καλύτερων και φθηνότερων υπηρεσιών.
Μια ολοκληρωμένη αγορά ενέργειας θα μείωνε το ενεργειακό κόστος για τις επιχειρήσεις μας. Όμως, οι διασυνδέσεις απαιτούν κοινές αποφάσεις σχετικά με το σχεδιασμό, τη χρηματοδότηση, την προμήθεια υλικών και τη διαχείριση, που προϋποθέτουν τη δημιουργία Ενεργειακής Ένωσης. Επιβάλλεται, επίσης, η διεύρυνση της βιομηχανικής πολιτικής με πρωτοβουλίες επιμόρφωσης του προσωπικού, κοινές επενδύσεις και χορήγηση «Ευρωπαϊκής προτίμησης», δηλαδή προβαδίσματος σε ευρωπαϊκά προϊόντα – ή εξαιρέσεις από τους περιορισμούς της πολιτικής ανταγωνισμού – για τομείς όπως η άμυνα, η τεχνητή νοημοσύνη και οι πράσινες τεχνολογίες. Στην ευρωπαϊκή εμπορική πολιτική πρέπει να προταχθεί η τήρηση υγειονομικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών προτύπων, ώστε να καταπολεμηθεί ο αθέμιτος ανταγωνισμός. Πρέπει, τέλος, να τερματιστεί η εξάρτηση σε στρατηγικούς τομείς, όπως κυρίως πρώτες ύλες. Χρειαζόμαστε μια ολοκληρωμένη πολιτική που να καλύπτει όλα τα στάδια της κρίσιμης αλυσίδας εφοδιασμού ορυκτών πόρων.
Αθροίζοντας τις πρόσθετες ανάγκες χρηματοδότησης των προτεινόμενων μέτρων πολιτικής προκύπτει ένα ποσό της τάξης των 650-1000 δις ευρώ το χρόνο. Πρέπει να εξαντληθούν οι πηγές «ιδίων πόρων» χωρίς επιβάρυνση του Ευρωπαίου πολίτη: Φόρος στον άνθρακα (στα σύνορα), κοινές επενδύσεις (ευρωομόλογα), φόρος στις χρηματοοικονομικές συναλλαγές, φόρος στις πολυεθνικές εταιρίες. Επείγει να εγκαθιδρυθεί ενιαία Ένωση Αποταμιεύσεων και Επενδύσεων, με ενιαία εποπτεία, κοινούς κανόνες πτώχευσης καθώς και στοιχεία φορολογικής σύγκλισης και, επίσης, να εισαχθούν κοινά ευρωπαϊκά χρηματοοικονομικά προϊόντα ώστε να συγκρατηθεί η φυγή κεφαλαίων προς τρίτες χώρες.
Η αποτελεσματική προώθηση του φιλόδοξου σχεδίου μετασχηματισμού της ευρωπαϊκής οικονομίας που περιγράφεται πιο πάνω απαιτεί νέο στρατηγικό εργαλείο για το συντονισμό των οικονομικών πολιτικών. Οι αντίπαλοί μας μας ξεπερνούν επειδή μπορούν να ενεργούν ως μία χώρα με ενιαία στρατηγική και να ευθυγραμμίζουν όλα τα απαραίτητα εργαλεία και πολιτικές πίσω από αυτήν. Η Ευρώπη, για να επιβιώσει στο άναρχο καθεστώς που διαμορφώνεται στον παγκόσμιο ανταγωνισμό, χρειάζεται μια ανανεωμένη εταιρική σχέση μεταξύ των κρατών-μελών, έναν επαναπροσδιορισμό, το ίδιο φιλόδοξο με την αρχική εκκίνηση της ενοποίησης πριν από 70 χρόνια με τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα.