Του Γιώργου Ατσαλάκη*
Για πρώτη φορά σε δύο δεκαετίες, το Μεξικό ξεπέρασε την Κίνα ως η κύρια πηγή εισαγωγών των Ηνωμένων Πολιτειών, υπογραμμίζοντας την εμβάθυνση των οικονομικών δεσμών μεταξύ των γειτονικών χωρών εν μέσω ενός μεταβαλλόμενου παγκόσμιου γεωπολιτικού τοπίου. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία που δημοσίευσε το Γραφείο Απογραφής των ΗΠΑ, οι Ηνωμένες Πολιτείες εισήγαγαν αγαθά αξίας 476 δισεκατομμυρίων δολαρίων από το Μεξικό το 2023, ξεπερνώντας τις εισαγωγές από την Κίνα, οι οποίες σημείωσαν μείωση στα 427 δισεκατομμύρια δολάρια – μείωση 20% από το προηγούμενο έτος. Η έννοια του “nearshoring”, η οποία περιλαμβάνει επιχειρήσεις που μεταφέρουν την παραγωγή πιο κοντά στην πρωτογενή αγορά τους για να μετριάσουν τους γεωπολιτικούς κινδύνους, έχει ευνοήσει σημαντικά το Μεξικό. Παρά τη φαινομενική μείωση της οικονομικής αλληλεξάρτησης μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, όπως υποδηλώνει η πτώση των εισαγωγών, τα συνολικά επενδυτικά πρότυπα προσφέρουν μια πιο σύνθετη εικόνα. Συγκεκριμένα, οι κινεζικές επενδύσεις στο Μεξικό έχουν διπλασιαστεί από το 2018, υποδεικνύοντας ότι ένα σημαντικό μέρος των αγαθών που εισέρχονται στις ΗΠΑ από το Μεξικό μπορεί να εξακολουθούν να προέρχονται από κινεζικές εγκαταστάσεις παραγωγής ή να βασίζονται σε μεγάλο βαθμό σε κινεζικά εξαρτήματα.
Το μακροχρόνιο μοτίβο των ισχυρών επενδυτικών ροών προς την Κίνα, τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, δείχνει σημάδια αντιστροφής. Κατά τη διάρκεια των αρχικών εννέα μηνών του 2023, η Κίνα παρουσίασε καθαρή εκροή τόσο στις άμεσες επενδύσεις (όπως οι επενδύσεις στο εξωτερικό σε εγχώριες εταιρείες) όσο και στις επενδύσεις χαρτοφυλακίου (συμπεριλαμβανομένων των επενδύσεων σε μετοχές και ομόλογα), υποδεικνύοντας μια υποχώρηση των επενδυτών εν μέσω κλιμακούμενης οικονομικής και γεωπολιτικής αβεβαιότητας. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις στην Κίνα έχουν φτάσει στο χαμηλότερο σημείο τους σε τρία χρόνια και οι αγορές μετοχών της χώρας έχουν δει μια εκπληκτική διάβρωση 2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων στην κεφαλαιοποίηση της αγοράς από τον Ιανουάριο. Ταυτόχρονα, η Κίνα παλεύει με μια σημαντική πτώση στην αγορά κατοικίας της και βιώνει τον σοβαρότερο αποπληθωρισμό τιμών εδώ και δεκαπέντε χρόνια. Σε απάντηση, οι εθνικοί φορείς χάραξης πολιτικής εξετάζουν σημαντικές οικονομικές παρεμβάσεις για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των επενδυτών και την αποτροπή μιας πιθανής καθοδικής οικονομικής σπείρας.
Αναλύοντας το διάγραμμα που δείχνει την πορεία δύο σημαντικών διεθνών χρηματιστηριακών δεικτών – τον δείκτη DJIA της Wall Street και τον δείκτη Hang Seng του Χρηματιστηρίου του Χονγκ Κονγκ – διαπιστώνουμε ότι ακολουθούσαν παραπλήσιες τροχιές μέχρι τις αρχές του Μάρτη του 2021, λίγο πριν την έναρξη της κρίσης στην κατασκευαστική εταιρεία της Κίνας, Evergrade. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο δείκτης DJIA είχε φτάσει στις περίπου 31.700 μονάδες, ενώ ο Hang Seng βρισκόταν γύρω στις 30.000 μονάδες.
Μετά από αυτό το σημείο, η κίνηση των δύο δεικτών διαφοροποιήθηκε σημαντικά. Ο DJIA κατέγραψε αύξηση, φτάνοντας περίπου στις 39.000 μονάδες – μια ανοδική κίνηση κατά 17%. Αντιθέτως, ο Hang Seng εμφάνισε πτώση, κατρακυλώντας στις 18.000 μονάδες, δηλαδή μειώθηκε κατά περίπου 45%. Όπως δείχνει το διάγραμμα. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι για να ανακτήσει ένας επενδυτής τα κεφάλαια του μετά από μια πτώση 50%, χρειάζεται να σημειώσει αύξηση 100% για να επιστρέψει στην αρχική του αξία πριν την πτώση. Τέτοιες αποδόσεις είναι πολύ σπάνιες. Επιπλέον, από το διάγραμμα γίνεται εμφανής η δοκιμασία μιας κρίσιμης στήριξης από τον Hang Seng. Η υπέρβαση αυτής της στήριξης θα μπορούσε να επιδεινώσει την κατάσταση, επηρεάζοντας πιθανώς και τις αγορές της Δύσης, οι οποίες δεν θα μπορούν να αγνοήσουν το πρόβλημα που διαφαίνεται. Η Κίνα βιώνει μια δυσμενή κατάσταση στην αγορά κατοικίας, η οποία συνθέτει πάνω από το 30% της οικονομίας της, αντιμετωπίζοντας ένα σημαντικό οικονομικό πρόβλημα. Μια ενδεχόμενη διάσπαση της στήριξης του Hang Seng στο άμεσο μέλλον θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια επικίνδυνη κατάσταση.
Αν και το Πεκίνο επέλεξε να μην δημοσιεύει δεδομένα για την ανεργία, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι σε σημαντικό βαθμό, έχει χάσει πολυάριθμες ξένες επιχειρήσεις, οι οποίες κάποτε παρείχαν τεράστιες ευκαιρίες απασχόλησης . Αυτή η κίνηση αναμφίβολα επιδεινώνει το ποσοστό ανεργίας μεταξύ της κινεζικής νεολαίας. Λειτουργώντας ως βαρόμετρο για ολόκληρη τη βιομηχανία, η TSMC, ο μεγαλύτερος κατασκευαστής τσιπ στον κόσμο, υποβάθμισε την ετήσια πρόβλεψή της για τα έσοδα από μέτρια ανάπτυξη σε πτώση 10%, επικαλούμενη την μείωση της ζήτησης από την Κίνα.
Η αργή οικονομική ανάκαμψη της Κίνας και οι επίμονες μακροοικονομικές αβεβαιότητες, ταυτόχρονα, λόγω της πτώσης της συνολικής ζήτησης για smartphones, προσωπικούς υπολογιστές και παραδοσιακούς servers, μειώνουν τις εξαγωγές της Κίνας. Παρόλο τα μέτρα τόνωσης της οικονομίας φαίνεται ότι δεν θα επιβραδύνουν την ταχύτητα των μετατοπίσεων της αλυσίδας εφοδιασμού τεχνολογίας μακριά από τη χώρα. Πολλές επιχειρήσεις αναζητούν εναλλακτικούς προμηθευτές καθώς δημιουργούνται νέα οικοσυστημάτα στη Νοτιοανατολική Ασία και την Ινδία, οπότε η τάση διαφοροποίησης για απομάκρυνση από την Κίνα, για τον μετριασμό των κινδύνων, δεν θα επιβραδυνθεί.
*Οικονομολόγος, Αναπληρωτής Καθηγητής
Πολυτεχνείου Κρήτης, Εργαστήριο Ανάλυσης Δεδομένων και Πρόβλεψης