Του Δημήτρη Στεργίου
Στις 30 Απριλίου συμπληρώθηκαν δέκα χρόνια από τότε που πέθανε ο Απόστολος Σάντας και πενήντα χρόνια από τη γνωριμία μου με τον ήρωα, ο οποίος, μαζί με τον Μανώλη Γλέζο, κατέβασαν τη σβάστικα από τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης, συνεχίζοντας την αντιστασιακή δράση του κατά του κατακτητή. Ήδη, συνάδελφοί μου απέτισαν τον οφειλόμενο φόρο τιμής με την ανάρτηση κειμένων για την προσωπικότητα, τη δραστηριότητα και την προσφορά του στην πατρίδα.
Στην ταπεινότητά μου επιτρέψτε μου να κάνω μιαν αναδρομή στις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν εκεί στην είσοδο του κτιρίου, όπου στεγάζονταν τα γραφεία και οι εγκαταστάσεις τότε του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη, στην οδό χρήστου Λαδά 3. Εκεί, ο συνάδελφος και γρήγορα φίλος μου Λάκης (έτσι τον λέγαμε εμείς), διοικητικός υπάλληλος και υπεύθυνος του Τμήματος Διεκπραίωσης των Εφημερίδων και Περιοδικών του μεγάλου αυτού δημοσιογραφικού συγκροτήματος, με περίμενε κάθε πρωί να μού δώσει το πακέτο («Σώμα» το λέγαμε εμείς!) με όλες τις ημερήσιες εφημερίδες και περιοδικά που κυκλοφορούσαν τότε καθώς και κάθε Τετάρτη ένα πακέτο με δέκα αντίτυπα φρεσκοτυπωμένου «Οικονομικού Ταχυδρόμου» για έλεγχο και για την ετοιμασία της διαφήμισης των θεμάτων με τα οποία θα κυκλοφορούσε την επόμενη ημέρα, δηλαδή κάθε Πέμπτη.
Είχε προσληφθεί από τον πρόεδρο του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη αείμνηστο Χρήστο Λαμπράκη αμέσως μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα από τον Καναδά το 1963, δηλαδή επτά περίπου χρόνια πριν από την ταπεινότητά μου. Εκεί, στον Καναδά είχε καταφύγει μετά την εξορία του στην Ικαρία το 1946, τη φυλάκισή του στην Ψυττάλεια το 1947, την εξορία του στη Μακρόνησο από όπου διέφυγε στην Ιταλία και ζήτησε πολιτικό άσυλο στον Καναδά. Το 1942 εντάχθηκε στο ΕΑΜ και λίγο αργότερα στην ΕΠΟΝ και βγήκε στο βουνό με τον ΕΛΑΣ. Γεννήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου του 1922 στη Λευκάδα. Το 1934 η οικογένεια του εγκαθίσταται στην Αθήνα. Τελειώνει το γυμνάσιο το 1940 και εισάγεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ένα πρωινό, καθώς πήγα στο γραφείο μου στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» μαζί με το «Σώμα» των εφημερίδων, ο αείμνηστος συνάδελφος Νίκος Βώκος μού είπε ότι ο κύριος στην είσοδο δεξιά, στο χώρο Πληροφοριών και Διεκπεραίωσης, ο πάντα χαρούμενος, φιλικός, συνεργατικός, εργατικός και πάντα αποτελεσματικός, είναι ο Λάκης Σάντας, που κατέβασε, μαζί με τον Μανώλη Γλέζο, τη γερμανική σημαία από την Ακρόπολη. Ομολογώ ότι χάρηκα, αλλά και εντυπωσιάστηκα από την ενημέρωση αυτή του Νίκου Βώκου, διότι δεν περίμενα ποτέ ότι αυτός ο σεμνός, ο απλός ιδιωτικός υπάλληλος είναι ο ήρωας της αντίστασης για τον οποίο συζητούσαμε ως φοιτητές στα αμφιθέατρα των πανεπιστημίων ή διαβάζαμε στις εφημερίδες! Κι όταν μάλιστα με ενημέρωσε, ως Αιτωλοακαρνάνα, ο Νίκος Βώκος ότι ο Λάκης Σάντας πήρε μέρος σε αρκετές μάχες και στην Αιτωλοακαρνανία (είχε πάρει μέρος και σε μάχες στη Φθιώτιδα και στην Αττικοβοιωτία και το 1994 τραυματίστηκε!), προσπαθούσα να πιάνω μαζί του συζήτηση, καθώς διαπίστωσα ότι με εκτιμούσε ιδιαίτερα και ότι διάβαζε πολύ «Οικονομικό Ταχυδρόμο» και τον γράφοντα, ενώ πολλές φορές ζητούσε περισσότερες λεπτομέρειες για μερικά σχόλιά μου και άρθρα μου.
Ένα από τα πρωινά που ανέφερα ήταν μόνος του στον ειδικό χώρο της Διεκπεραίωσης και του είπα ότι κατάγομαι από την Αιτωλοακαρνανία, με στόχο να τον κάνω να μιλήσει. Χάρηκε ιδιαίτερα και είχε τους λόγους του. Τού θύμιζα τη συμμετοχή του σε μάχες και στο Νομό, αλλά στην επιμονή μου να μου πει λεπτομέρειες για την ηρωική πράξη να κατεβάσει τη γερμανική σημαία από την Ακρόπολη με το Μανώλη Γλέζο, μού έλεγε στερεότυπα και με τρόπο που ήθελε ευγενώς να αποφύγει κάθε τέτοια συζήτηση: «Δημήτρη, δεν κυνηγάω ποτέ τη δημοσιότητα, γιατί θεωρώ ότι έχει εξευτελιστεί το ζήτημα πάρα πολύ. Την αντίσταση δεν την κάναμε μόνο εμείς, έχουν σκοτωθεί χιλιάδες παλικάρια, γυναίκες και άνδρες, “ανώνυμοι”»!
Δεν επέμενα! Για μένα ήταν όχι μόνο ο ήρωας στην ακρόπολη, ο αντιστασιακός κατά του κατακτητή, αλλά «αντιστασιακός» και κατά της πρόκλησης για «εξαργύρωση» μιας ιερής δικής του επιλογής του «αμύνεσθαι περί πάτρης» και όχι «περί πάρτης». Κι αυτή η ιερότητα του προσώπου του Λάκη Σάντα έγινε εντονότερη με όσα εξιστόρησε αργότερα στον Ηλία Πετρόπουλο για το εγχείρημα υποστολής της γερμανικής σημαίας. Συγκεκριμένα, είχε πει τα εξής:
«Κι έξαφνα ένα δειλινό που ήμαστε στο Ζάππειο και ο ήλιος έγερνε λούζοντας τον ορίζοντα με εκείνα τα χρώματα που μόνο ο αττικός ουρανός έχει, τα μάτια μας γύρισαν στον βράχο της Ακροπόλεως. Μέσα στο υπέροχο φόντο της δύσης σταθήκαμε και κοιτούσαμε. Και τότε το βλέμμα μας έπεσε πάνω στη σημαία τους που υπερήφανα κυμάτιζε ψηλά-ψηλά και η βαριά σκιά της πλάκωνε καταθλιπτικά όλη την Αθήνα, όλη την αττική γη. Να τι πρέπει να τους κάνουμε! Ήρθε η σκέψη σαν σπίθα. Να τους την πάρουμε. Να την γκρεμίσουμε και να την ξεσχίσουμε και να πλύνουμε έτσι τη βρωμιά από τον Ιερό Βράχο. Την είχαν στήσει αυτήν την ίδια την πολεμική τους σημαία οι ναζί θριαμβευτικά ως τότε στη Βαρσοβία, στη Βιέννη, στην Αμβέρσα, στη Νορβηγία, στο Παρίσι και στο Βελιγράδι και απειλούσαν να τη στήσουν σε όλο τον κόσμο τότε. Μα εδώ είναι Ελλάδα. Είναι η μικρή χώρα που απ’ αυτή ξεπετάχτηκε η φλόγα του Πολιτισμού. Είναι η χώρα που δίνει το παράδειγμα πάντα στις κρίσιμες στιγμές της Ιστορίας».
Αυτά τα λιτά, τα απλά και έως εκεί και μη… παρέκει! Προτίμησε να εργάζεται ως ιδιωτικός υπάλληλος στη Διεκπεραίωση του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη, απλά και ταπεινά, και όχι να είναι… κάπου «κρατικοδίαιτος», προκλητικά και… απαιτητικά…
Πηγή: ot.gr