Του Πάνου Ευαγγελόπουλου*
Βαδίζοντας για τις εκλογές, κορυφώνεται στη δημόσια συζήτηση, η διαμάχη για τους φόρους. Όμως η ελληνική οικονομία ακόμη και σήμερον είναι μια υπερφορολογημένη χώρα. Πώς είναι δυνατόν να υποστηρίζεται η φορολόγηση των μερισμάτων, ενός πολύ μικρού ποσού, ένδειξης αδυναμίας, των πιο πολλών ελληνικών επιχειρήσεων να διανέμουν κέρδη, και λαμβανομένου υπ’ όψιν, ότι η Ελλάς είναι η μοναδική χώρα ίσως στον πλανήτη που όλες οι τράπεζές της δεν έχουν διανείμει μέρισμα εδώ και δεκαπέντε χρόνια.
Εάν αυτό, ευχής έργον, συμβεί του χρόνου, μετά από τόσα πολλά χρόνια, ζητούν σοβαρά μερικοί να φορολογηθεί με αυξημένους συντελεστές. Μα η οικονομία μας κινείται ακόμη σε κινούμενη άμμο αβεβαιοτήτων και ανισορροπιών, δυσβάστακτου δημοσίου χρέους, φρενήρους εμπορικού ελλείμματος και ενός πληθωρισμού, που παρά την κατακρημνώδη πτώση των τιμών ενέργειας, δεν λέει να καταλαγιάσει, ιδίως στα τρόφιμα. Η αύξηση της οποιασδήποτε φορολογίας θα ήταν εκ προοιμίου ένα δεινό τέλος.
Όλα αυτά δείχνουν ότι βιαζόμαστε να φορολογήσουμε κάτι που δεν έχει παραχθεί ακόμη και να ακυρώσουμε βιαστικά ό,τι ίσως πάει να ξεκινήσει. Το μεγάλο πλήθος των ελληνικών επιχειρήσεων, με βάση τα στοιχεία του ΓΕΜΗ, είναι μικρομεσαίες με έντονα προβλήματα επιβίωσης και υπερχρέωσης. Τα νοικοκυριά το ίδιο. Οι τράπεζες μείωσαν τα κόκκινα δάνεια με τεχνικό τρόπο και ουχί λόγω της οικονομικής ευρωστίας των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών να αποπληρώσουν τα χρέη τους. Όσοι επενδύουν στις τράπεζες, αναλαμβάνουν μεγάλο ρίσκο, διότι αγοράζουν ταυτόχρονα όλη αυτήν την αβεβαιότητα, όλα αυτά τα προβλήματα αλλά και την αναβαλλόμενη φορολογία των τραπεζών. Τι τους λέμε λοιπόν; Αγοράστε και νέους φόρους, με τους οποίους θα σας επιβαρύνουμε επιπλέον, εάν τυχόν αποκομίσετε κέρδη από τα μερίσματα. Αν συνεχίσουμε έτσι, μετά βεβαιότητος, θα χαθούν όλες οι προσπάθειές μας των πολλαπλών ανακεφαλαιοποιήσεων των τραπεζών και τα πολύτιμα κεφάλια που έχουμε διαθέσει γι’ αυτές.
Τουναντίον πρέπει να συνεχίσουμε την πολιτική μείωσης των φόρων σε όλα τα επίπεδα, ακόμη και στην έμμεση φορολογία αλλά και στην φορολογία εισοδήματος όπως και σε αυτήν της περιουσίας. Η μείωση της έμμεσης φορολογίας θα οδηγήσει σε μετριασμό του πληθωρισμού, μείωση του κινήτρου της φοροδιαφυγής και θα αναδείξει συγκριτικά πλεονεκτήματα στην επιχειρηματική δραστηριότητα ενώ θα αυξηθεί σημαντικά η φορολογική συμμόρφωση και η φοροσυλλεκτική ικανότητα του κράτους. Εξάλλου η έμμεση φορολογία μας είναι υπέρμετρη. Η μείωση της φορολογίας εισοδήματος, επιχειρήσεων και νοικοκυριών, θα αυξήσει την επενδυτική ισχύ των επιχειρήσεων και τις αποταμιεύσεις των νοικοκυριών. Αυτός είναι ο μόνος υγιής τρόπος αποπληρωμής των χρεών για την παγίωση στη χώρα μας της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Αντίθετα οι παρατεταμένες δόσεις μιας ζωής είναι αλυσιτελείς καταστάσεις απελπισίας που παγιώνουν το αναξιόχρεο επιχειρήσεων και νοικοκυριών. Δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος ανακυκλώσεως χρεών που είναι σχεδόν αδύνατον να διαφύγει κανείς.
Η μείωση της φορολογίας περιουσίας θα καταστήσει τη στέγη φθηνή και ελκυστική για νέες επενδύσεις στον τομέα των αστικών κατασκευών, ως της μόνης λύσης μείωσης, όχι μόνον των τιμών κατοικίας αλλά και των ενοικίων που είναι και τα δύο απολύτως ζωτικά για τα νέα ζευγάρια και την αύξηση του αριθμού των μελών της οικογένειας. Στην Ελλάδα περνάμε εύκολα από το ένα άκρο στο άλλο. Από τον μηδενικό φόρο περιουσίας, επιβάλλαμε, αυθωρεί και παραχρήμα, τον επαχθέστατο ΕΝΦΙΑ, διαλύοντας την αγορά ακινήτων, των κατασκευών και εκατοντάδων συναφών επαγγελμάτων. Φορολογήσαμε ακόμη και τα ακίνητα των παραγωγικών μας επιχειρήσεων όταν τα ιδιοχρησιμοποιούν. Δεν μας έφτανε μάλιστα αυτό αλλά εισαγάγαμε και τον συμπληρωματικό φόρο περιουσίας που είναι παγκόσμια ελληνική επινόηση, φόρου πάνω στον φόρο. Όλα αυτά έχουν δυσμενέστατες συνέπειες στην οικονομία και πρέπει άμεσα να προχωρήσουμε σε περαιτέρω δραστικές και πολυδιάστατες φορολογικές μειώσεις.
Πλην όμως, για να γίνουν όλα αυτά, χρειάζεται μείωση των δημοσιονομικών δαπανών που πρέπει να λάβει χώρα με μια συγκροτημένη και οργανωμένη νέα δημοσιονομική πολιτική. Πρέπει να ζητηθεί από κάθε διοίκηση, κάθε δημόσιας οντότητας, ένας συγκεκριμένος κόπτης, μη μισθολογικής δαπάνης που θα την περιορίσει σημαντικά και δραστικά. Αυτή η μείωση πρέπει να παρακολουθείται στενά και καθημερινά, σε μια ανοικτή και δημόσια ψηφιακή πλατφόρμα, που όλοι μας θα βλέπουμε και θα ελέγχουμε την ικανότητα των διοικητών να περικόπτουν δαπάνες. Μια mydata εφαρμογή για όλον τον δημόσιο τομέα. Δεν αρκεί όμως μόνον αυτό για να μειώσουμε την φορολογία. Πρέπει να εξετάσουμε και την σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού που είναι το άγος των επιδομάτων.
Τα επιδόματα και τα επιστρεπτέα είναι τα πιο αντιπαραγωγικά και πιο αναποτελεσματικά μέτρα οικονομικής πολιτικής, ενώ δεν ανακουφίζουν καθόλου τα λαϊκά εισοδήματα, των οποίων η τύχη κρίνεται, όχι από τα επιδόματα αλλά από τον τρόπο που ο πληθωρισμός τα κατατρώει και τα ισοπεδώνει. Τα επιδόματα επιδεινώνουν το εμπορικό ισοζύγιο και το παρακολουθούμε αμίλητοι να βαδίζει από το κακό στο χειρότερο διότι είμαστε μια χώρα χαμηλής προστιθέμενης αξίας. Επιπλέον τα επιδόματα φουσκώνουν τη ζήτηση και έτι περεταίρω τον πληθωρισμό, ο οποίος με τη σειρά του, εκμηδενίζει την αξία των επιδομάτων. Φαύλος κύκλος ανάξιος συνηγορίας που πρέπει όμως να τον καταπολεμήσουμε με μια νέα συντεταγμένη αντιπληθωριστική οικονομική πολιτική. Χαιρόμαστε για την πτώση του πληθωρισμού αλλά δεν πρέπει να παρασυρόμαστε. Ο πληθωρισμός έχει λάβει μόνιμα χαρακτηριστικά, γι’ αυτόν τον λόγο ο δομικός πληθωρισμός είναι ψηλότερα και των τροφίμων ακόμη ψηλότερα. Ακόμη και αν οι τιμές της ενέργειας παραμείνουν βυθισμένες, ο πληθωρισμός θα συνεχίσει τον δρόμο του και θα αργήσει να κατέβει. Αν όμως οι τιμές της ενέργειας αγριέψουν ξανά, μαζί με τον πόλεμο, τότε αλίμονο μας διότι θα είμαστε πλέον άνευ εφεδριών.
Αυτό μάλιστα είναι ένα ισχυρότατο, σκληρό, πικρό και αληθινό μάθημα, για όλους αυτούς που υποστήριζανότι ο πληθωρισμός είναι συγκυριακός, όμως βλέποντας τον να αγριεύει, τον αποκάλεσαν παροδικό, στην συνέχεια που αποκτούσε πιο μόνιμα χαρακτηριστικά, απεκλήθη μεταβατικός, για να αποτελέσει τελικά το μεγαλύτερο οικονομικό πρόβλημα επί δύο έτη μέχρι σήμερον. Πόσος κόπος και πόνος αλήθεια τελικά, για να καταλάβουμε ότι έπρεπε να προετοιμαστούμε καταλλήλως για την επερχόμενη έντονη και παρατεταμένη πληθωριστική παλίρροια που όλα τα σημάδια της παγκόσμιας οικονομίας έδειχναν.
Η δική μας κυβέρνηση κατελήφθη εξαπίνης και απροετοίμαστη για το πληθωριστικό σοκ, αντί να επιλέξει μια συντεταγμένη και σύγχρονη αντιπληθωριστική πολιτική, άρπαξε την πιο πρόχειρη και εύκολη λύση, εθισμένη από τις απλόχερες χορηγίες της πανδημίας που προηγήθηκε και επηρεασμένη από το δόγμα τα επιδόματα φέρνουν ψήφους. Όπως όμως μας αναλύει η Σχολή της Δημόσιας Επιλογής και ο βραβευμένος με Νόμπελ Οικονομικών Επιστημών, James Buchanan, τα επιδόματα από την μια πλευρά προάγουν τα πολιτικά συμφέροντα αλλά από την άλλη οδηγούν στην πιο αναποτελεσματική χρήση των πολυτιμότατων και σε σπανιότητα πόρων της οικονομίας. Αυτό είναι απολύτως καταστροφικό τόσο για την οικονομική μεγέθυνση όσο και για την οικονομική ευημερία.
Τελικά η κυβέρνηση προήγαγε τα ενισχυτικά του εισοδήματος κρατικά συστήματα, τα δίκτυα και τις πλατφόρμες επιδομάτων, που όμως πέραν του αναποτελεσματικού και φαύλου κύκλου που δημιουργούν, επιπροσθέτως εισαγάγουν και επιβάλλουν δυσβάστακτο συναλλακτικό κόστος στην οικονομία μας, εμπλέκοντας, στα ήδη επιβαρυμένα καθήκοντα τους, τα σώματα ελεγκτών, επιθεωρητών, επιτηρητών και καταγραφικών συστημάτων, έναντι όλων των ληπτών και παραληπτών επιδομάτων που πρέπει να ελεγχθούν οι επιτήδειοι, οι κατ’ εξακολούθηση αλλά και οι τυχαίοι ατιμώρητοι παραβάτες, οι λαθρεπιβάτες των επιδοτήσεων και οι συστηματικοί λαφυραγωγοί του δημοσίου χρήματος.
Χτίζουμε νέες πολυδάπανες και περίπλοκες γραφειοκρατίες, έστω και ψηφιακές, βαρύτατου ελεγκτικού φόρτου, με πολύ χαμηλή απόδοση και εν τέλει, για επιδόματα που θα εξανεμισθούν από τον πληθωρισμό. Μηδέν εις το πηλίκον. Με λίγα λόγια τα επιδόματα δεσμεύουν και αφαιρούν πολύτιμους πόρους από τις μέλισσες της κοινωνίας, χωρίς να ωφελούνται οι πολίτες που βρίσκονται σε άμεση και κατεπείγουσα ανάγκη, ενώ ευάριθμοι κηφήνες, που διαφεύγουν των ελέγχων, συνεχίζουν να εισπράττουν εις βάρος των πολλών.
Αντί η κυβέρνηση Μητσοτάκη να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό, τον κατονόμασε εισαγόμενο και έχει δίκιο, για να απαλλαγεί όμως των ευθυνών της και υιοθέτησε ακόμη και το καλάθι του νοικοκυριού, το πιο αναχρονιστικό μέτρο, βγαλμένο από τη ναφθαλίνη του κρατικού πατερναλισμού, που διαχέει τις ανατιμήσεις σε όλα τα άλλα τρόφιμα, με αποτέλεσμα, ειδικά ο πληθωρισμός τροφίμων, να έχει σπάσει κάθε προηγούμενο ρεκόρ μέχρι τώρα. Τα ελληνικά νοικοκυριά φτωχαίνουν αργά και σταθερά και αναρωτιούνται γιατί δεν βγαίνουν, παρά την αφθονία για κάθε λόγο των επιδομάτων, ενώ καταστρατηγείται βαναύσως, η αρχή της κυριαρχίας (consumer sovereignty) και της ελευθερίας της επιλογής του καταναλωτή, που είναι ο θεμελιώδης και ο ακρογωνιαίος λίθος της φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Φθάσαμε στο σημείο, πάνω από 8 εκατομμύρια δικαιούχοι να σιτίζονται με κουπόνια και να ψωνίζουν με δελτία τιμών και καλάθια, και δεν λέει κανείς τίποτα, ότι δηλαδή αυτό είναι το πιο απεχθές και το πιο αποκρουστικό που θα μπορούσε ποτέ να μας συμβεί και ότι αποτελεί ένα πολύ ισχυρό σήμα κινδύνου ότι η ελληνική οικονομία δεινοπαθεί, ότι προσβλέπουμε σε ένα πρυτανείο που είναι το κράτος μας φορτωμένο με δυσβάσταχτο δημόσιο χρέος, παρέα με το χρέος μας το ιδιωτικό, που δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε, ότι έχει λάβει απίστευτες και άνευ προηγουμένου διαστάσεις.
Μια επιδοματική πολιτική δεν μπορεί να είναι αντιπληθωριστική. Η αντινομία και η αντίφαση είναι προφανής. Με τα επιδόματα βαδίζουμε σε έναν λανθασμένο δρόμο και παλινδρομούμε, ενώ η αύξηση των ονομαστικών μακροοικονομικών μεγεθών, που σε σημαντικό βαθμό είναι αποτέλεσμα του πληθωρισμού, αποδίδουν μια μαγευτική εικόνα. Ακόμη και το ratio ΔΧ/ΑΕΠ βαίνει μειούμενο, σε μεγάλο βαθμό, ένεκα της πληθωριστικής ονομαστικής αύξησης του ΑΕΠ και ουχί εξ αιτίας της μείωσης του δημοσίου χρέους. Το αντίθετο συμβαίνει. Το Δημόσιο Χρέος αυξάνεται και μάλιστα το χρέος της κεντρικής κυβέρνησης έχει περάσει πλέον το ύψος των 400 δισ. ευρώ. Η οικονομία μας εν τω μεταξύ, θα συσσωρεύει προβλήματα, με συνέπεια να ξυπνήσουμε, μετά την εκλογική μας μέθη, σε μια κατάσταση που με δυσκολία θα μπορέσουμε να συνέλθουμε.
Η Ελλάδα χρειάζεται σήμερα μια άλλη ρεαλιστική και φιλελεύθερη πολιτική, μακριά από τις πεπατημένες, παρακμιακές πολιτικές επιλογές του παρελθόντος που μας έφθασαν μέχρι εδώ. Ο δρόμος της πολιτικής αρετής μας δείχνει, ότι οι πολιτικοί οφείλουν να αφουγκράζονται τον λαό αλλά και τούμπαλιν, να τον παιδαγωγούν με νέες ιδέες και νέες πολιτικές. Δεν μπορούμε σε έναν αιώνα κοσμογονικών αλλαγών, που τρέχουμε ήδη στην τρίτη δεκαετία του, εμείς να βαδίζουμε ασθμαίνοντας και επιδοτώντας.
* Ο Πάνος Ευαγγελόπουλος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής, Τμήμα Διοικητικής Επιστήμης και Τεχνολογίας, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου
Πηγή: capital.gr