Φορολογία και αναδιανομή του εισοδήματος (Μέρος Β.)… Του Συμεών Ρωμύλου

66

Του Συμεών Ρωμύλου

Στο προηγούμενο σχόλιο, με τον ίδιο τίτλο, είδαμε αναλυτικά πώς και γιατί (σε αντίθεση με την ΠΑΓΚΟΣΜΙΩΣ επικρατούσα αντίληψη) οι «άμεσοι» φόροι στα εισοδήματα από εργασία ή από κέρδη επιχειρήσεων, αντιστοίχως, λειτουργούν ακριβώς όπως οι «έμμεσοι», δηλαδή, ως ΚΟΣΤΟΣ κτήσης (παραγωγής ή αγοράς αγαθών) προς πώληση, και συνεπώς, αυξάνουν τις τιμές και επιβαρύνουν τους καταναλωτές που αγοράζουν τα αγαθά, ακριβώς όπως οι έμμεσοι φόροι. (Για τις επιχειρήσεις κόστος είναι ο μεικτός μισθός που καταβάλλουν…)

Είδαμε επίσης ότι λειτουργούν πολλαπλασιαστικά, δηλαδή, για κάθε ένα ευρώ που εισπράττει το δημόσιο, οι τιμές αυξάνουν κατά περισσότερο από ένα ευρώ, με μόνη εξαίρεση τον ΦΠΑ, που αυξάνει τις τιμές ακριβώς με όσα εισπράττει το δημόσιο. (Οι επιχειρήσεις αυξάνουν το κόστος -που περιλαμβάνει τους φόρους- με το περιθώριο επιδιωκόμενου κέρδους…).

Ο ΦΠΑ λέγεται «προστιθέμενης» αξίας, επειδή επιβάλλεται μόνον στην νέα αξία, που προστίθεται στην αξία των εισροών (υλικά, αποσβέσεις, ενέργεια κλπ.) στην διαδικασία παραγωγής ενός προϊόντος.

Αξία για την ικανοποίηση των αναγκών των ανθρώπων, έχει μόνον ό,τι είναι διαθέσιμο για κατανάλωση ή ιδιόχρηση. Ένα μήλο στην μηλιά, ή ακόμη και ένα προϊόν στην αποθήκη του καταστήματος είναι «άχρηστα».

Έτσι, όσοι μεσολαβούν μέχρι να φτάσει το προϊόν «στο ράφι», του προσθέτουν νέα αξία. Εάν κάποιος μεταφέρει το προϊόν από το ράφι στο σπίτι του αγοραστή, και πληρωθεί για αυτό, πληρώνεται επειδή αυτό το προϊόν έχει για τον αγοραστή μεγαλύτερη αξία στο σπίτι του από όση στο ράφι. Αυτός που το μετέφερε, του πρόσθεσε αυτήν την αξία.

Ιδού, τώρα, γιατί ο ΦΠΑ δεν λειτουργεί πολλαπλασιαστικά.

Οι επιχειρήσεις αποδίδουν στο κράτος τον ΦΠΑ που εισπράττουν με τις πωλήσεις τους, αφού αφαιρέσουν τον ΦΠΑ που πληρώνουν με τις αγορές τους. Δηλαδή τον ΦΠΑ που πληρώνουν με τις αγορές τους δεν τον χειρίζονται σαν κόστος τους, αλλά σαν μερική προκαταβολή προς το κράτος, έναντι του ΦΠΑ που θα εισπράξουν με τις πωλήσεις τους και τότε θα οφείλουν στο κράτος.

Έτσι, επιχειρήσεις που παράγουν προϊόντα που υπάγονται στον χαμηλό συντελεστή (πχ., τρόφιμα 13%) που έχουν (αρκετές) αγορές με τον υψηλό συντελεστή (π.χ. υλικά συσκευασίας 24%), λαβαίνουν από το κράτος επιστροφή ΦΠΑ, ως εάν το κράτος να εξοφλεί την οφειλή του προς αυτές.

(Παρένθεση: Γράφοντας περί ΦΠΑ, θυμήθηκα την ιστορία του, και συνειδητοποίησα ότι ο ΦΠΑ έγινε κίνητρο εύκολης φοροδιαφυγής από τότε που καταργήθηκε η απαγόρευση αναγραφής στα δελτία λιανικής πώλησης ούτε του ποσοστού, ούτε του ποσού του ΦΠΑ. Ιδού αυτή η εξέλιξη

Ερώτηση προς και απάντηση από copilot.microsoft Α.Ι.

Πότε και γιατί η απαγόρευση αναγραφής στα δελτία λιανικής πώλησης ούτε του ποσοστού, ούτε του ποσού του ΦΠΑ, από απαγόρευση έγινε σχεδόν απαίτηση;

Απάντηση: Ο ΦΠΑ εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στην Ευρώπη το 1973. Η αρχική πρόταση για την εφαρμογή του ΦΠΑ προήρθε από την Ελλάδα και εγκρίθηκε από την Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 1970. Αρχικά, δεν επιτρέπονταν να αναγράφεται το ποσοστό ή το ποσό του ΦΠΑ στα δελτία λιανικής πώλησης.

Η αλλαγή έγινε με την Επιτροπική Απόφαση 97/92/ΕΚ του 1997, η οποία επέτρεψε στα κράτη μέλη να απαιτήσουν την αναγραφή του ΦΠΑ στα δελτία λιανικής πώλησης. Αυτή η αλλαγή έγινε για να βελτιωθούν οι διαδικασίες ελέγχου και να καταπολεμηθούν οι παραβιάσεις του ΦΠΑ. Κλείνει η παρένθεση και συνεχίζουμε).

Αλλά, ο ΦΠΑ δεν επιβαρύνει μεν τις τιμές των αγαθών πολλαπλασιαστικά έχει όμως σημαντικά μειονεκτήματα.

Το πρώτο, και πιο σημαντικό, είναι ότι αυξάνει τις τιμές των ειδών ευρείας κατανάλωσης, για τις αγορές των οποίων τα «φτωχά» νοικοκυριά δαπανούν το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους! Ο ΦΠΑ αγνοεί την αγοραστική δύναμη των φορολογουμένων και συνεπώς, όσο μικρότερη είναι αυτή, τόσο μεγαλύτερη είναι η σημασία των αναγκών που αδυνατούν να ικανοποιήσουν! Περισσότερα για αυτό στο τέλος.

Ένα δεύτερο μειονέκτημα είναι ότι, όταν άρχισε να αναγράφεται το ποσό του ΦΠΑ στις αποδείξεις λιανικής πώλησης, γεννήθηκε ένα ισχυρό κίνητρο και ένας μηχανισμός «εύκολης» φοροδιαφυγής (ενίοτε μαζί με φοροκλοπή ΦΠΑ.).

Στην ερώτηση «Χ ευρώ με, ή Ψ ευρώ χωρίς;», το κίνητρο για την ΜΗ επιλογή του «Ψ» είναι τόσο πιο ισχυρό όσο μικρότερο είναι αυτό από το «Χ».

Ένα τρίτο μειονέκτημα είναι ότι έχει σημαντικό κόστος λειτουργίας. Το γεγονός ότι ο ΦΠΑ πρέπει να υπολογίζεται χωριστά για κάθε είδος αυξάνει την γραφειοκρατία και επομένως το κόστος, τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για το κράτος.

Έτσι λειτουργούν αυτοί οι φόροι και τίποτε δεν μπορεί το αλλάξει. Οπότε;

Οι Αμερικανοί λένε, If you can’t beat them, join them! Αφού ο ΦΠΑ δεν μπορεί να καταργηθεί τελείως (όπως θα έπρεπε! για παράδειγμα η πολύπειρη IRS των ΗΠΑ και άλλες ανεπτυγμένες χώρες δεν τον υιοθέτησαν όταν τον υιοθέτησε η Ε.Ε.) τότε θα μπορούσε να αλλάξει, ώστε να γίνει ένα σύστημα μιας κάποιας αναδιανομής του εισοδήματος!

Για να γίνει αυτό, θα έπρεπε να επιστρέφεται όλος ή μέρος του ΦΠΑ που πληρώνουν με τις αγορές τους οι φορολογούμενοι, κλιμακωτά, βάσει του εισοδήματός τους. Η επιστροφή, θα λειτουργεί και ως ισχυρό αντικίνητρο για φοροδιαφυγή….

Τέλος, για να προστεθεί και ένα «ηθικό δίδαγμα» στα δυο σχόλια, αυτό είναι ότι, κάθε συζήτηση περί «αναδιανομής του εισοδήματος δια της φορολογίας», είναι παραπλανητική, γιατί βασίζεται σε κάποιες από τις πάμπολλες κοινωνικές παραδοχές, είτε μη αληθών ως αληθή, είτε μη υπαρκτών ως υπαρκτά.

Αυτές οι παραδοχές έχουν επινοηθεί, ή έχουν προκύψει, και λειτουργούν ως «βοηθήματα» υπέρβασης αντίστοιχων εμποδίων, επειδή, χωρίς αυτές, δεν θα ήταν δυνατόν να επιτυγχάνονται τα αντίστοιχα επιθυμητά αποτελέσματα.

Για παράδειγμα, σε όλες τις σχετικές δράσεις μας υποτίθεται ότι η «αξία» των αγαθών μπορεί να «μετρηθεί», και μάλιστα με ακρίβεια δύο δεκαδικών ψηφίων κάποιας νομισματικής μονάδας (!!!), ή ότι οι «εταιρείες», επειδή αναγνωρίζονται ως νομικά «πρόσωπα» που ενεργούν και έχουν δικαιώματα και υποχρεώσεις, «υπάρχουν».

Όμως οι «εταιρείες» ΔΕΝ υπάρχουν, δεν ενεργούν τα νομικά, ενεργούν κάποια φυσικά πρόσωπα, και «αξία» ΕΧΕΙ μόνον ό,τι είναι χρήσιμο, μπορεί να ικανοποιήσει κάποια ανάγκη ή επιθυμία, άλλως είναι άχρηστο, δεν έχει καμία αξία.

Δηλαδή αξία ΕΙΝΑΙ οι ιδιότητες (ή, η «ικανότητα») των υλικών ή άυλων πραγμάτων να ικανοποιούν ανάγκες. Αλλά το ίδιο πράγμα, ακόμη και για το ίδιο άτομο, δεν προσφέρει την ίδια, «ίση» ικανοποίηση, κάθε φορά που το αναλώνει ή το χρησιμοποιεί για να ικανοποιήσει ακριβώς την ίδια ανάγκη του. Αυτό ισχύει είτε πρόκειται για ακριβώς το ίδιο (αναλώσιμο) γεύμα, είτε για ένα εργαλείο π.χ. ένα τρυπάνι.

Μα, θα τεθεί το εύλογο ερώτημα: αφού «έτσι λειτουργούν αυτοί οι φόροι και τίποτε δεν μπορεί το αλλάξει» και αφού χωρίς αυτές τις παραδοχές «δεν θα ήταν δυνατόν να επιτυγχάνονται τα αντίστοιχα επιθυμητά αποτελέσματα», γιατί να τα σκεφτούν οι φορολογικοί νομοθέτες;

Να τα σκεφτούν, πρώτον, γιατί «χωρίς αυτές τις παραδοχές, δεν θα ΗΤΑΝ δυνατόν…». Τώρα όμως πολλά έχουν αλλάξει, και πολλά ΕΙΝΑΙ δυνατόν…. Για παράδειγμα, δεν υπάρχει πλέον κανένας λόγος (όπως εξηγώ στο βιβλίο μου) να συνεχίζεται η φορολόγηση των νομικών «προσώπων». Είναι νομικά εφικτό και διαδικαστικά εύκολο να φορολογούνται οι μέτοχοι για τα κέρδη των εταιρειών τους.

Να τα σκεφτούν, δεύτερον, επειδή προτάσεις όπως να επιστρέφεται ο ΦΠΑ, «αμβλύνουν» ατομικές ανισότητες. Η επιδότηση, πχ., με 100 ευρώ, σε όσους έχουν εισόδημα μέχρι 1.000 ευρώ συνεπάγεται να μην επιδοτείται κάποιος με εισόδημα 1.001 ευρώ, ενώ άλλος να καταλήγει με (999+100=) 1.099 ευρώ.