Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Ενώ οι εκπρόσωποι της ιδιωτικής επιχειρηματικής δραστηριότητας, με κάποιες εξαιρέσεις, στωϊκά δέχονται τα ξόρκια περί αισχροκέρδειας και επιλεγμένα πρόστιμα, που μόνον θέαμα προσφέρουν, η παραγωγική Ελλάδα, ως συνήθως πλέον, βρίσκεται από πλευράς παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας στις τελευταίες θέσεις των ευρωπαϊκών χωρών.
Την ίδια στιγμή 4 εκατομμύρια Έλληνες είναι υπερχρεωμένοι, κάπου 900.000 έχουν κατασχεμένους τραπεζικούς λογαριασμούς και το συνολικό ιδιωτικό χρέος δεν απέχει πολύ από τα 300 δισ. ευρώ.Κατά κεφαλήν είναι έτσι ένα από τα υψηλότερα στον κόσμο αν συνυπολογιστεί και το αντίστοιχο δημόσιο χρέος.
Επίσης, 700.000 ακίνητα βρίσκονται εκτός κτηματαγοράς, δηλαδή ούτε πωλούνται ούτε ενοικιάζονται και ενώ η κυβέρνηση ασχολείται με την «αισχροκέρδεια» στις γομολάστιχες και το ελαιόλαδο, το κόστος κατοικίας για ένα νοικοκυριό τα τέσσερα τελευταία χρόνια, από το 22% του προϋπολογισμού ενός νοικοκυριού 3 ατόμων, απορροφά περίπου το 45% και οδεύει προς το 60%!!Με τη συμβολή Ισραηλινών, κινεζικών και γερμανικών επενδύσεων σε κατοικίες.
Με βάση έτσι τα εισοδηματικά δεδομένα στη χώρα, συμπεριλαμβανόμενης και της παραοικονομίας, ένα νοικοκυριό 150 ημέρες το χρόνο πρέπει να μπορεί να ζει με δανεικά, ενώ κάθε εργαζόμενος 120 ημέρες εργάζεται για την ΑΑΔΕ.
Σε αυτό το «λαμπρό» τοπίο, υπό ομαλές συνθήκες, τρεις με τέσσερεις γενιές Ελλήνων θα πρέπει να ασχολούνται μόνον με την αποπληρωμή δανεικών.Και αυτό υπό συνθήκες υψηλής διεθνούς γεωπολιτικής και χρηματοοικονομικής αβεβαιότητας.
Η προοπτική αυτή, η οποία κάθε άλλο παρά αποκύημα νοσηρής φαντασίας είναι, στο εσωτερικό για να αντιμετωπιστεί, προϋποθέτει την ύπαρξη υψηλής παραγωγικότητας, αισθητή βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, σε σύγκριση με τα σημερινά επίπεδα και ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης πάνω από 3,5% το χρόνο.
Πώς μπορεί όμως να συμβεί αυτό, όταν ο βαθμός αυτάρκειας της χώρας δεν ξεπερνά το 20% και η κατανάλωση συμμετέχει με ποσοστό σχεδόν 80% στον σχηματισμό του ΑΕΠ;
Τα ποσοστά αυτά, σημαίνουν ότι ο πληθωρισμός στην Ελλάδα, μέχρι στιγμής, είναι κυρίως εισαγόμενος. Αφορά τόσο στα καταναλωτικά αγαθά όσο, επίσης, στα ενδιάμεσα και στα κεφαλαιουχικά αγαθά, τα οποία χρησιμοποιούνται ως εισροές για την ελληνική παραγωγή. Το πληθωριστικό φαινόμενο θα μπορούσε να ιδωθεί ως επιδείνωση των εξωτερικών όρων εμπορίου της ελληνικής οικονομίας, με την έννοια ότι είναι υποχρεωμένη να πληρώνει περισσότερα στο εξωτερικό για να αγοράζει τα ίδια ή, εναλλακτικά, να πληρώνει τα ίδια για να αγοράζει λιγότερα. Αυτή, όμως, είναι η μία όψη του φαινομένου. Υπάρχει και μία άλλη, η οποία είναι πιο σημαντική από πλευράς δυνατοτήτων άσκησης οικονομικής πολιτικής. Ότι, δηλαδή, η επιδείνωση των όρων εμπορίου και ο εισαγόμενος πληθωρισμός, παρά τη βελτίωση των εξαγωγών και την τουριστική άνοδο, λειτουργούν, στην πράξη, όπως λειτουργούσε η υποτίμηση του εθνικού νομίσματος στην εποχή της δραχμής.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, λοιπόν, του διεθνούς και εισαγόμενου στην Ελλάδα πληθωρισμού, υπάρχουν δυνατότητες αυτός να λειτουργήσει ως μία οιονεί μορφή νομισματικής υποτίμησης, η οποία θα μπορούσε να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα και το παραγόμενο προϊόν της ελληνικής οικονομίας, οδηγώντας στη μείωση της ανεργίας και προσφέροντας χρόνο για την υλοποίηση των απαιτούμενων διαρθρωτικών αλλαγών.
Απαραίτητη προϋπόθεση προς τούτο είναι στον εισαγόμενο πληθωρισμό να μην προστεθεί και εγχώριος πληθωρισμός ή, επειδή κάτι τέτοιο είναι σε ένα βαθμό αναπόφευκτο, θα πρέπει ο πληθωρισμός στην ελληνική προστιθέμενη αξία των προϊόντων και των υπηρεσιών να είναι μικρότερος από τον εισαγόμενο και, κυρίως, μικρότερος από τον μέσο πληθωρισμό της ευρωζώνης.
Για να συμβεί όμως αυτό θα πρέπει να αποφύγουμε τη δημιουργία της γνωστής πληθωριστικής σπείρας κόστους-τιμών. Αποφεύγοντας κάτι τέτοιο θα επιτρέψουμε σε όλους τους κλάδους της εγχώριας οικονομίας που είτε απευθύνονται στην διεθνή αγορά, είτε αντιμετωπίζουν ξένους ανταγωνιστές στην εσωτερική αγορά, να αποκτήσουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, να προσελκύσουν περισσότερες επενδύσεις και, μέσω αυτών, να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας.
Επιπρόσθετα, καθώς η ελληνική οικονομία σταδιακά επανέρχεται στο προ πανδημίας επίπεδο λειτουργίας της, μπορούμε με τον τρόπο αυτό να επιτύχουμε έναν ρυθμό αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ μεγαλύτερο από το επιτόκιο εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, πράγμα που θα έχει ευεργετικές συνέπειες στη σχέση χρέους προς ΑΕΠ.
Πηγή: tempo24.news