Του Ραφαήλ Μωυσή*
«Είδες η ΔΕΗ;». Ήταν η κατάληξη του αξέχαστου Γιάννη Γκιωνάκη στα διαφημιστικά σποτάκια που παρότρυναν τους Έλληνες να κάνουν 0ικονομία στην κατανάλωση ρεύματος. Δεν ξέρω αν συνειδητοποιούμε το παράδοξο: Μια επιχείρηση, της οποίας η Οικονομική βιωσιμότητα εξαρτάται από τις πωλήσεις του μοναδικού προϊόντος της, παρότρυνε τους πελάτες να μειώσουν την κατανάλωσή του!
Αυτές ήταν οι δύο όψεις της ΔΕΗ. Από τη μια, η όψη της επιχείρησης που έπρεπε να φροντίζει για την αύξηση των πωλήσεών της και από την άλλη, εκείνη που της επέβαλε ο ιδιοκτήτης – κράτος για να ασκήσει τη δική του πολιτική, που περιελάμβανε τότε την εξοικονόμηση ενέργειας.
Η ΔΕΗ αποτελούσε για τη μικρή μας χώρα, ένα πολύτιμο συγκριτικό πλεονέκτημα με σύγχρονη οργάνωση, υψηλό βαθμό παραγωγικότητας και με ανθρώπινο δυναμικό ειδικευμένης τεχνογνωσίας. Το πλεονέκτημα αυτό στη συνέχεια το διαμελίσαμε και το προσφέραμε στον βωμό της απελευθέρωσης της αγοράς ηλεκτρισμού, προκειμένου να φέρουμε «Φθηνό ρεύμα στον λαό» και ανταγωνιστικό κόστος στην ελληνική βιομηχανία.
Κάνω αυτήν τη φαινομενικά ανεπίκαιρη εισαγωγή για να έρθω στο επίκαιρο θέμα του Target Model, τον μηχανισμό της ευρωπαϊκής πολιτικής που άρχισε να εφαρμόζεται πριν από ένα μήνα στη χώρα μας και εκτόξευσε τις τιμές πώλησης του ρεύμα τος από τους παραγωγούς σε πρωτόγνωρα ύψη. Στην αγορά ηλεκτρισμού, η ΔΕΗ ανήκει ταυτόχρονα στην κατηγορία του παραγωγού και σε εκείνη του αγοραστή- παρόχου. Όταν σε μια αγορά οι τιμές του παραγωγού αυξάνονται και η μετακύληση της αύξησης στον τελικό καταναλωτή απαγορεύεται, οι παραγωγοί Κερδίζουν και οι πάροχοι υφίστανται ζημία. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, το μερίδιο της ΔΕΗ στο σύνολο της ηλεκτροπαραγωγής ανέρχεται σε περίπου 40% ενώ το μερίδιο στην τελική κατανάλωση, παραμένει γύρω στο 70%. Συνεπώς, η συμμετοχή της ΔΕΗ στους κερδισμένους είναι πολύ μικρότερη από εκείνη στους χαμένους. Σημειώνεται επίσης ότι η ΔΕΗ εισφέρει στο σύστημα υπερβολικά μεγάλη για την εποχή ποσότητα υδροηλεκτρικής παραγωγής, βοηθώντας έτσι τον περιορισμό ανόδου των τιμών δείχνοντας έτσι ότι, παρά τη διαφοροποίηση του τοπίου, δεν έχει εκλείψει ακόμη η κουλτούρα του «Είδες η ΔΕΗ».
Το τελευταίο συμπέρασμα μπορεί να είναι γλαφυρό αλλά σίγουρα δεν προσφέρει απάντηση στο κρίσιμο ερώτημα: Θα . έχουμε κάποτε στην Ελλάδα φθηνή ηλεκτρική ενέργεια; Θετική απάντηση δύσκολα δυστυχώς μπορεί να δοθεί. Τα βρεφικά προβλήματα του Target Model αργά ή γρήγορα θα ξεπεραστούν και οι τιμές θα γυρίσουν στα προηγούμενα περίπου επίπεδα. Το άνοιγμα της αγοράς στον ανταγωνισμό, οι εισαγωγές κάποιων ποσοτήτων πιο φθηνού υγροποιημένου φυσικού αερίου, η αναβάθμιση των διεθνών διασυνδέσεων, όλα αυτά μπορεί να συμβάλλουν σε μερική μείωση του συνολικού κόστους αλλά δεν μπορούν να υπερκεράσουν το μεγάλο μειονέκτημα της έλλειψης φθηνών πρωτογενών πηγών ηλεκτροπαραγωγής.
Δικό μας φθηνό φυσικό αέριο δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Το κόστος παραγωγής από ΑΠΕ, αν και μειωμένο σε σχέση με το παρελθόν, εξακολουθεί να είναι τόσο υψηλό ώστε να χρειάζεται την επιβολή, αυξανόμενου μάλιστα, φόρου άνθρακα. Η ανάπτυξη των ΑΠΕ είναι ασφαλώς επιθυμητή, δύσκολα όμως μπορούν αυτές να αποτελέσουν συγκριτικό πλεονέκτημα και μάλιστα για ενεργοβόρες βιομηχανίες..
Υπάρχει άραγε λύση; Ίσως υπάρχει, αλλά ειδικά στη χώρα μας κανείς δεν τολμάει να εκστομίσει τη λέξη. Αρχίζει από τι.
*διετέλεσε διοικητής της ΔΕΗ και πρόεδρος του Συμβουλίου. Εθνικής Ενεργειακής Στρατηγικής