Η ελληνική πλευρά, παρά τους φιλόδοξους στόχους για την απολιγνιτοποίηση, δεν προχωράει συνολικά την απανθρακοποίηση, για να επιτευχθεί η μετάβαση σε μια οικονομία μηδενικού άνθρακα ώς το 2050. Και αυτό γιατί έχει μέχρι τώρα επιλέξει την αντικατάσταση λιγνίτη με φυσικό αέριο, τόσο στην ηλεκτροπαραγωγή όσο και στη θέρμανση.
Ομως, το φυσικό αέριο που προκρινόταν προ 10ετίας σαν το φθηνό καύσιμο μετάβασης, εφεξής είναι το καύσιμο που εγείρει τα περισσότερα ερωτήματα.
Κατ’ αρχάς, μέσα στο 2021 η τιμή του φυσικού αερίου έχει εκτιναχθεί πάνω από 100%, συμπαρασύροντας προς το πάνω κάθε υπηρεσία ή μεταποίηση που το χρησιμοποιεί. Η εκρηκτική αυτή αύξηση ξεπερνάει ακόμα και τον τριπλασιασμό της τιμής του πετρελαίου του 1971, όταν με απόφαση του Νίξον κατέρρευσε η συμφωνία του Μπρέτον Γουντς. Η χώρα μας κατατάσσεται στις περισσότερο ευάλωτες χώρες σε αυτή την αύξηση των τιμών, καθώς το κοινωνικό πρόβλημα της ενεργειακής φτώχειας/ένδειας είναι ιδιαίτερα έντονο, με πάνω από το 20% των νοικοκυριών να δηλώνουν αδυναμία να διατηρήσουν το σπίτι τους ζεστό τον χειμώνα.
Το ενεργειακό μέλλον του φυσικού αερίου όμως άλλαξε ριζικά φέτος τον Ιούλιο, μετά τις ανακοινώσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το νέο πακέτο Fit-for-55. Στο πακέτο αυτό αποφασίστηκε πως η χρηματοδότηση ορυκτών καυσίμων για θέρμανση δεν θα είναι επιλέξιμη εφεξής. Με βάση τη νέα οδηγία Eco design, οι υπάρχοντες καυστήρες φυσικού αερίου θα πρέπει να αντικαθίστανται από το 2025 με καθαρότερες μορφές καυσίμου και εξηλεκτρισμό θέρμανσης. Επιπλέον, η αναμενόμενη ευρωπαϊκή αναθεώρηση των στόχων για το μεθάνιο θα προκαλέσουν νέα πίεση στα δίκτυα μεταφοράς του, δυσχεραίνοντας ακόμα περισσότερο τη χρηματοδότησή του.
Πρόσφατα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε έναν οδηγό για τις υποδομές 2021-2027 σε συνάφεια των κλιματικών στόχων. Οι αρχές που προδιαγράφει δεν συνάδουν με τις επεκτάσεις υποδομών ορυκτών καυσίμων που σχεδιάζει η Ελλάδα, δημιουργώντας ήδη αρκετές γκρίζες και κόκκινες ζώνες στο νέο ΕΣΠΑ. Επιπλέον, πριν από λίγο καιρό παρουσιάστηκε το πλαίσιο της εφαρμογής της «Ενεργειακής Απόδοσης Πρώτα», η οποία δεν επιτρέπει την επέκταση δικτύων ορυκτών καυσίμων, εάν αυτά δεν είναι οικονομικά αποδοτικότερα από την ενεργειακή αναβάθμιση κτιρίων. Μάλιστα, ήδη αρκετές χώρες έχουν ξεκινήσει την απομάκρυνση από το φυσικό αέριο, όπως στην Ολλανδία, όπου το κόστος ανά νοικοκυριό για την απομάκρυνση των σωληνώσεων και τις επανασυνδέσεις με νέα καθαρά καύσιμα ή αντλίες θερμότητας ανέρχεται κατά μέσον όρο σε 30.000-40.000 ευρώ και επιβαρύνει τον ιδιοκτήτη.
Η Ελλάδα λανθασμένα εμμένει προσώρας στις αρχικές της θέσεις για πλήρη χρησιμοποίηση του φυσικού αερίου, αντιβαίνοντας και στις δεσμεύσεις της ως προς την αναλογία χρηματοδοτήσεων ορυκτών και ανανεώσιμων πηγών καυσίμων. Είναι χαρακτηριστικό πως την τελευταία περίοδο οι άμεσες και έμμεσες επιδοτήσεις προς ορυκτά καύσιμα έχουν αυξηθεί σημαντικά, όπως ενδεικτικά:
Χρειάζεται αλλαγή πολιτικής, πριν το φαινόμενο της ενεργειακής φτώχειας απλωθεί γρήγορα σε όλη την Ευρώπη, και στη χώρα μας, αυτόν τον χειμώνα.
Επιδότηση πετρελαίου θέρμανσης: Tο επίδομα αυτό διευρύνθηκε το 2021, ώστε να καλύψει την αυξημένη ζήτηση πετρελαίου για θέρμανση, ενώ θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει την αντικατάσταση των λεβήτων πετρελαίου με καθαρότερες τεχνολογίες, μειώνοντας έτσι και τις πραγματικές ανάγκες.
Επιδότηση λεβήτων φυσικού αερίου μέσα από τα προγράμματα «Εξοικονομώ», που δίνουν ουσιαστικά από 50% και πάνω για αλλαγή λεβήτων πετρελαίου σε αντίστοιχους φυσικού αερίου (ενώ η αντικατάσταση με άλλες τεχνολογίες, όπως είναι οι αντλίες θερμότητας θα μπορούσε να αποφέρει καλύτερα αποτελέσματα).
Επιδότηση στους λογαριασμούς ρεύματος για την ανάσχεση της αύξησης τιμών: H επιδότηση αυτή έμμεσα επιδοτεί τη συνεχιζόμενη αύξηση του φυσικού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή, ενώ θα μπορούσε να στραφεί σε αυτοπαραγωγή από ανανεώσιμες και ενεργειακές αναβαθμίσεις, που θα μείωναν διαρθρωτικά το κόστος για τον καταναλωτή.
Απαλλαγή από τον φόρο ειδικής κατανάλωσης για την ηλεκτροπαραγωγή με φυσικό αέριο, δίνοντας έτσι μεγαλύτερη ευελιξία στο φυσικό αέριο να κυριαρχήσει έναντι των φθηνότερων ΑΠΕ.
Η παραπάνω μείωση φορολόγησης ή η άμεση ή έμμεση επιδότηση του φυσικού αερίου στη λογική της κοινωνικής πολιτικής δίνει λανθασμένο σήμα στην αγορά, μεγαλώνει την εξάρτησή μας από αυτό και διαιωνίζει την ανάγκη επιδότησης σε κάθε αύξηση της τιμής του εφεξής. Αντί λοιπόν να προστατευθούν τα νοικοκυριά, τελικά καθίστανται περισσότερα τρωτά στην ενεργειακή ένδεια. Ευάλωτη καθίσταται όμως και η οικονομία μας από γεωπολιτικά παιχνίδια ισχύος τρίτων χωρών.
Χρειάζεται αλλαγή πολιτικής, πριν το φαινόμενο της ενεργειακής φτώχειας απλωθεί γρήγορα σε όλη την Ευρώπη, και στη χώρα μας, αυτόν τον χειμώνα.
* Ο κ. Βλάσης Οικονόμου είναι γενικός διευθυντής IEECP.
** Ο κ. Χάρης Δούκας είναι αν. καθηγητής ΕΜΠ.
Πηγή: kathimerini.gr