Δυο εβδομάδες μετά την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου που απαγόρευσε την ανακατανομή δαπανών, η γερμανική κυβέρνηση βρέθηκε στην εξαιρετικά δύσκολη θέση να αναζητήσει δύσκολες λύσεις για να κλείσει το «έλλειμμα» των 60 δισ. ευρώ στον προϋπολογισμό.
Η προσπάθεια της τρικομματικής κυβέρνησης του Ολαφ Σόλτζ να ξεπεράσει το εμπόδιο των αυστηρών διατάξεων για το έλλειμμα χρησιμοποιώντας τα ειδικά ταμεία, ναυάγησε. Ο γερμανός καγκελάριος υποχρεώθηκε να παγώσει τις νέες δαπάνες αλλά και να αναστείλει την έγκριση του προϋπολογισμού του επόμενου έτους.
Παράλληλα, η δυσκολία υπέρβασης της απόφασης του ανωτάτου δικαστηρίου της Γερμανίας προκάλεσε τριγμούς στην κυβέρνηση και αδυναμία συνενόησης μεταξύ των υπουργών σε τέτοιο βαθμό που η κυβέρνηση αναγκάστηκε να διαψεύσει την Πέμπτη, μια αναφορά ότι ένα ειδικό ταμείο που δημιουργήθηκε για να ενισχύσει τις ένοπλες δυνάμεις της Γερμανίας, μετά την πλήρη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, θα επηρεαζόταν από τις περικοπές.
Η «εκδίκηση» των PIGS;
Για τις χώρες της ευρωζώνης που μπήκαν στην περιπέτεια του χρέους, δηλαδή την Ελλάδα, την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ιταλία, οι δυσκολίες της γερμανικής κυβέρνησης μπορει να θυμίζουν τις δύσκολες εποχές που προσπαθούσαν να αντισταθούν στην αυστηρή γραμμή της δημοσιονομικής ορθότητας του τεως υπουργού Οικονομικών Βολφαγκ Σόΐμπλε. Και μάλλον ήταν αυτό που έκανε την πρωθυπουργό της Ιταλίας Τζώρτζια Μελόνι να απαντήσει με μεγαλοψυχία όταν στη κοινή συνέντευξη τύπου με το γερμανό καγκελάριο, ο Σόλτς υπέμεινε την ταπείνωση ενός δημοσιογράφου που ρώτησε την καλεσμένη του εάν θεωρούσε τη Γερμανία αξιόπιστο εταίρο λόγω της δημοσιονομικής κρίσης της.
Βέβαια, η κατάσταση ανάμεσα στη σημερινή Γερμανία και τις χώρες που πάλευαν να ισορροπήσουν τα δημόσια οικονομικά τους δεν έχει ομοιότητες. Εκτός ίσως απο την προσπάθεια της γερμανικής κυβέρνησης να βρεί λύση για το κενό των 20 δισ. ευρώ. Οχι επειδή δεν μπορεί να το καλύψει , όπως οι τέσσερις χώρες του ευρωπαικού νότου, αλλα επειδή εμποδίζεται απο τους περιορισμούς που η ίδια είχε ψηφίσει.
Ο μόνος λόγος για τον οποίο η Γερμανία δεν μπορεί να δαπανήσει τα 869 δισ. ευρώ των ειδικών ταμείων είναι επειδή παραμένει υπόχρεωμένη σε μια σχεδόν θρησκευτική δημοσιονομική ορθοδοξία που θεωρεί το ελλειμματικό χρέος , επικίνδυνο.
Αυτή άλλωστε ηταν και η πεποίθηση που ώθησε τη Γερμανία να θεσμοθετησει το λεγόμενο «φρένο χρέους» στο σύνταγμά της το 2009, επιτρέποντας έτσι στην κυβέρνηση να έχει μόνο ένα μικρό έλλειμμα, με την εξαίρεση μιας φυσικής καταστροφής ή άλλης έκτακτης ανάγκης, όπως ένας πόλεμος.
Η απόφαση στη Bundestang το 2009, ήταν εκ του αποτελέσματος, προφητική και μάλιστα λειτούργησε όπως είχε προγραμματιστεί την ώρα που χώρες όπως η Ελλάδα και η Ισπανία πάλευαν σκληρά με τα δημόσια οικονομικά τους.
Η πανδημία και η «λύση» των ειδικών ταμείων
Ακόμα και όταν η νότια Ευρώπη αγωνιζόταν, η γερμανική οικονομία μπήκε σε υψηλές ταχύτητες τροφοδοτούμενη από την ισχυρή ζήτηση για τα προϊόντα της από την Ασία και τη Βόρεια Αμερική, επιτρέποντας στην κυβέρνηση όχι μόνο να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό της αλλά και να επιτύχει μια σειρά πλεονασμάτων, με αποκορύφωμα το 2018 όταν συγκεντρωσε το απροσδόκητο ποσό των 58 δισ. ευρώ.
Ωστόσο, οι καλές εποχές τελείωσαν με την πανδημία. Η Γερμανία, μαζί με τον υπόλοιπο κόσμο, αναγκάστηκε να «σκάψει βαθιά». Είχε όμως τη δημοσιονομική δυνατότητα να το κάνει, καθώς η πανδημία δικαιολογούσε την άρση του φρένου για το χρέος τόσο το 2020 όσο και το 2021. Οι επιπτώσεις από την επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία ανάγκασαν την κυβέρνηση να το κάνει ξανά το 2022.
Αντλώντας από τα ειδικά ταμεία, ο Σόλτς και ο κυβερνητικός του εταιρος Κρίστιαν Λίντνερ πίστευαν ότι θα μπορούσαν να αποφύγουν μια επανάληψη το 2023. Αλλά η απόφαση του δικαστηρίου διέλυσε αυτό το σχέδιο.
Βέβαια, πολύ πριν από την τρέχουσα κρίση, είχε γίνει σαφές στους περισσότερους στην κυβέρνηση -τόσο στους συντηρητικούς όσο και στους αριστερούς- ότι το φρένο του χρέους εμπόδιζε τις επενδύσεις στις δημόσιες υποδομές .
Το πρόβλημα είναι ότι, ακόμη και αν πολλοί πολιτικοί έχουν αφυπνιστεί για τους κινδύνους του φρένου χρέους, η κοινή γνώμη παραμένει σθεναρά υπέρ του. Σχεδόν τα δύο τρίτα των Γερμανών εξακολουθούν να υποστηρίζουν το μέτρο, σύμφωνα με δημοσκόπηση που δημοσιεύθηκε αυτή την εβδομάδα από το Der Spiegel.
Η κατάργηση ή ακόμη και η μεταρρύθμιση του φρένου θα απαιτούσε από την πολιτική τάξη της Γερμανίας όχι μόνο να τους πείσει για το αντίθετο, αλλά και να συγκεντρώσει μια υπερ-πλειοψηφία στο κοινοβούλιο, κάτι που προς το παρόν είναι απίθανο.
Αργά την Πέμπτη, ο υπουργός Οικονομικών έδωσε σήμα ότι το φρένο χρέους θα πρέπει να πέσει και για το 2023. Αυτό σημαίνει ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να κηρύξει αναδρομικά κατάσταση έκτακτης ανάγκης – πιθανότατα σε σχέση με τον πόλεμο στην Ουκρανία – και στη συνέχεια να ελπίζει ότι το συνταγματικό δικαστήριο θα την «αγοράσει».
Πηγή: ot.gr