Για τον διαχωρισμό Εκκλησίας – Κράτους… Της Σώτης Τριανταφύλλου

350

Πιθανώς το κοσμικό κράτος αλά γαλλικά να μην ταιριάζει στην Ελλάδα, ίσως να ταιριάζει μια συνθήκη τύπου Δανίας και Βρετανίας όπου διατηρείται η επίσημη κρατική θρησκεία με πλήρη ανεξαρτησία της πολιτείας· με μη παρέμβαση της Εκκλησίας στις κοινοβουλευτικές αποφάσεις.

Της Σώτης Τριανταφύλλου

Σε καμιά χώρα δεν έχει επιτευχθεί – αν θεωρήσουμε ότι πρόκειται για επιτυχία – ο πλήρης διαχωρισμός Εκκλησίας – κράτους. Παρότι την ιδέα του διαχωρισμού έχουν υιοθετήσει πολλές χώρες, ο βαθμός διαχωρισμού ποικίλλει· εξαρτάται από την ιστορική ένταση και διάδοση μιας θρησκείας στον γενικό πληθυσμό, από τις νομικές δομές κι από το επίπεδο συνεννόησης μεταξύ θρησκευτικών και πολιτικών θεσμών. Γενικά, έχει επικρατήσει η συχνά διφορούμενη σχέση «μακριά κι αγαπημένοι» στο πλαίσιο της οποίας οι δύο θεσμοί δρουν ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλον.

Στην Ελλάδα, όπου τα προνεωτερικά στοιχεία χαρακτηρίζουν τον τρόπο ζωής και τις τελετουργίες, μεγάλο ποσοστό πιστών αυτο- προσδιορίζονται, χωρίς να το καλοσκεφτούν, «χριστιανοί ορθόδοξοι» – εκ παραδόσεως, «κληρονομικά», ως μέρος της εθνικής τους ταυτότητας. Παραλλήλως, το δύσκαμπτο κατεστημένο των μηχανισμών που εμπνέονται από την Εκκλησία έχει ως αποτέλεσμα μια μάλλον ασθενική διεκδίκηση διαχωρισμού της Εκκλησίας από το κράτος: αυτή η απροθυμία να προχωρήσουμε σε μεταρρυθμίσεις οφείλεται στο ίδιο το φαντασιακό της κοινωνίας μας (και άλλων χωρών που μοιράζομαι τη δική μας θρησκευτική καταγωγή) στο επίκεντρο του οποίου βρίσκεται, εκτός από την Εκκλησία, το ΚΚΕ – μια εκκοσμικευμένη μορφή εκκλησίας. Δεν είναι τυχαίο ότι στη Ρωσία, στη Βουλγαρία ή στην Κύπρο, η κομμουνιστική ιδεολογία εξελίχθηκε διαφορετικά απ’ ό,τι, π.χ., στην Ιταλία, όπου. στοχαστές όπως ο Γκράμσι, έθεσαν τις βάσεις για τη σκεπτόμενη αριστερά, εκείνη που δεν υποτάσσεται εύκολα σε ιεραρχίες και δόγματα. Η Ορθοδοξία και ο ακραίος κοινωνικός συντηρητισμός έχουν επικρατήσει όπου οι πολιτικές κοινωνίες είναι ανίσχυρες, όπου, στη θέση της civil society, λειτουργούν συστήματα φυλών (tribes) και οικογενειών.

Το ότι δεν θέλουμε να ακολουθήσουμε ως προς την εκκοσμίκευση τις περισσότερες ευρωπαϊκές και λατινοαμερικανικές χώρες – το μεγαλύτερο μέρος της Δύσης – πρέπει να αποδοθεί λιγότερο στη θρησκευτική πίστη και περισσότερο στην κουλτούρα των ποιμνίων, στην απουσία ατομικότητας. Η οποία καθορίζει την πολιτική: πολλοί Έλληνες θεωρούν ακόμα τον κομμουνισμό «χαμένη ευκαιρία» ένα αποκαλυπτικό όνειρο που περιλαμβάνει τη φυσική εξόντωση των εχθρών και την εξολόθρευση του Κακού· περίπου όπως το θρησκευτικό όραμα του αγγέλου της Αποκαλύψεως. Ένας άλλος παράγοντας αντίστασης στο αίτημα του διαχωρισμού είναι η προκατάληψη, η άγνοια του τι σημαίνει ως διάβημα, ως μεταρρύθμιση· ίσως οι πιστοί θεωρούν την ιδέα υποχθόνιο σχέδιο των «αθέων» και των αντικληρικαλιστών με απώτερο σκοπό την αναβίωση των Γομόρρων. Ωστόσο, στην Ελλάδα, οι «άθεοι» και οι αντικληρικαλιστές είναι λιγοστοί· εξάλλου, δεν έχουν το θάρρος της γνώμης τους· φοβούνται την κατακραυγή: στη χώρα μας ισχύει, de facto, ο νόμος περί βλασφημίας – μια ανατριχιαστική λεπτομέρεια της προνεωτερικής κατάστασης και του αντιδυτικισμού. Αν και έχουμε κάνει πολλά βήματα, μας λείπει η κουλτούρα του διαλόγου και της έρευνας: οι δυο εκκλησιαστικοί μας θεσμοί, το ΚΚΕ και η Εκκλησία, εκβάλλουν κατάρες και ευλογίες, απορρίπτοντας κάθε ετεροδοξία. Υπό αυτή την έννοια, το πρόβλημα δεν είναι μόνο η μεγάλη περιουσία της Εκκλησίας και η μισθολογική της εξάρτηση από τους φορολογουμένους – πράγμα αρκετά σκανδαλώδες – αλλά η επιρροή της στο νομοθετικό και εκτελεστικό έργο η συμβολή της στην πιο δυναστευτική και σκοτεινή πατριαρχία. Έχει ενδιαφέρον το πώς σε μια χώρα πλήρους αμετροέπειας σαν τη δική μας, παραμένουμε τόσο μετρημένοι στην κριτική μας έναντι της Εκκλησίας: ίσως μας εκφοβίζουν το μαύρα ράσα και τα γένεια. Όχι ότι το ζήτημα της εκκλησιαστικής περιουσίας είναι αμελητέο: στη δεκαετία του 1970 την είχε καταγράψει ο Ιωάννης Παλαιοκρασσάς, αποκαλύπτοντας ακίνητα μεγάλης αξίας καθώς και αδρανούς γης που θα μπορούσε, ενδεχομένως, να δοθεί στους ακτήμονες.
Ο έχων δύο χιτώνας κτλ.

Η Ορθοδοξία φαίνεται καθηλωμένη: μοιάζει να ζητεί διαρκώς παρατάσεις και αναβολές από την ίδια την ιστορία και διαπραγματεύεται τη στασιμότητά της με τις κυβερνήσεις, οι οποίες είτε υποχωρούν, είτε βρίσκουν τον μέσο όρο. Έτσι, διαιωνίζονται ο αναχρονισμός, η υποκρισία, η ηθικολογία και η δαπανηρότητά της Εκκλησίας.

Αν διαχωριστεί από το κράτος, πιθανώς να υποχρεωθεί σε περισσότερη πνευματική σοβαρότητα και να ακολουθήσει δρόμο αυτάρκειας και αξιοπρέπειας· τώρα, εφόσον λογίζει τον εαυτό της κομμάτι του «κράτους» και αναμειγνύεται στις υποθέσεις του, υφίσταται διαδοχικές ήττες: πολιτικός γάμος, ονοματοδοσία, ταυτότητες, σύμφωνο συμβίωσης, αποτέφρωση, γάμος ομοφύλων. Μα, είναι απλό: όποιος δεν θέλει να κάνει χρήση αυτών των πρακτικών που έχουν γίνει νόμιμες, ας μην κάνει· ο προορισμός της Εκκλησίας είναι η καθοδήγηση και η παρηγορία των πιστών, όχι όλων ημών αδιακρίτως. Δεν είναι λογικό να υπακούν στις επιταγές της όσοι δεν πιστεύουν στον θεό που προτείνει. Με λίγα λόγια, πιθανώς το κοσμικό κράτος αλά γαλλικό να μην ταιριάζει στην Ελλάδα, προς το παρόν τουλάχιστον ίσως να ταιριάζει μια συνθήκη τύπου Δανίας και Βρετανίας όπου, σύμφωνα με το Σύνταγμα, διατηρείται η επίσημη κρατική θρησκεία με πλήρη ανεξαρτησία της πολιτείας· με μη παρέμβαση της Εκκλησίας στις κοινοβουλευτικές αποφάσεις. Ταυτοχρόνως, εξασφαλίζεται η ανεξιθρησκία, ο θρησκευτικός πλουραλισμός που περιλαμβάνει αντιλήψεις όπως ο αντικληρικαλισμός, ο αγνωστικισμός και ο αγωνιστικός ή μη αγωνιστικός αθεϊσμός. Στην πραγματικότητα, το σύγχρονο κράτος δεν έχει ανάγκη από καμιά Εκκλησία που να παίζει δήθεν τον ρόλο της ηθικής πυξίδας: το νεωτερικό κράτος έχει ενσωματώσει τις αξίες της ισότητας, της δικαιοσύνης, της φιλανθρωπίας. Όσο για τον πλουραλισμό (δεν αναφέρομαι εδώ στην «πολυπολιτισμικότητα» που είναι η αντιστροφή του πλουραλισμού) απαιτεί τον διαχωρισμό Εκκλησίας – κράτους· όταν το κράτος είναι βραχίονας της Εκκλησίας, ο πλουραλισμός διαβρώνεται: η κοινωνία των πολιτών πρέπει να είναι ανεξάρτητη κι από τα δύο, θρησκευτικά ουδέτερη και χωρίς μηχανισμούς προσηλυτισμού. Η φιλελεύθερη δημοκρατία την οποία θα έπρεπε να επιθυμούμε, δεν διέπεται ούτε από τον Θεό, ούτε από τον Καίσαρα. Όσο για την «εθνική ταυτότητα», είναι επαρκής και λειτουργική μέσω της κοινής γλώσσας και της συνείδησης της συμμετοχής σε μια χώρα.