Του Ηρακλή Ρούπα*
Ειδικά όταν πρόκειται για εκτιμήσεις της εξέλιξης των «κόκκινων δανείων».
Εν μέσω αναμενόμενης έντασης της κρίσης όμως, ιδιαίτερο προβληματισμό προκαλεί η δημοσιοποίηση της διαφωνίας του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος με το κείμενο παρατηρήσεων που έχουν υποβάλλει στο Υπουργείο Οικονομικών οι Τράπεζες σύμφωνα με το οποίο υποστηρίζουν πως «ο νέος πτωχευτικός κώδικας θα δημιουργήσει νέο κύμα στρατηγικών κακοπληρωτών».
Θέση που διατυπώνεται μέσω μελέτης της Deloitte.
Δέκα χρόνια μετά την κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος και την αφαίμαξη των φορολογουμένων μέσω δεκάδων δισεκατομμυρίων πακέτων διάσωσης, εξαΰλωση των τιμών των τραπεζικών μετοχών, και αντίστοιχες απώλειες για το Δημόσιο, δίνεται η εντύπωση πως οι διοικήσεις των τραπεζών μετά την «αμνηστία» εξακολουθούν να αναζητούν «μαξιλάρι» δικαιολογίας για την μέχρι σήμερα ανεπιτυχή διαχείριση του συνολικού τους ρόλου.
Μαξιλάρι που στην παρούσα φάση επιχειρείται να παρασχεθεί από την Deloitte.
Δεν είναι δυνατόν να δοθεί άλλη εξήγηση για τον χαρακτηρισμό της ομαδοποίησης των προβλεπόμενων νέων κόκκινων δανείων από τις τράπεζες ως προερχόμενα από τις «εύνοιες» του νέου πτωχευτικού κώδικα.
Μία τάση που βασίσθηκε σε μελέτη της Deloitte.
Μία τάση όμως, που παρουσιάζει το οξύμωρο να μην μπορεί ακόμα να αναδείξει το πλήθος των νέων κόκκινων δανείων που θα προέλθουν από την κρίση της πανδημίας.
Παράληψη που είναι δυνατόν να αφήσει ερωτηματικά να πλανώνται σε μία δύσκολη οικονομική συγκυρία.
Ειδικά όταν ο νέος πτωχευτικός κώδικας αναμένεται να προσδώσει σημαντικές άμυνες, αλλά και δυνατότητα μίας δεύτερης ευκαιρίας σε χιλιάδες περιπτώσεις.
Δυστυχώς η συνεχής παρεμβάσεις των τραπεζών υπέρ της διευκόλυνσής τους εύκολα θα μπορούσε να με οδηγήσει σε κριτική με σημαντική δόση λαϊκισμού. Άλλωστε, οι «ευκαιρίες» κριτικής για την ανεπάρκεια του τραπεζικού συστήματος είναι συνεχείς.
Μία ανεπάρκεια ουσιαστικής στήριξης της οικονομίας που διαχέεται σε όλες τις εκφάνσεις λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Δηλαδή – κατά ειρωνικό τρόπο – σε όλους εκείνους τους φορείς από τους οποίους η επιτροπή «Πισσαρίδη» αναμένει να διαδραματίσουν πρωτεύοντα ρόλο στο νέο αναπτυξιακό εγχείρημα.
Σχεδόν δώδεκα χρόνια τώρα οι τράπεζες στηρίζονται σε ένα πλαίσιο μείωσης κόστους και μίας «υπερβατικής» πολιτικής ρυθμίσεων στην βάση διαλλακτικών και ευέλικτων αντιμετωπίσεων των υποχρεώσεών τους από τις εκάστοτε κυβερνήσεις.
Ευνοϊκή αντιμετώπιση του δημοσίου ως προς τις υποχρεώσεις τους σχετικά με τον «αναβαλλόμενο φόρο». Παράταση ως τον Μάρτιο του 2021 για να καταθέσουν νέα πλάνα μείωσης του ποσοστού κόκκινων δανείων κάτω από το επίπεδο του 10%.
Πρόταση της κυβέρνησης μέσω του σχεδίου «Ηρακλής» και πρόταση της ΤτΕ για Bad Bank που στην ουσία αναδεικνύει την μέχρι σήμερα αδυναμία.
Αυτονόητα η αναμενόμενη νέα γενιά «κόκκινων δανείων» δημιουργεί έντονο προβληματισμό.
Την ίδια στιγμή που το σχέδιο «Ηρακλής» προσφέρει δυνατότητα δικαιότερης αντιμετώπισης και ταχύτερης διεκπεραίωσης σε σύγκριση με την μέχρι σήμερα τραγικά αργή και αναχρονιστική διαδικασία που έχουν επιλέξει οι τράπεζες.
Εν μέσω αυτής της διαδικασίας έχουμε εντρυφήσει πλέον στις διάφορες ορολογίες, ενώ ως φορολογούμενοι έχουμε πληρώσει ακριβά τον χρόνο εκμάθησης καθώς και τα σχέδια λύσεων ως προς την διαχείριση του θεσμικού προβλήματος των «κόκκινων δανείων».
Η δημιουργία “bad bank” υπήρξε το μοντέλο που προωθήθηκε σε ορισμένες χώρες της ΕΕ χωρίς να αναδεικνύεται πάντα το θετικό αποτέλεσμα της ενέργειας αυτής.
Όμως, αποτέλεσε λύση βασισμένη στα αναγκαία άμεσα αντανακλαστικά που έπρεπε να αναδεικνύονται στις κρίσεις.
Για λόγους που δεν είναι εύκολο να εξηγηθούν όμως, μία τέτοια λύση δεν είχε προκριθεί μέχρι σήμερα στην χώρα μας.
Παρά το γεγονός ότι σταθερά υπέρ της λύσης είχαν εκφρασθεί τόσο πολιτικά κόμματα, όσο και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος.
Ας μην ξεχνάμε πως ως συμπληρωματική πρόταση ο κ. Στουρνάρας σε παλαιότερη τοποθέτησή του – που επίσης δεν είχε εισακουσθεί – πρότεινε μία προσέγγιση που συμπεριλάμβανε την χρήση του αναβαλλόμενου φόρου ως μέρους μίας συνθετικής διαδικασίας.
Δάνεια όμως ακόμα πωλούνται και γίνεται συζήτηση για υβριδικούς φορείς διαχείρισης ή ακόμα και «δυσνόητων» για την πλειοψηφία των μετόχων προσεγγίσεων εξυγίανσης όπως τα «hive-down».
Δυσνόητες για το επενδυτικό κοινό από το οποίο θα αναζητηθεί στο μέλλον η συμμετοχή του στην πιθανή κεφαλαιακή ενίσχυση των τραπεζών και όχι μόνον.
Το γεγονός όμως ότι εδώ και δέκα χρόνια ακόμα αναζητούνται λύσεις για τα κόκκινα δάνεια, δεν αναδεικνύει μία σταθερή και στοχευμένη προσέγγιση. Το αντίθετο μάλιστα.
Ίσως να παρατείνει την εικόνα αδυναμίας των τραπεζών που αδυνατώντας να ισχυροποιήσουν την εξυγιαντική τους διαδικασία, αποφεύγουν να συμμετάσχουν στην χρηματοδοτική διαδικασία ουσιαστικής στήριξης σημαντικού αριθμού επιχειρήσεων. Ειδικά των μικρομεσαίων.
Όταν η εξυγίανσή του τραπεζικού συστήματος ακόμα βασίζεται σε προγράμματα εθελουσίας, δεν προβλέπεται αυτό να εμφανίσει ουσιαστική χρηματοδοτική δυναμική σε διάστημα νωρίτερα της διετίας.
Με εξαίρεση τις νέες τράπεζες που ίσως δημιουργηθούν και ξεκινούν «καθαρές» όπως για παράδειγμα η “Optima”.
Επιπρόσθετα τα προγράμματα τιτλοποιήσεων χρειάζονται χρόνο για να ωριμάσουν.
Το σχέδιο «Ηρακλής» ξεκίνησε με καθυστέρηση, ενώ το νομοσχέδιο για τον νέο Κώδικα ρύθμισης οφειλών και παροχής δεύτερης ευκαιρίας ακόμα δεν έχει αρχίσει να δημιουργεί πεδίο στήριξης.
Αν ρωτηθούν πρώην και νυν τραπεζικοί το πιθανότερο είναι να αποφύγουν να «εμπλακούν» στην ανάδειξη της πραγματικής πηγής του προβλήματος.
Σε τελική ανάλυση, λύσεις υπάρχουν αρκεί να αρχίσουν οι πολιτικοί να σκέπτονται εκτός κλειστού και ασφαλούς πλαισίου της πεπατημένης και οι «τραπεζίτες» να αρχίσουμε επιτέλους να συζητάνε για τραπεζικό σύστημα ανάπτυξης και όχι υπεκφυγές και λύσεις «κακών τραπεζών».
*οικονομολόγος
Πηγή: mononews.gr