Η σημασία της εκπαίδευσης και της καλής διακυβέρνησης και η κεντροαριστερή ατζέντα «αλλαγής» που χρειάζεται η κυβέρνηση Μητσοτάκη
Σε λίγες μέρες κλείνουν δύο χρόνια της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Πρόκειται για μια ανανεωμένη εκδοχή της ελληνικής κεντροδεξιάς, που προσπαθεί να προσεγγίσει το «προοδευτικό κέντρο» όπως διαμορφώνεται σήμερα σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, με πρωτοπόρο τη Γαλλία.
Ο Εμανουέλ Μακρόν εφεύρε το σλόγκαν, «ούτε αριστερά ούτε δεξιά» αλλά επικέντρωση σε ότι είναι προοδευτικό και σωστό.
Είναι νωρίς να πούμε αν πέτυχε ή αν θα δημιουργήσει «σχολή». Βέβαιο, όμως, είναι ότι ευνοείται από αρκετή τύχη, τόσο στο εσωτερικό από την έλλειψη ενωμένης και συμπαγούς αντιπολίτευσης –στα δεξιά ή τα αριστερά– όσο και στον ευρωπαϊκό και παγκόσμιο χώρο.
Η αποχώρηση της Άγκελα Μέρκελ δημιουργεί, σε συνδυασμό με το Brexit, ηγετικό κενό στην Ευρωπαϊκή Ένωση -που μόνο η Γαλλία, και εν μέρει η Ιταλία του Ντράγκι, μπορούν να καλύψουν– ενώ η νίκη του Τζο Μπάιντεν στις Ηνωμένες Πολιτείες διαμορφώνει ένα διεθνές περιβάλλον πολύ περισσότερο δεκτικό σε προοδευτικές πολιτικές σε σύγκριση με τον προκάτοχό του στην προεδρία.
Αντίστοιχη τύχη φαίνεται να περιβάλλει, προς το παρόν τουλάχιστον, τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Η διαδοχή του ΣΥΡΙΖΑ είναι το μεγαλύτερο δώρο που του επιφύλασσε η πολιτική συγκυρία.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με πρωθυπουργό τον Τσίπρα «λέρωσε» τον όρο Πρώτη Φορά Αριστερά.
Το αποτύπωμά της κυριαρχείται από ασύστολες απόπειρες υπονόμευσης ή διαφθοράς των θεσμών, με την ουσιαστική κατάλυση της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, τον επηρεασμό και καθοδήγηση των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας, τον έλεγχο της Δημόσιας Διοίκησης, και γενικευμένη πολιτική εξαπάτηση, με κορύφωση τις ασυνάρτητες πολιτικές απέναντι στους Ευρωπαίους εταίρους μας που λίγο έλειψε να ρίξουν το καράβι της ελληνικής οικονομίας στα βράχια – επιφέροντας τεράστιο οικονομικό και κοινωνικό κόστος.
Παράλληλα, η σημερινή αφασία του ΚΙΝΑΛ αφαιρεί έναν ακόμα εν δυνάμει αντίπαλο της κεντροδεξιάς.
Η σημερινή πολιτική επικράτηση του πρωθυπουργού δεν οφείλεται μόνο στην απόρριψη του πρόσφατου παρελθόντος. Αντανακλά, σε σημαντικό βαθμό, σώφρονα και αποτελεσματική διακυβέρνηση.
Η διαχείριση της υγειονομικής κρίσης υπήρξε, σε γενικές γραμμές, επιτυχής, οι διπλωματικοί χειρισμοί, χωρίς να διακρίνονται από ιδιαίτερη φαντασία, ήταν προσεκτικοί και επαγγελματικοί. Κυρίως, δεν έγιναν λάθη. Στην οικονομική πολιτική, ο πρωθυπουργός αξιοποίησε την κεινσιανή στροφή της κυβέρνησης Μπάιντεν -που διέθεσε τεράστιους πόρους για την επανεκκίνηση της αμερικανικής οικονομίας- ώστε να βελτιώσει το κλίμα στη δική μας οικονομία σηματοδοτώντας ενίσχυση των επενδύσεων και μείωση των φόρων.
Όμως, στην κοινωνική πολιτική, η εργασιακή μεταρρύθμιση και οι σχεδιασμοί στην παιδεία και την κοινωνική ασφάλιση είναι δειλοί, ενώ στην πολιτική για την καταπολέμηση της φτώχειας κυριαρχούν παλαιού τύπου επιδοματικές πολιτικές, που επιχειρούν να ελέγξουν τα φαινόμενα χωρίς να θεραπεύουν τις αιτίες της ανέχειας και της μεγάλης ανεργίας. Δεν καλύπτουν τα τεράστια κενά στην εκπαίδευση και την κατάρτιση, και ιδιαίτερα δεν αντιμετωπίζουν την έλλειψη κατάλληλων δεξιοτήτων στο εργατικό μας δυναμικό για τις τεχνολογίες της νέας εποχής.
Το ερώτημα είναι, που πάμε από εδώ και εμπρός.
Τι δείχνουν οι μέχρι τώρα επιδόσεις για το μέλλον;
Αν και έχουν, γενικά, θετικό πρόσημο, απέχουν από να εξασφαλίσουν ότι η επικείμενη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, μέσα σε ένα παγκόσμια θετικό μετα-COVID κλίμα, θα οδηγήσει σε σταθερή ανάπτυξη, ικανή να προσφέρει ευημερία και πλήρη απασχόληση στον ελληνικό λαό.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι μακροχρόνιες προβλέψεις των διεθνών οργανισμών, που χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους, δεν έχουν αλλάξει:
Οι ρυθμοί ανάπτυξης παραμένουν γύρω στο 2%. Επιπλέον, οι θεσμικές παθογένειες αναφέρονται σε πολλές αναλύσεις ως κυρίως υπεύθυνες για τη συνολικά αδύναμη οικονομική πορεία της χώρας.
Πηγή: bankingnews.gr