Γιατί ‘’εξατμίζεται’’ ο μεταρρυθμιστικός ζήλος

212

Του Κώστα  Χριστίδη*

      Πολλοί πολιτικοί, κυρίως στα πρώτα χρόνια της καριέρας τους, και πολλά πολιτικά κόμματα, κυρίως στο αρχικό διάστημα μετά τη σύστασή τους ή όταν, εν πάση περιπτώσει, απέχουν πολύ από την εξουσία, διακατέχονται από μεταρρυθμιστικό ζήλο. Υπόσχονται ότι εάν ο λαός τους τιμήσει με την εμπιστοσύνη του, θα προχωρήσουν σε βαθιές μεταρρυθμιστικές τομές ικανές να θεραπεύσουν τις παθογένειες από τις οποίες υποφέρει η χώρα τους. Όσον, όμως, πλησιάζουν προς την εξουσία και, κυρίως, αφού την καταλάβουν, χάνουν σημαντικό μέρος της μεταρρυθμιστικής τους ορμής και προεκλογικά μεν προσπαθούν να χαμηλώσουν τον πήχη των προσδοκιών, μετεκλογικά δε καθυστερούν, ‘’νερώνουν’’ το περιεχόμενο κάποιων μεταρρυθμίσεων και ματαιώνουν άλλες, συχνά τις πιο εμβληματικές. Αποτέλεσμα, ο λαός να τους αντιμετωπίζει με κυνισμό, θεωρώντας ότι ‘’όλοι είναι ίδιοι’’. Το τελευταίο, ασφαλώς, δεν συμβαίνει. Ως παράδειγμα, ο Ντόναλντ Τραμπ χωρίς αμφιβολία δεν είναι ίδιος με τους προηγούμενους προέδρους των ΗΠΑ, ο δε Κυριάκος Μητσοτάκης ουδόλως ομοιάζει με τον Αλέξη Τσίπρα. Ως γενικός κανόνας, πάντως, σε διάφορες χώρες και σε διάφορους χρόνους, παραμένει η σύγκλιση των κομμάτων εξουσίας προς τον χώρο του λεγόμενου κέντρου, τόσον ως προς τις προεκλογικές πλατφόρμες όσο και ως προς την πολιτική πρακτική τους.

      Το γεγονός αυτό εξηγείται πειστικά από τα πορίσματα, στα οποία έχει καταλήξει εδώ και δεκαετίες η Σχολή της Δημόσιας Επιλογής (Public Choice School), που εξετάζει τις πολιτικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων ως ξεχωριστό επιστημονικό πεδίο. Ένα τέτοιο βασικό πόρισμα στηρίζεται στο γεγονός ότι οι προτιμήσεις των ψηφοφόρων ακολουθούν μία κανονική κατανομή, που έχει σχήμα καμπάνας, με τις περισσότερες προτιμήσεις γύρω από το κέντρο και λιγότερες προτιμήσεις προς τα άκρα (την άκρα δεξιά και την άκρα αριστερά ή, ορθότερα, την αμιγώς φιλελεύθερη και την αμιγώς κρατικιστική αντίληψη). Μέσα σε αυτή την κατανομή ο κάθε ψηφοφόρος ψηφίζει τον υποψήφιο του οποίου η θέση (με ιδεολογικά ή συμφεροντολογικά κριτήρια) βρίσκεται πιο κοντά στη δική του. Ο διάμεσος ψηφοφόρος είναι εκείνος που βρίσκεται στο μέσο της κατανομής, δηλαδή δεξιά του και αριστερά του υπάρχει ίσος αριθμός ψηφοφόρων. Με δύο υποψήφιους (βουλευτές ή κόμματα), αυτός που θα κερδίσει την ψήφο του διάμεσου ψηφοφόρου θα κερδίσει και όλες τις ψήφους της μίας πλευράς, δηλ. τις μισές συν μία, και επομένως, θα κερδίσει τις εκλογές. Συνεπώς, είναι η ορθολογική στρατηγική συγκέντρωσης ψήφων κατά τη διαδικασία του πολιτικού ανταγωνισμού που ωθεί ένα τολμηρό μεταρρυθμιστή να μετακινήσει την πλατφόρμα του πλησιέστερα στον διάμεσο ψηφοφόρο, ελπίζοντας ότι οι πιο ακραίοι οπαδοί του θα μείνουν μαζί του, ενώ θα προσελκύσει ταυτόχρονα ένα σημαντικό μέρος από τη μεγάλη μάζα των μετριοπαθών ψηφοφόρων.

      Ανάλογη συλλογιστική διαπνέει τους πολιτικούς και μετεκλογικά. Ας υποθέσουμε ότι ένα ευρώ σε φόρους πληρώνεται από τρία άτομα και το φορολογικό έσοδο μοιράζεται ισόποσα (δηλ. 1/3, 1/3, 1/3). Ένας πολιτικός βλέπει ότι μία διαφορετική κατανομή (π.χ. 0,2/3,1/3) θα συγκέντρωνε την προτίμηση δύο ψηφοφόρων έναντι ενός και, επομένως, τάσσεται υπέρ αυτής. Τέτοιας φύσεως είναι οι λόγοι που διέπουν την συμπεριφορά των πολιτικών και τους οδηγούν σε δραστική μείωση του μεταρρυθμιστικού τους ζήλου όταν πλησιάζουν και, κυρίως, όταν καταλαμβάνουν την εξουσία.

*Νομικός – Οικονομολόγος