Η προσπάθεια των Ηνωμένων Πολιτειών να ενισχύσουν τις αφγανικές δυνάμεις ασφαλείας έφτασε σε ένα άδοξο τέλος. Ο αμερικανικός στρατός ξόδεψε 20 χρόνια και 83 δισεκατομμύρια δολάρια για να δημιουργήσει μια δύναμη που έλιωσε μέσα σε λίγες εβδομάδες, παραχωρώντας την χώρα στους Ταλιμπάν στην ίδια περίοδο, σχεδόν χωρίς να έχει πέσει μια τουφεκιά.
Η ταχεία κατάρρευση των αφγανικών δυνάμεων ασφαλείας δεν είναι κάτι το πρωτοφανές. Στην πραγματικότητα, είναι πιο κοντά στην κανονικότητα για τις τοπικές δυνάμεις ασφαλείας που δημιουργήθηκαν με στρατιωτική βοήθεια των ΗΠΑ. Οι τρεις μεγαλύτερες προσπάθειες των Ηνωμένων Πολιτειών να δημιουργήσουν στρατιωτικούς εταίρους -στο Βιετνάμ, στο Ιράκ, και τώρα το Αφγανιστάν- όλες απέτυχαν θεαματικά. Υπάρχει καλός λόγος που οι εικόνες που βγαίνουν από την Καμπούλ θυμίζουν την Σαϊγκόν του 1975 και τη Μοσούλη του 2014.
Αυτό που ο στρατός αποκαλεί «βοήθεια στην δύναμη ασφαλείας», «ανάπτυξη ικανοτήτων συνεργατών», ή «επιχειρήσεις εκπαίδευσης και εξοπλισμού» παραμένει ένας πυλώνας της αμυντικής στρατηγικής των ΗΠΑ. Αφήνοντας εντελώς στην άκρη το Αφγανιστάν και το Ιράκ, οι Ηνωμένες Πολιτείες ξοδεύουν δισεκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο και αναπτύσσουν χιλιάδες άτομα για να εκπαιδεύσουν και να βοηθήσουν ξένους στρατούς από χώρες σε όλο τον κόσμο. Αν και ο σκοπός μιας τέτοιας βοήθειας ποικίλλει, ο κύριος στόχος είναι να αυξήσει την ικανότητα των στρατιωτικών εταίρων για να επωμιστούν τα τοπικά βάρη ασφάλειας, ώστε οι Ηνωμένες Πολιτείες να μετατοπίσουν τους δικούς τους πόρους σε υψηλότερες προτεραιότητες.
Το πρόβλημα, ωστόσο, είναι ότι οι εταίροι των Ηνωμένων Πολιτειών συχνά δεν ενδιαφέρονται για την οικοδόμηση στρατιωτικών δυνάμεων που να μπορούν να πολεμήσουν. Όπως έχει δείξει η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Georgetown, Caitlin Talmadge [1], οι πολιτικοί και στρατιωτικοί ηγέτες πρέπει να βοηθούν στην προαγωγή ικανών αξιωματικών, να επιβάλουν μια αλυσίδα διοίκησης, να ενθαρρύνουν την αυστηρή εκπαίδευση, και να βάζουν φραγμούς στην διαφθορά ώστε να δημιουργήσουν μια αποτελεσματική δύναμη. Αλλά στα αδύναμα ή αποτυχημένα κράτη όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες επικεντρώνουν την βοήθειά τους στην ασφάλεια, οι ηγέτες συχνά δίνουν προτεραιότητα στην προσωπική και πολιτική επιβίωσή τους παρά στην ενίσχυση των στρατών των εθνών τους. Αυτοί οι ηγέτες συχνά στοχεύουν να χρησιμοποιήσουν τον στρατό τους ως πηγή προστασίας ή ως μαστίγιο εναντίον των εγχώριων πολιτικών αντιπάλων τους. Μπορεί να χαιρετίζουν τη μεγάλη στρατιωτική βοήθεια των ΗΠΑ, αλλά φοβούνται την δημιουργία μιας επαγγελματικής δύναμης που θα μπορούσε να απειλήσει την δική τους εξουσία. Έτσι αγνοούν τις εκκλήσεις των Αμερικανών στρατιωτικών συμβούλων, εφαρμόζοντας πολιτικές που διατηρούν τους στρατούς τους αδύναμους.
Αυτές οι προκλήσεις φάνηκαν πλήρως στο Αφγανιστάν. Κατά την διάρκεια της αμερικανικής συμβουλευτικής αποστολής, οι Αφγανοί αξιωματικοί αποδείχθηκε ότι ενδιαφέρονταν λιγότερο να πολεμήσουν για την διεφθαρμένη κυβέρνηση στην Καμπούλ από το να εξασφαλίσουν τον δικό τους προσωπικό πλουτισμό, μεταφέροντας αμερικανικά δολάρια στα δικά τους δίκτυα προστασίας μέσω της διαδικασίας σύναψης συμβάσεων και εκβιάζοντας τον Αφγανικό λαό σε κάθε αλληλεπίδραση. Οι στρατιώτες, βλέποντας ξεκάθαρα την διαφθορά των αξιωματικών τους, είχαν ελάχιστο ενδιαφέρον να διακινδυνεύσουν να πεθάνουν υπό τις εντολές τους. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι οι αφγανικές μονάδες ήταν απείθαρχες και τακτικά αδύναμες πολύ πριν από την αποχώρηση των ΗΠΑ -και ότι καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες αποχωρούσαν, πολλοί αποφάσισαν να ανοίξουν τις πύλες [2] στους Ταλιμπάν.
Στο Αφγανιστάν και στις συμβουλευτικές αποστολές σε όλο τον κόσμο, οι Ηνωμένες Πολιτείες βασίζονται σε στρατηγικές [3] για να παρακινήσουν τους εταίρους τους οι οποίες δεν λειτουργούν. Ο αμερικανικός στρατός δίνει προτεραιότητα στην οικοδόμηση σχέσεων με ξένους στρατιωτικούς έναντι της εφαρμογής οποιουδήποτε είδους προϋποθέσεων στην βοήθειά του για την ασφάλεια, και οι πολιτικοί αξιωματούχοι στην Ουάσινγκτον σέβονται την προσέγγισή του. Στην συνέχεια, οι Ηνωμένες Πολιτείες δημοσιοποιούν ρόδινες εκθέσεις [4] στον αμερικανικό λαό σχετικά με την πρόοδο που σημειώνεται από τον τοπικό εταίρο, οι οποίες συνεχίζονται μέχρι την μοιραία ημέρα, όταν η δύναμη καλείται να λειτουργήσει από μόνη της. Και έτσι η Σαϊγκόν˙ η Μοσούλη˙ και τώρα η Καμπούλ.
ΜΗΝ ΠΕΙΘΟΝΤΑΣ ΚΑΝΕΝΑΝ
Ο αμερικανικός στρατός είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου υπεύθυνος [5] για τον σχεδιασμό και την εφαρμογή των αμερικανικών προγραμμάτων βοήθειας ασφαλείας. Οι άλλοι κλάδοι της αμερικανικής κυβέρνησης τακτικά τον σέβονται σε αυτό το ζήτημα: Τι, τελικά, θα μπορούσε να εμπίπτει περισσότερο στην αρμοδιότητά του από όσο η δημιουργία άλλων στρατών; Στην πράξη, είναι ο αμερικανικός στρατός που αλληλεπιδρά με τους τοπικούς πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγέτες σε θέματα που σχετίζονται με την ανάπτυξη των δυνάμεων ασφαλείας τους και είναι ο αμερικανικός στρατός που αναπτύσσει στρατηγικές για την αντιμετώπιση του προβλήματος της παρακίνησης των συνεργατών.
Το δόγμα που καθοδηγεί τις στρατιωτικές συμβουλευτικές αποστολές των ΗΠΑ αποθαρρύνει τους συμβούλους από το να χρησιμοποιούν καρότο και μαστίγιο για να πείσουν τους τοπικούς ηγέτες να εφαρμόσουν αξιοκρατικές πρακτικές προσωπικού, να ακολουθήσουν μια αλυσίδα διοίκησης, να εκπαιδεύονται αυστηρά, και να περιορίζουν την διαφθορά. Ένα στρατιωτικό εγχειρίδιο των ΗΠΑ, για παράδειγμα, αποθαρρύνει ρητά τους συμβούλους από την χρήση «δωροδοκίας ή εξαναγκασμού, καθώς τα αποτελέσματα που επιτυγχάνονται από αυτές τις ενέργειες είναι μόνο προσωρινά». Αντ’ αυτού, το δόγμα και η εκπαίδευση καθορίζουν μια στρατηγική που εδράζεται στην πειθώ η οποία με την σειρά της βασίζεται στην συμπάθεια. Οι στρατιωτικοί σύμβουλοι των ΗΠΑ διδάσκονται να δίνουν προτεραιότητα στις σχέσεις τους με τους ομολόγους τους, καθώς «η πίστη και η εμπιστοσύνη καθορίζουν το πόσο καλά ο σύμβουλος θα είναι σε θέση να επηρεάσει τις ξένες δυνάμεις ασφαλείας».
Πολλοί στρατιωτικοί σύμβουλοι των ΗΠΑ φτάνουν να βλέπουν την διαπροσωπική σχέση με τους εταίρους -άλλοτε ένα εργαλείο που θεωρείται ότι αυξάνει την επιρροή και διαμορφώνει την συμπεριφορά των εταίρων- ως τον ίδιο τον στόχο της παροχής συμβουλών. Όταν η πειθώ αποτυγχάνει, οι σύμβουλοι λαμβάνουν οδηγίες να αποφύγουν οποιαδήποτε βήματα που μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο την σχέση.
Αυτή η στρατηγική πειθούς με βάση την συμπάθεια συνεχίστηκε παρά το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι σε καλή θέση για να ασκήσουν κίνητρα ώστε να επηρεάσουν τους εταίρους τους στις δυνάμεις ασφαλείας. Οι ηγέτες στις αποδέκτριες χώρες συχνά εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις Ηνωμένες Πολιτείες για την ασφάλεια του καθεστώτος τους και, σε πολλές περιπτώσεις, για την δική τους φυσική επιβίωση -και το γνωρίζουν. Ο πρόεδρος του Νότιου Βιετνάμ, Ngo Dinh Diem, και ο Ιρακινός πρωθυπουργός Nouri al-Maliki, αμφότεροι ηγέτες των οποίων οι χώρες ήταν ωφελημένες από μαζικά προγράμματα στρατιωτικής βοήθειας των ΗΠΑ, εξέφρασαν επανειλημμένα ανησυχίες ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες επρόκειτο να τους ανατρέψουν. (Είχαν δίκιο να ανησυχούν: ο Ντιέμ σκοτώθηκε σε ένα πραξικόπημα το 1963, για το οποίο η κυβέρνηση Κένεντι έδωσε σιωπηρά το πράσινο φως, και ο Μαλίκι παραιτήθηκε το 2014, αφού έχασε την υποστήριξη της κυβέρνησης Ομπάμα). Εάν οι έντονοι φόβοι ότι η Ουάσιγκτον μπορεί να τους ανατρέψει από την εξουσία ανά πάσα στιγμή δεν δίνουν στις Ηνωμένες Πολιτείες μόχλευση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τι θα άλλο θα τους έδινε [μόχλευση].
Η ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΝΕΙ ΤΑ ΔΙΚΑ ΤΗΣ
Γιατί ο αμερικανικός στρατός επιμένει με μια στρατηγική παροχής συμβουλών που δεν λειτουργεί; Όπως και οι περισσότερες μεγάλες γραφειοκρατίες, τείνει να θεσμοθετεί επιχειρησιακούς τρόπους που εξυπηρετούν τα συμφέροντά του -στην περίπτωσή του την αυτονομία, το κύρος, και την πρόσβαση σε πόρους. Ο στρατός θεσπίζει τυποποιημένες διαδικασίες λειτουργίας (standard operating procedures, SOP) που προωθούν τα γραφειοκρατικά συμφέροντά του και αυτές οι SOP τείνουν να παραμένουν εκτός κι αν οι πολιτικοί ηγέτες πιέσουν σκληρά για αλλαγή.
Η πειθώ με βάση την συμπάθεια μπορεί να κάνει ελάχιστα για να παρακινήσει τους τοπικούς ηγέτες να δημιουργήσουν καλύτερους στρατούς, αλλά εξυπηρετεί τα γραφειοκρατικά συμφέροντα του αμερικανικού στρατού. Η ήπια προσέγγιση διατηρεί την ευγένεια με τους τοπικούς εταίρους και ενισχύει ένα αφήγημα συνεργατικής εταιρικής σχέσης που νομιμοποιεί ολόκληρη την συμβουλευτική προσπάθεια. Αντίθετα, το να απειληθούν οι τοπικοί ηγέτες με μειώσεις ή παύση της υποστήριξης θα μπορούσε να διαταράξει τις διαδικασίες και τις σχέσεις του ίδιου του αμερικανικού στρατού. Μια πιο θεληματική προσέγγιση στην παροχή συμβουλών μπορεί επίσης να προκαλέσει άσχημες αναφλέξεις που τραβούν την προσοχή της Ουάσινγκτον στην συμβουλευτική προσπάθεια, αυξάνοντας τον κίνδυνο πολιτικής ανάμειξης.
Όταν το βλέπουμε μέσα από το πρίσμα της οργανωτικής θεωρίας -της σχολής σκέψης που εστιάζει στο πώς η διαμάχη μεταξύ γραφειοκρατιών και γραφειοκρατικών διαδικασιών διαμορφώνει την εξωτερική πολιτική- μια σειρά προβλημάτων με την βοήθεια ασφαλείας έρχονται στο φως ως συμπτώματα της ίδιας ασθένειας. Για παράδειγμα, πολλοί σχολιαστές αναφέρουν τις σύντομες επισκέψεις των στρατιωτικών συμβούλων ως αιτία της αποτυχίας των αποστολών εκπαίδευσης και εξοπλισμού. Οι επικριτές έχουν δίκιο όταν επισημαίνουν ότι οι σύντομες επισκέψεις είναι εντελώς ασυμβίβαστες με την θεωρία του στρατού για αποτελεσματικές συμβουλές, η οποία εξαρτάται από τις διαπροσωπικές σχέσεις. Αλλά οι σύντομες επισκέψεις είναι καλύτερα κατανοητές ως προϊόν οργανωτικής λογικής: διατηρώντας σύντομες τις αποστολές, ο στρατός αποφεύγει την εσωτερική αντίσταση που σίγουρα θα προκαλούσε η πρόταση για πιο μακρόχρονες επισκέψεις. Ο στρατός στοχεύει να ελαχιστοποιήσει τον γραφειοκρατικό πονοκέφαλο και να εφαρμόσει τις τυπικές λειτουργικές διαδικασίες που μπορεί να υποστηρίξει, ακόμη και αν αυτές οι διαδικασίες είναι ανεξάρτητες από την δική του θεωρία της νίκης.
Η τάση του αμερικανικού στρατού να αναφέρει συνεχώς την πρόοδο σε συμβουλευτικές αποστολές, παρά την εμφανή δυσλειτουργία, εξυπηρετεί παρόμοιους γραφειοκρατικούς σκοπούς. Παρουσιάζοντας μια αφήγηση αργής αλλά σταθερής προόδου, ο στρατός προστατεύεται από την κριτική, την παρέμβαση, και την αναταραχή. Ο John Sopko, ο ειδικός γενικός επιθεωρητής των ΗΠΑ για την ανασυγκρότηση του Αφγανιστάν, εκτίμησε ότι ο στρατός «ήξερε πόσο κακός ήταν ο αφγανικός στρατός», αλλά «άλλαζε συνεχώς τους στόχους» στις εκθέσεις προόδου του για να δείξει επιτυχία -και όταν ακόμη και αυτό απέτυχε, έκανε απόρρητο το εργαλείο αξιολόγησης. «Αν είχατε άδεια, θα μπορούσατε να μάθετε [για την κακή κατάσταση του αφγανικού στρατού], αλλά ο μέσος Αμερικανός, ο μέσος φορολογούμενος, ο μέσος βουλευτής, ο μέσος άνθρωπος που εργαζόταν στην πρεσβεία δεν θα ήξεραν πόσο κακός ήταν».
Οι στρεβλές εκτιμήσεις της συμβουλευτικής προσπάθειας στο Αφγανιστάν δεν αποτελούν εξαίρεση αλλά γενικό κανόνα των συμβουλευτικών προσπαθειών των ΗΠΑ. Στο Ιράκ, οι αξιολογήσεις του αμερικανικού στρατού επικεντρώθηκαν σε μετρήσεις όπως το αν οι δυνάμεις ασφαλείας είχαν τον εξοπλισμό και το προσωπικό για το οποίο είχαν εξουσιοδοτηθεί. Αυτές οι αναφορές έδωσαν στον στρατό ένα σύστημα για να υποστηρίξει την συνηθισμένη παραγωγή αισιόδοξων αναφορών προόδου. Λίγοι από τους συμβούλους στο Ιράκ, ωστόσο, είχαν την ψευδαίσθηση ότι οι εκτιμήσεις αποτύπωναν την πραγματική κατάσταση των ιρακινών δυνάμεων. «Τα μέτρα των εξαγομένων [επί της αποτελεσματικότητας] που προέκυπταν από την Συμμαχία, από την δύναμη στην Βαγδάτη, ήταν πράγματα που δεν είχαν σημασία», είπε ένας πρώην σύμβουλος [6]. «Όπως, “Είναι οι Ιρακινές Δυνάμεις Ασφαλείας πλήρως επανδρωμένες;”. Εγώ λέω, ναι, είναι πλήρως επανδρωμένες, είναι πλήρως επανδρωμένες με στρατιωτικούς».
Οι παραλληλισμοί με το Βιετνάμ είναι εντυπωσιακοί. Ο στρατηγός William Westmoreland, διοικητής των αμερικανικών δυνάμεων στο Βιετνάμ, συνεχώς θρηνούσε για την ανικανότητα του σώματος των αξιωματικών του Νοτίου Βιετνάμ -και όμως βασίστηκε σε ένα σύστημα αξιολόγησης που ανέφερε μετρήσεις όπως η άφιξη των [πολυβόλων] Μ16 ως απόδειξη προόδου. Απαγόρευσε επίσης ρητά στους Αμερικανούς συμβούλους να χρησιμοποιούν απειλές ότι θα αποσύρουν τις συμβουλευτικές τους ομάδες προκειμένου να δώσουν κίνητρα σε μη συνεργάσιμους Βιετναμέζους αξιωματικούς, αφότου προσπάθειες να γίνει κάτι τέτοιο προκάλεσαν αρνητικά δημοσιεύματα στον Τύπο στην Ουάσινγκτον. Ο στρατός μονώθηκε από την εξωτερική κριτική και στην συνέχεια, όπως ανέφερε ο Αμερικανός αξιωματούχος άμυνας Robert Komer στην έκθεσή του για τον πόλεμο το 1972, η γραφειοκρατία έκανε τα δικά της.
Στο τέλος της ημέρας, εναπόκειται στους πολιτικούς ηγέτες να κατευθύνουν και να επιβλέπουν τον σχεδιασμό και την εφαρμογή της στρατιωτικής συμβουλευτικής στρατηγικής των Ηνωμένων Πολιτειών. Ωστόσο, οι ισχύοντες κανόνες στις πολιτικοστρατιωτικές σχέσεις των ΗΠΑ σημαίνουν ότι οι προσπάθειες εκπαίδευσης και εξοπλισμού ακολουθούν ένα θλιβερό, οικείο μοτίβο. Πρώτον, οι πολιτικοί ηγέτες αναθέτουν στο Πεντάγωνο το δύσκολο -ίσως σε ορισμένες περιπτώσεις αδύνατο- έργο της δημιουργίας δυνάμεων ασφαλείας σε έθνη χωρίς κρατική υπόσταση. Στην συνέχεια, παραπέμπουν στον αμερικανικό στρατό την εφαρμογή του προγράμματος βοήθειας. Καθώς αυξάνονται οι αποδείξεις ότι ο τοπικός στρατός αποτυγχάνει, οι πολιτικοί ηγέτες γίνονται όλο και πιο σκεπτικοί και απογοητευμένοι, αλλά συνήθως σταματούν να παρεμβαίνουν σε αυτό που βλέπουν ως στρατιωτικές λεπτομέρειες. Αντίθετα, απηχούν σε μεγάλο βαθμό τις αισιόδοξες εκτιμήσεις του αμερικανικού στρατού για την αυξανόμενη δύναμη του τοπικού εταίρου -μέχρι να καταρρεύσουν όλα.
ΜΠΟΡΟΥΝ ΟΙ ΗΠΑ ΝΑ ΜΑΘΟΥΝ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΟΥΣ;
Η προσπάθεια στρατιωτικής βοήθειας στο Αφγανιστάν μπορεί να έχει τελειώσει, αλλά οι προσπάθειες για την οικοδόμηση της ικανότητας των τοπικών εταίρων ασφαλείας παραμένουν πυλώνας της αμυντικής στρατηγικής των ΗΠΑ. Εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν αντλήσουν διδάγματα από τις επαναλαμβανόμενες αποτυχίες των συμβουλευτικών τους αποστολών, δεν θα πρέπει να αναμένουν διαφορετικό αποτέλεσμα στις συνεχιζόμενες προσπάθειές τους.
Οι μελετητές και οι επαγγελματίες έχουν διακινήσει μια ποικιλία συνταγών που θα έκαναν λίγα για να επιλύσουν τις βασικές παθολογίες της βοήθειας των δυνάμεων ασφαλείας. Η επένδυση περισσότερων χρημάτων και πόρων σε συμβουλευτικές αποστολές δεν θα κάνει καλό εφόσον οι τοπικοί ηγέτες δεν ενδιαφέρονται για την δημιουργία αποτελεσματικών στρατιωτικών δυνάμεων. Οι προσπάθειες για τη μείωση της εξάρτησης των τοπικών εταίρων από την αεροπορική υποστήριξη των ΗΠΑ και άλλους παράγοντες θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν μόνο ένα μικρό μέρος του προβλήματος, ενώ το θεμελιώδες ζήτημα της τοπικής αποφασιστικότητας θα παραμένει. Η επιμήκυνση των επισκέψεων των συμβούλων και η προσέλκυση υψηλού επιπέδου προσωπικού θα είχε μικρή διαφορά εάν αυτοί οι σύμβουλοι εξακολουθούν να βασίζονται μόνο στις δυνάμεις της πειθούς τους για να δελεάσουν τους τοπικούς ηγέτες στην ενίσχυση των στρατιωτικών τους δυνάμεων.
Αντίθετα, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να επανεκτιμήσουν τον στόχο των στρατιωτικών προγραμμάτων εκπαίδευσης. Ανάλογα με την φύση της απειλής και τον τρόπο με τον οποίο ταιριάζει στην ευρύτερη εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών, η οικοδόμηση ενός μεγάλου, επαγγελματικού στρατού μπορεί να μην είναι ούτε εφικτή ούτε απαραίτητη. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να είναι πιο λογικό οι Ηνωμένες Πολιτείες να επικεντρωθούν στην κατασκευή μερικών αποτελεσματικών μονάδων που προορίζονται να λειτουργήσουν με αμερικανική υποστήριξη.
Για τις συμβουλευτικές αποστολές που θα αποφασίσουν να χρησιμοποιήσουν στο μέλλον, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να εγκαταλείψουν την υπερβολικά ευγενική στρατηγική τους και αντ’ αυτού να συνδυάσουν την πειθώ με την συστηματική εφαρμογή κινήτρων. Για έμπνευση, οι αξιωματούχοι μπορούν να στραφούν σε μια από τις καλύτερες περιπτωσιολογικές μελέτες αυτής της προσέγγισης: τις προσπάθειες του Όγδοης Στρατιάς των ΗΠΑ να εκπαιδεύσει τον στρατό της Νότιας Κορέας από το 1948 έως το 1953.
Ακόμη και μετά την εισβολή της Βόρειας Κορέας το 1950, οι πολιτικοί και στρατιωτικοί ηγέτες της Νότιας Κορέας ήταν διχασμένοι μεταξύ εθνικών και ατομικών κινήτρων με τρόπο που εξασθενούσε την στρατιωτική τους ισχύ. Σε αντίθεση όμως με τον αμερικανικό στρατό σήμερα, οι Αμερικανοί στρατηγοί και οι σύμβουλοι τακτικής τότε είχαν μια θεληματική προσέγγιση: ο στρατηγός James Van Fleet, διοικητής του όγδοου στρατού των ΗΠΑ, ανέλαβε απευθείας την διοίκηση του στρατού της Δημοκρατίας της Κορέας (Republic of Korea, ROK) και απείλησε να μειώσει την βοήθεια σε μια προσπάθεια να διασφαλιστεί ότι οι κατάλληλοι αξιωματικοί προωθήθηκαν σε βασικές διοικήσεις και ότι ο στρατός παρέμενε προστατευμένος από την πολιτικοποίηση. Σε επίπεδο τακτικής, οι Αμερικανοί στρατιωτικοί σύμβουλοι της Κορεατικής Στρατιωτικής Συμβουλευτικής Ομάδας (Korean Military Advisory Group) προσπάθησαν επίσης να εμπνεύσουν και να πείσουν τους ομολόγους τους στη Νότια Κορέα, αλλά όταν η πειθώ απέτυχε, απείλησαν να αποκόψουν τις μονάδες της Νότιας Κορέας από τις προμήθειες των ΗΠΑ για να δώσουν κίνητρα στους αξιωματικούς να ακολουθήσουν τις οδηγίες τους. Μέχρι το 1952, σχεδόν κανένας αξιωματικός του στρατού της Νότιας Κορέας δεν προήχθη χωρίς την έγκριση της Όγδοης Στρατιάς των ΗΠΑ και μέχρι τα μέσα του 1953 ο τοπικός εταίρος μετατράπηκε σε αποτελεσματική πολεμική δύναμη.
Υπάρχουν πάντα περίπλοκοι παράγοντες και περιορισμοί στις κατά περίπτωση συγκρίσεις. Ο αμερικανικός στρατός δημιούργησε τον Στρατό της Δημοκρατίας της Κορέας σε διαφορετικό χρόνο και τόπο, και σχεδιάστηκε για να αντιμετωπίσει μια διαφορετική απειλή από αυτήν των Ηνωμένων Πολιτειών στο Αφγανιστάν και το Ιράκ. Η διεκδικητική προσέγγιση του αμερικανικού στρατού στην Κορέα διαμορφώθηκε πιθανότατα από το γεγονός ότι ολόκληρες αμερικανικές μεραρχίες αντιμετώπιζαν τον εκμηδενισμό τους στην πρώτη γραμμή εάν ο στρατός της ROK υπέκυπτε -μια άμεση, φυσική απειλή για τις αμερικανικές ζωές που δεν θα επαναλαμβανόταν σε μελλοντικούς πολέμους. Παρόλο που η επιλογή της άμεσης διοίκησης ολόκληρων των στρατών των εταίρων μπορεί να είναι πλέον εκτός συζήτησης για τις Ηνωμένες Πολιτείες, υπάρχουν πολλά που μπορεί να μάθει ο αμερικανικός στρατός από την συμβουλευτική του εμπειρία στην Κορέα. Συγκεκριμένα, μπορεί να πάρει το μάθημα ότι δεν ήταν μόνο η βασισμένη στην συμπάθεια πειθώ που μεταμόρφωσε τον στρατό της ROK αλλά μαζί και η συστηματική εφαρμογή κινήτρων.
Μια τέτοια προσέγγιση θα μπορούσε να αυξήσει την αποτελεσματικότητα ορισμένων σχεδίων βοήθειας σε δυνάμεις ασφαλείας. Αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν επίσης μια άλλη επιλογή: θα μπορούσαν να μειώσουν εντελώς τις προσπάθειές τους για εκπαίδευση και εξοπλισμό. Αντί να χρησιμοποιούν συμβουλευτικές αποστολές ως την προτιμώμενη επιλογή για την αντιμετώπιση των τοπικών απειλών για την ασφάλεια, θα μπορούσαν αντ’ αυτού να επιφυλάσσουν τέτοια προγράμματα για κράτη με ισχυρούς εθνικούς θεσμούς και αποδεδειγμένο ενδιαφέρον για την δημιουργία καλύτερων στρατών. Αυτή η πορεία θα οδηγούσε στον τερματισμό των περισσότερων αμερικανικών σχεδίων βοήθειας για την ασφάλεια, συμπεριλαμβανομένης της τρέχουσας προσπάθειας για την οικοδόμηση των ιρακινών δυνάμεων ασφαλείας.
Πολύ συχνά, οι προσπάθειες των Ηνωμένων Πολιτειών να εκπαιδεύσουν και να εξοπλίσουν ξένους στρατούς έχουν ως κίνητρο την γραφειοκρατική λογική και όχι την σωστή στρατηγική. Η πτώση της Καμπούλ εξέθεσε πιο πολλά από την διάβρωση στους στρατούς που οικοδομούν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Αποκάλυψε επίσης την διάβρωση στην προσέγγιση των Ηνωμένων Πολιτειών για την οικοδόμησή τους.
Σύνδεσμοι:
[1] https://www.amazon.com/Dictators-Army-Battlefield-Effectiveness-Authorit…
[2] https://www.foreignaffairs.com/articles/afghanistan/2021-08-23/how-will-…
[3] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2021-07-15/hearts-…
[4] https://www.foreignaffairs.com/articles/afghanistan/2021-01-22/myth-resp…
[5] https://www.foreignaffairs.com/articles/afghanistan/2021-08-25/roads-not…
[6] https://cgsc.contentdm.oclc.org/digital/collection/p4013coll13/id/3100/r…
Copyright © 2021 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2021-08-26/why-ame…
Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition
Πηγή: foreignaffairs.gr