Δόξα τω Θεώ για τη Γερμανία! Αυτό δεν ήταν ένα συναίσθημα που ακούσαμε και πολύ κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Καθώς πλησίαζε προς το τέλος του ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Henry Morgenthau, ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, υποστήριξε πως η μόνη απάντηση στο γερμανικό ζήτημα ήταν η καταστροφή της βιομηχανικής ικανότητας της χώρας. Ο Γάλλος συγγραφέας Francois Mauriac χαιρέτισε τη διαίρεση της χώρας, λέγοντας αστειευόμενος πως «αγαπώ τόσο πολύ τη Γερμανία, που χαίρομαι που έχουμε δύο».
Όταν επίκειτο η επανένωση το 1990, σε μια συνάντηση κυρίως Βρετανών λογίων, υπό την προεδρία της Margaret Thatcher, συζητήθηκε ο εθνικός χαρακτήρας των Γερμανών. Ο επικεφαλής σύμβουλος εξωτερικής πολιτικής της έγραψε πρακτικά λέγοντας ότι τα χαρακτηριστικά είναι «άγχος, επιθετικότητα, αποφασιστικότητα, νταηλίκι, εγωισμός, σύνδρομο κατωτερότητας, συναισθηματισμός».
Τριάντα χρόνια μετά, τα στερεότυπα αυτά για τον εθνικό χαρακτήρα έχουν αντιστραφεί τελείως. Στις ΗΠΑ και στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι που η πολιτική φαίνεται όλο και περισσότερο επιρρεπής σε «αγωνία, επιθετικότητα» και όλες αυτές της μη ελκυστικές, υποτίθεται τευτονικές, ιδιότητες. Αυτές τις μέρες, η δημόσια ζωή της Γερμανίας είναι αυτή που χαρακτηρίζεται από τις αρετές εκείνες που οι Βρετανοί συχνά απέδιδαν στον εαυτό τους: ψυχραιμία, αυτοσυγκράτηση, ορθολογισμός και συμβιβασμός.
Οι πρόσφατες γερμανικές εκλογές και ο απόηχός τους αυτό υπογραμμίζουν. Ήταν ένας αμφίρροπος αγώνας, αλλά οι χαμένοι δέχθηκαν με χάρη τα αποτελέσματα. Κανένας δεν προσπάθησε να ισχυριστεί πως νοθεύτηκαν οι ψήφοι ή πως οι αντίπαλοί του ήταν «αποβράσματα» -ή πως αντιπροσωπεύουν έναν θανάσιμο κίνδυνο για τη χώρα.
Οι Σοσιαλδημοκράτες φαίνεται τώρα πως θα ηγηθούν μιας γερμανικής κυβέρνησης για πρώτη φορά από το 2005. Αλλά η μετάβαση της εξουσίας δεν θα φέρει μια απότομη ρήξη στις πολιτικές ή μια προσπάθεια από την αντιπολίτευση να παραλύσει την κυβέρνηση, όπως συμβαίνει στις ΗΠΑ.
Ο Olaf Scholz του SPD, που μπορεί να γίνει καγκελάριος, έθεσε υποψηφιότητα ως «συνεχιστής». Όπως ανέφεραν οι συνάδελφοί μου των FT, οι ψηφοφόροι είδαν τον Scholz «με την ήσυχη στάση του, τη μακρά εμπειρία στην κυβέρνηση και την πραγματιστική πολιτική, ως φυσικό διάδοχο της Merkel». Πολύ διαφορετικά δηλαδή από τα προφίλ ηγεσίας του Donald Trump ή του Boris Johnson.
Αυτή η αντιστροφή των ρόλων δεν είναι απλά μια από τις ειρωνείες της ιστορίας. Είναι προϊόν της ιστορίας. Σε αντίθεση με οποιαδήποτε άλλη χώρα γνωρίζω, η Γερμανία έχει στήσει μνημείο για τη μεγαλύτερη εθνική ντροπή της ακριβώς στην καρδιά της πρωτεύουσάς της. Το μνημείο Ολοκαυτώματος στο Βερολίνο βρίσκεται κοντά στην Πύλη του Βρανδεμβούργου, του παραδοσιακού κέντρου της πόλης. Είναι ένα σύμβολο της αποφασιστικότητας της σύγχρονης Γερμανίας να παραδεχθεί τη θηριωδία του ναζισμού -και να πάρει τα μαθήματα.
Επειδή γνωρίζουν πού μπορεί να οδηγήσει η δημαγωγία, οι Γερμανοί πολιτικοί του κατεστημένου έχουν αλλεργία στην προσωπολατρία στον ηγέτη. Κανένας υποψήφιος για την καγκελαρία δεν θα κόμπαζε, όπως έκανε ο Trump, πως «μόνο εγώ μπορώ να το φτιάξω», ή να ενθαρρύνει συνθήματα όπως «ρίξτε την στη φυλακή» για την αντίπαλό του.
Στα πρόσφατα προεκλογικά debate, οι αρχηγοί των κομμάτων συμπεριφέρθηκαν ο ένας στον άλλον με σεβασμό και με αυτοσυγκράτηση. Γνωρίζουν πως η πολιτική είναι σοβαρή υπόθεση. Ο Frank-Walter Steinmeier, ο πρόεδρος της Γερμανίας, λέγεται να περιφρονεί ιδιαίτερα τον Johnson, επειδή νομίζει πως ο Βρετανός πρωθυπουργός συμπεριφέρεται στην πολιτική σαν να είναι παιχνίδι.
Η σύγχρονη Γερμανία δεν είναι άτρωτη στους κινδύνους του πολιτικού εξτρεμισμού. Το 2020 ένα πλήθος αντιεμβολιαστών και διαφόρων εξτρεμιστών αποπειράθηκε -ανεπιτυχώς- να εισβάλει στη Reichstag. Λόγω της προσφυγικής κρίσης του 2015, όταν η Merkel επέτρεψε την είσοδο πάνω από 1 εκατ. μεταναστών και προσφύγων στη χώρα, πολλοί παρατηρητές, εμού συμπεριλαμβανομένου, προέβλεψαν μια άνοδο του πολιτικού εξτρεμισμού στη Γερμανία. Η ατμόσφαιρα στις εκλογές του 2017 συχνά ήταν άσχημη. Το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία κέρδισε ένα μεγάλο μπλοκ εδρών στη Βουλή.
Αλλά στις πιο πρόσφατες εκλογές, τα πολιτικά άκρα στη δεξιά και την αριστερά έχασαν ψήφους. Το κέντρο δεν έχει μόνο κρατήσει στη Γερμανία αλλά έχει ενισχυθεί. Το AfD εξακολουθεί να είναι ισχυρό στην ανατολική Γερμανία, αλλά απέχει περισσότερο από ποτέ από το να αναλάβει την εθνική εξουσία.
Μια διαφορά μεταξύ της Γερμανίας και άλλων μεγάλων δυτικών κρατών είναι πως τα υψηλά επίπεδα μετανάστευσης δεν έχουν ριζοσπαστικοποιήσει τη mainstream δεξιά. O Trump ήρθε στην εξουσία με την υπόσχεση να χτίσει το τείχος. Ο Johnson κέρδισε το δημοψήφισμα του Brexit με τη δέσμευση «να ξαναπάρει τον έλεγχο» των συνόρων και των νόμων της Βρετανίας -ιδιαίτερα των συνόρων. Στη Γαλλία, ο Michel Barnier, που κάνει εκστρατεία για υποψήφιος της κεντροδεξιάς για τη γαλλική προεδρία, έχει ζητήσει μορατόριουμ σε όλη τη μετανάστευση από εκτός ΕΕ. Ο Eric Zemmour, το ανερχόμενο αστέρι της ακροδεξιάς, απειλεί να πετάξει δύο εκατ. ανθρώπους έξω από τη χώρα.
Η γερμανική κυβέρνηση, αντιθέτως, συνεχίζει να στηρίζει τη μετανάστευση. Τον Αύγουστο, ο επικεφαλής της ομοσπονδιακής υπηρεσίας εργασίας της Γερμανίας είπε πως η γήρανση του εργατικού δυναμικού της χώρας σημαίνει πως η Γερμανία πρέπει να αφήνει να εισέλθουν 400.000 νέοι μετανάστες ετησίως, υποστηρίζοντας πως χωρίς αυτό το επίπεδο μετανάστευσης «θα υπάρξει έλλειψη εξειδικευμένων εργαζόμενων παντού». Μόνο το AfD καταδίκασε ξεκάθαρα την ιδέα.
Η δύναμη του κέντρου στη Γερμανία δεν σημαίνει την εξάλειψη της διαμάχης. Μπορεί να πάρει μήνες για να σχηματιστεί κυβερνητικός συνασπισμός. Θα είναι δύσκολο να περιοριστούν οι διαφορές πολιτικής μεταξύ των Πρασίνων, των Ελεύθερων Δημοκρατών και του SPD. Αλλά η ανάγκη να δημιουργηθεί ένας συνασπισμός δεν επιτρέπει την πολιτική πόλωση -και τη δαιμονοποίηση της αντιπολίτευσης-, που έχει γίνει κανόνας στην Αγγλόσφαιρα.
Στον 21ο αιώνα, η γερμανική πολιτική είναι για μια ακόμα φορά η εξαίρεση. Αλλά αυτή τη φορά για καλό λόγο.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation