-Γιατί η ΕΕ εμφανίζεται σχεδόν πάντοτε διαλλακτική με ήπιες βολές και ανέξοδους βερμπαλισμούς έναντι της Τουρκίας, τους οποίους το καθεστώς Ερντογάν αγνοεί επιδεικτικά;
-Γιατί η Βορειοατλαντική Συμμαχία είτε εμμένει στην πολιτική των «ίσων αποστάσεων» που σχεδόν πάντοτε ευνοεί τις τουρκικές επεκτατικές βλέψεις είτε -χειρότερα- παίρνει ανοικτά θέση υπέρ της γείτονος;
Κεντρική θέση στο δημόσιο διάλογο γύρω από αυτό το πολύπλευρο ζήτημα έχουν οι παγκόσμιοι συσχετισμοί δυνάμεων που καθιστούν την Τουρκία σημαντικό κομμάτι της Δυτικής αρχιτεκτονικής ασφαλείας. Το παρόν άρθρο επικεντρώνεται σε μια άλλη πτυχή, και πραγματεύεται τους δεσμούς τους οποίους έχει αναπτύξει μεθοδικά το καθεστώς Ερντογάν με τις εν λόγω χώρες. Ειδικότερα εστιάζει στο διμερές εμπόριο, την ενέργεια, τις συνέργειες στην αμυντική βιομηχανία, αλλά και την επιρροή που φαίνεται να ασκεί έμμεσα ή άμεσα στην κεντρική πολιτική σκηνή τους, με θεμιτά ή/και αθέμιτα μέσα.
Η Γερμανία
Η Γερμανία και η Τουρκία έχουν αδιαμφισβήτητα στενούς γεωοικονομικούς δεσμούς με ιστορικές προεκτάσεις, που επενεργούν στις διμερείς σχέσεις τους, και μεταφράζονται συχνά σε σύγκλιση της εξωτερικής πολιτικής τους. Η Γερμανία ήταν ο κύριος προορισμός των τουρκικών εξαγωγών με 16,6 δισ. δολάρια και ακολουθεί το Ηνωμένο Βασίλειο με 11,2 δισ. δολάρια για το 2019. Οι εισαγωγές της Τουρκίας από τη Γερμανία ανήλθαν σε 19,3 δισ. δολάρια για το ίδιο διάστημα με τον όγκο συναλλαγών να ανέρχεται στα 35,9 δισ. δολάρια. Πέραν τούτου, περίπου 7000 γερμανικές επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται στην Τουρκία. Ενώ έκθεση του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών κάνει λόγο για το μέγεθος της γερμανικής συμβολής στην τουρκική οικονομία επισημαίνοντας ότι «πάνω από 7400 γερμανικές και τουρκικές επιχειρήσεις στην Τουρκία έλαβαν [γερμανικά] ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια». Μάλιστα υπογραμμίζει την σημασία της Κοινής Επιτροπής Οικονομία και Εμπορίου (JETCO), η οποία ιδρύθηκε το 2018 και στοχεύει στη βελτίωση της συνεργασίας, στους τομείς του εμπορίου, της βιομηχανίας, του τουρισμού και των υποδομών των δύο χωρών.
Οι εξαγωγές της Τουρκίας για το 2019 σε δισ. δολάρια. Πηγή: eliamep.gr
Καθοριστικής σημασίας είναι και η σύμπραξη των αμυντικών βιομηχανιών τους. Η Τουρκία εισήγαγε το 2019 το 1/3 του συνόλου των εξαγωγών της γερμανικής αμυντικής βιομηχανίας, ήτοι 345 εκατ. ευρώ, και παραμένει στην πρώτη θέση του πελατολογίου της για το 2019 και το 2018. Σύμφωνα με το γερμανικό Υπουργείο Οικονομίας, οι πωλήσεις αφορούσαν σχεδόν αποκλειστικά σε υλικό για τα έξι υποβρύχια τύπου 214 «Παπανικολής» (για τα οποία η Ελλάδα επωμίστηκε το κόστος έρευνας και εξέλιξης με αποτέλεσμα το κόστος να είναι σημαντικά χαμηλότερο για την Τουρκία) που κατασκευάζονται στην Τουρκία σε συνεργασία με τη γερμανική Thyssenkrupp. Μάλιστα, φημολογείται ότι η πρώην υπουργός Αμύνης της Γερμανίας και νυν Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, υποκίνησε την άρση του εμπάργκο πώλησης όπλων που επιβλήθηκε από τη Γερμανία σε βάρος της Τουρκίας στις 10 Οκτωβρίου 2019, λόγω της εισβολής στη Συρία (Γ. Χαραλαμπίδης, Σημερινή, 28/06/2020). Σημειώνεται δε ότι, η παροχή τεχνογνωσίας στην Τουρκία και η συμπαραγωγή των εν λόγω υποβρυχίων, θα αλλάξει άρδην τα δεδομένα στις θάλασσες υπέρ της Τουρκίας.
Ένα επιπλέον πεδίο σύμπλευσης γερμανοτουρκικών συμφερόντων αποτελεί η ενέργεια και δη το φυσικό αέριο. Η Γερμανία επιδιώκει παρασκηνιακά να επηρεάσει την όδευση/κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου EastMed ο οποίος είναι ανταγωνιστικός των NordStream και NordStream 2, και ως εκ τούτου η διεμβολή της Τουρκίας στην ΑΟΖ της Αν. Μεσογείου αποτελεί μία ιδανική λύση για την στρατηγική της. Ο αγωγός EastMed υπονομεύει το γερμανικό πλεονέκτημα της μετακομιδής του ρωσικού φυσικού αερίου στην κεντρική Ευρώπη και το Ηνωμένο Βασίλειο. Για την προώθηση της γερμανοτουρκικής ενεργειακής συνεργασίας ειδικά στους τομείς των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και του φυσικού αερίου, έχει ιδρυθεί από το 2012 το Γερμανο-Τουρκικό Φόρουμ Ενέργειας (DENA) του οποίου την λειτουργία εξαίρει και το γερμανικό ΥΠΕΞ.
Επιπροσθέτως, είναι κοινή παραδοχή ότι το μεταναστευτικό/προσφυγικό αποτελεί μοχλό πίεσης προς τη Γερμανία, η οποία καθίσταται δέσμια των τουρκικών επιδιώξεων και αυτό επιβεβαιώνεται από τα γενναία πακέτα στήριξης αλλά και από τη χρηματοδότηση της τουρκικής ακτοφυλακής για αγορά σκαφών. Από το 2012, το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Εξωτερικών παρείχε συνολικά 198 εκατ. ευρώ για την κάλυψη των βασικών αναγκών των προσφύγων (τροφή, στέγη και υγειονομική περίθαλψη). Ενώ από το 2015, το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης έχει χορηγήσει περίπου 349 εκατ. ευρώ για βοήθεια απ’ ευθείας στους πρόσφυγες αλλά και τους τουρκικούς δήμους που τους φιλοξενούν.
Οι δεσμοί των δύο χωρών φαίνεται ότι εμφιλοχωρούν ακόμη και στην κεντρική πολιτική σκηνή της Γερμανίας στην οποία άλλωστε κατοικούν περί τα 3 εκατομμύρια Τούρκοι ή τουρκικής καταγωγής πολίτες. Έτσι, εκτός της αμφιλεγόμενης στάσης της Γερμανίδας Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν που προαναφέρθηκε, εσχάτως αποκαλύφθηκε και η δράση των «γκρίζων λύκων» εντός της γερμανικής επικράτειας. Σύμφωνα με την γερμανική Υπηρεσία Προστασίας του Συντάγματος BfV, το Κεντρικό Συμβούλιο Μουσουλμάνων της Γερμανίας ελέγχεται από τους «γκρίζους λύκους» και συνεργάζεται στενά με τον ομοσπονδιακό υπουργό Εσωτερικών Χορστ Ζεεχόφερ, επί χρόνια επικεφαλής του αδελφού κόμματος της Άνγκελα Μέρκελ, των Χριστιανοκοινωνιστών. Έρευνα της Die Welt αποκάλυψε μάλιστα ότι μεταξύ 2017 και 2019, το ομοσπονδιακό υπουργείο Οικογενειακών Υποθέσεων χρηματοδότησε με περισσότερα από 3,7 εκατ. ευρώ τα προγράμματα του Κεντρικού Συμβουλίου των Μουσουλμάνων.
Συνεπώς, εκτός των εμπορικών διμερών σχέσεων, φαίνεται ότι ενδημούν βαθύτεροι πολιτικοί δεσμοί που διατηρούν σταθερή την σχέση Γερμανίας-Τουρκίας, ακόμη και στις περιπτώσεις που ανακύπτουν διαφωνίες.
Η Ιταλία
Η Ιταλία, από την άλλη, είναι γνωστή για την επαμφοτερίζουσα εξωτερική πολιτική της έναντι της Ελλάδας, που καθορίζεται από τους ανοικτούς διαύλους με την Άγκυρα. Πέραν των ιστορικών δεσμών τους, μια σειρά από παράγοντες σε εμπορικό, στρατιωτικό και ενεργειακό επίπεδο, στην καλύτερη περίπτωση επενεργούν αποτρεπτικά σε πιθανή ρήξη με την Άγκυρα και στην χειρότερη εξομοιώνουν πλήρως τις πολιτικές τους.
Οι εξαγωγές της Ιταλίας προς την Τουρκία για το 2019 ανήλθαν σε 9,3 δισ. δολάρια, ενώ οι εισαγωγές της Ιταλίας από την Τουρκία μεταξύ 2010-2019 (όπως παρουσιάζονται στο διάγραμμα) είναι πρόδηλο ότι σημειώνουν αλματώδη αύξηση από το 2016 και εντεύθεν. Σημειώνεται δε ότι περί τις 1300 ιταλικές επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται στην Τουρκία.
Εισαγωγές Ιταλίας από την Τουρκία για τα έτη 2010-2019 σε δισ. δολάρια. Πηγή: tradingeconomics.com
Θα ήταν παράληψη αν δεν αναφέραμε ότι η Τουρκία αποτελεί τον τρίτο μεγαλύτερο εισαγωγέα ιταλικών οπλικών συστημάτων, με εισαγωγές που άγγιξαν τα 632 εκατ. ευρώ για το 2018. Oι δύο χώρες έχουν αναπτύξει πολύ στενή συνεργασία στο σχεδιασμό και παραγωγή της αμυντικής βιομηχανίας που περιλαμβάνει, επιθετικά ελικόπτερα (Τ129 ΑΤΑΚ), κορβέτες ηλεκτρονικής παρακολούθησης, κατασκοπευτικούς δορυφόρους, ηλεκτρονικά συστήματα ελέγχου της θάλασσας VTMS, ραντάρ, και άλλα. Δεν είναι παράδοξο λοιπόν ότι η ιταλική πολεμική βιομηχανία υπαγορεύει τη φιλική προς την Τουρκία αντιμετώπιση των εκάστοτε ιταλικών κυβερνήσεων αλλά και σημαντικής μερίδας του ιταλικού πολιτικού προσωπικού όπως για παράδειγμα της πρώην Ευρωπαίας Επιτρόπου και πρώην υπουργού Εξωτερικών, Έμα Μπονίνο, αλλά και ανώτερων στελεχών του Δημοκρατικού Κόμματος του Ματέο Ρέντσι, και της Forza Italia του Σίλβιο Μπερλουσκόνι (Δ. Δεληολάνης, Απόψεις).
Επιπροσθέτως, η Ιταλία έχει ισχυρά γεωοικονομικά και γεωστρατηγικά συμφέροντα με την Τουρκία στη Λιβύη, που δεν περιορίζονται μόνο στον έλεγχο των μεταναστευτικών ροών από την Λιβύη (σημειωτέον ότι η Ιταλία χορηγεί 224,9 εκατ. ευρώ στην Τουρκία για το μεταναστευτικό/προσφυγικό). Η Νάταλι Τότσι, ειδική σύμβουλος του ύπατου εκπροσώπου της ΕΕ, Ζοζέπ Μπορέλ, και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της «ENI», σε άρθρο της στην Politico (23/7/2020) έγραφε ότι η Τουρκία μπορεί να «εργαστεί υπέρ των ευρωπαϊκών συμφερόντων», ενώ επεσήμανε ότι στη Λιβύη δεν θα υπάρξει σταθερότητα χωρίς προηγουμένως η Τουρκία να εξασφαλίσει ένα κομμάτι της πίτας της Αν. Μεσογείου. Επομένως, δεν θα ήταν υπερβολή εάν υποθέταμε ότι τα ζητήματα αυτά θα συζητηθούν και δρομολογηθούν κατά τη συνάντηση Μεβλούτ Τσαβούσογλου με το Ζοζέπ Μπορέλ πριν από τα τέλη Αυγούστου 2020. Άλλωστε ήδη ο Ζ. Μπορέλ είναι αντίθετος και παρακωλύει την λήψη μέτρων της ΕΕ έναντι της Τουρκίας προβάλλοντας το πρόσχημα ότι υποβιβάζουν τον διαμεσολαβητικό ρόλο του.
Στον τομέα της ενέργειας, είναι επίσης πρόδηλο ότι η Ιταλία διακριτικά ανθίσταται στην κατασκευή του αγωγού EastMed (που παραγκωνίζει/παρακάμπτει την Τουρκία και υποδαυλίζει τις επιδιώξεις της στην Αν. Μεσόγειο) προβάλλοντας διάφορα προσκόμματα και προφάσεις από την αρχή ακόμη του project. Η επιλογή της Ιταλίας να απέχει από τη διακυβερνητική συμφωνία Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαία.
Το Ηνωμένο Βασίλειο
Σε ό,τι αφορά στο Ηνωμένο Βασίλειο, διατηρεί και αυτό διαχρονικά στενές σχέσεις με την Άγκυρα, ιδιαίτερα δε από τότε που ανέλαβε την πρωθυπουργία ο Μπόρις Τζόνσον, τον οποίο κύκλοι στην Τουρκία αποκαλούν «εγγονό Οθωμανών» λόγω της τουρκικής καταγωγής του. Σημειώνεται ότι ο Μπ. Τζόνσον κατέχει επί σειρά ετών τη θέση του προέδρου του «Αγγλο-Τουρκικού Συνδέσμου» στο Η. Β. (Φ. Αργυρού, Σημερινή, 04/08/2019).
Η Financial Times παρουσιάζει στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι η Τουρκία είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος του Η.Β. (όπως άλλωστε φαίνεται και από το διάγραμμα των εξαγωγών της Τουρκίας για το 2019) και εκτιμά ότι 2.500 βρετανικές εταιρίες (όπως οι BP, Shell, Vodafone, Unilever, BAE Systems, HSBC, Aviva and Diageο) δραστηριοποιούνται σε αυτήν. Για το έτος 2019 οι εμπορικές συναλλαγές τους ανήλθαν στο υψηλό 16,8 δισ. δολάρια (11,2 δισ. δολάρια εισαγωγές από Τουρκία και 5,6 δισ. εξαγωγές).
Ακόμη και ο τουρκικός τύπος, όπως η hurriyetdailynews.com, εξαίρουν την αγαστή συνεργασία των δύο κρατών υπογραμμίζοντας ότι «η Τουρκία και το Η.Β. επενδύουν εκτενώς ο ένας στον άλλο τόσο σε κυβερνητικό όσο και σε επιχειρηματικό επίπεδο.» Επισημαίνοντας δε ότι τα τελευταία 10 χρόνια, το Η.Β. επένδυσε 7,2 δισ. δολάρια στην Τουρκία και η Τουρκία, 2,5 δισ. δολάρια στην Βρετανία.
Από την άλλη η βρετανική independent.co.uk, στηλιτεύει την απόφαση της κυβέρνησης Τζόνσον η οποία ενέκρινε εξαγωγές οπλικών συστημάτων ύψους 700 εκατ. λίρες Αγγλίας προς το «κατασταλτικό καθεστώς» της Τουρκίας. Οι εξαγωγές αφορούν σε στρατιωτικά οχήματα, ανταλλακτικά επιθετικών ελικοπτέρων και τυφέκια ελεύθερων σκοπευτών.
Το Μάρτιο του 2020, ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Ντόμινικ Ράαμπ, με μια υψηλού συμβολισμού επίσκεψη στην Τουρκία, έδωσε τα διαπιστευτήρια στον Ρ.Τ. Ερντογάν και εξέφρασε τη στήριξη της κυβέρνησής του στο μεταναστευτικό/προσφυγικό για το οποίο η χώρα του συνεισφέρει το ποσό των 327,6 εκατ. ευρώ στην Τουρκία. Ο κύριος λόγος της επίσκεψης ήταν η αναβάθμιση των διμερών εμπορικών σχέσεων και η σύναψη «Συμφωνίας Ελεύθερου Εμπορίου» εντός του 2020, όπως είχε προαναγγείλει τέσσερα χρόνια νωρίτερα, στις 27/09/2016, ο Μπ. Τζόνσον κατά την επίσκεψή του στην Τουρκία ως υπουργός Εξωτερικών δηλώνοντας ότι «ελπίζει σε μια νέα μεγάλη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου με την Τουρκία, μετά την αποχώρηση του Η.Β. από την ΕΕ». Ανάλυση του Center for European Reform εξηγεί ενδελεχώς την δυναμική της σύσφιξης των βρετανοτουρκικών οικονομικών δεσμών την επομένη του Brexit.
Από τις κοινές θέσεις των δύο κρατών, δεν μπορεί να παραβλεφθεί και η στήριξη στην απόφαση του καθεστώτος Ερντογάν σχετικά με τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, που παρείχε με ανακοίνωσή του το Φόρεϊν Όφις: «Αυτό είναι ‘κυριαρχικό θέμα’ της Τουρκίας…» ανέφερε.
Η Αμερική
Ισχυρές διασυνδέσεις διατηρεί και στην άλλη μεριά του Ατλαντικού η Άγκυρα. Η αμερικανοτουρκικές σχέσεις παρότι βρίσκονται στο ναδίρ τους μετά την αγορά των S-400, δεν οδηγήθηκαν στη ρήξη, κυρίως λόγω της στάσης του προέδρου Τραμπ και της σχέσης του με τον Ρ.Τ. Ερντογάν που επιβεβαιώθηκε και από τις αποκαλύψεις του Τζον Μπόλτον. Σχέση την οποία κάποιοι αποδίδουν σε προσωπικά επιχειρηματικά συμφέροντα του Ντ. Τραμπ, άλλοι στην φημολογούμενη εμπλοκή συνεργατών του Ντ. Τραμπ στο σκάνδαλο της HalkBank, και άλλοι στη «χημεία» των δύο ηγετών.
Η ετήσια έκθεση του Στέιτ Ντπάρτμεντ (state.gov) αναφέρει ότι ο όγκος συναλλαγών ΗΠΑ-Τουρκίας σχεδόν διπλασιάστηκε από 10,8 δισ. δολάρια το 2009 σε 20,7 δισ. το 2019, και επισημαίνεται ότι παραμένει μέτριος σε σύγκριση με την δυναμική του. Υπενθυμίζουμε ότι ο Ρ.Τ. Ερντογάν ανακοίνωσε μέσα από τον Λευκό Οίκο, ότι κατέληξε σε συμφωνία για εμπορικές συναλλαγές ύψους 100 δισ. δολαρίων με τον αμερικανό Πρόεδρο.
Σύμφωνα με το bbc.com, οι ΗΠΑ ήταν ο μεγαλύτερος εξαγωγέας όπλων στην Τουρκία (60% των εισαγωγών της) τα έτη 2014-2018. Η σχέση αυτή εκτείνεται και στην συνεργασία των αμυντικών βιομηχανιών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η συμμετοχή της Τουρκίας στο πρόγραμμα των F-35 από το 1999. Τουρκικές εταιρίες παράγουν 937 διαφορετικά ανταλλακτικά για την άτρακτο, τον εξοπλισμό προσγείωσης, την προβολή πιλοτηρίου του αεροπλάνου ακόμη και πυραύλους. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν δήλωσε ότι η αποπομπή της Τουρκίας από το πρόγραμμα των F-35 θα της στερήσει «περίπου 9 δισ. δολάρια». Παρά ταύτα η Τουρκία παραμένει μέχρι και σήμερα στο πρόγραμμα χωρίς ουσιαστικές κυρώσεις για τους S-400. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι η ηγεσία της Lockheed Martin που παράγει το αεροσκάφος, δήλωσε ότι η Τουρκία υπήρξε σταθερά ένας προσιτός, αξιόπιστος διεθνής εταίρος και ότι η εταιρεία δεν θα είχε κανένα πρόβλημα εάν δεν υπήρχαν τα γνωστά πολιτικά ζητήματα.
Επίσης, σημαντικό μερίδιο στις οικονομικές συναλλαγές των δύο χωρών αφορούν στην αγορά ενέργειας, αφού η Τουρκία είναι ο 10ος μεγαλύτερος εισαγωγέας αμερικανικού Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου παγκοσμίως. Η petroleum-economist.com
Εκτός των γεωοικονομικών εξαρτήσεων, η Τουρκία έχει δημιουργήσει και ενορχηστρώσει ένα σημαντικό λόμπι γερουσιαστών, ακαδημαϊκών, κυβερνητικών αξιωματούχων, πρώην διπλωματών, στρατιωτικών και δεξαμενών σκέψεως στις Ηνωμένες Πολιτείες, το οποίο προωθεί τις θέσεις της. Ενδεικτικά θα αναφέρουμε τον Γκλεν Χάουαρντ, πρόεδρο του αμερικανικού ερευνητικού κέντρου Jamestown Foundation, τον Ρεπουμπλικάνο γερουσιαστή της Νότιας Καρολίνας Λίντσεϊ Γκράχαμ, και τον Ρούντι Τζουλιάνι, τον προσωπικό δικηγόρο του Τραμπ, ο οποίος αναμείχθηκε στις προσπάθειες για να μην τιμωρηθεί η τουρκική HalkBank για την παραβίαση του αμερικανικού εμπάργκο στο Ιράν. Πέραν τούτου, η Τουρκία έχει διεισδύσει στα κέντρα αποφάσεων της Ουάσινγκτον, ακόμη και με αθέμιτα μέσα. Άρθρο του πρώην αξιωματούχου του Πενταγώνου, Μάικλ Ρούμπιν, στην washingtonexaminer.com (
-Συνεντεύξεις του FBI που επιβεβαιώνουν ότι τούρκοι πράκτορες παρουσιάζονται ως δημοσιογράφοι για να επηρεάσουν τον δημόσιο διάλογο υπέρ της Τουρκίας.
-Το σκάνδαλο του πρώην Συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας του Ντ. Τράμπ, Μάικλ Φλύν, ο οποίος έλαβε 500.000 δολάρια από Τούρκο επιχειρηματία.
-Τα email που τεκμηριώνουν ότι τούρκοι έδωσαν στη Χίλαρι Κλίντον 300.000 δολάρια για «προεκλογική ενίσχυση». Οι ίδιοι μάλιστα χορήγησαν το μέγιστο δυνατό ποσό που επιτρέπει ο νόμος και για την προεκλογική εκστρατεία του Τζο Μπάιντεν.
Πηγή χάρτη mcclatchydc.com
Τέλος, για να προλάβουμε όσους εκτιμούν ότι θα αλλάξει άρδην η στάση της Αμερικής με την ενδεχόμενη εκλογή του Τζο Μπάιντεν, υπενθυμίζουμε δημοσίευμα της mcclatchydc.com (05/06/
Χάρτης οριοθέτησης της υποτιθέμενης «τουρκικής υφαλοκρηπίδας» που κατατέθηκε στον ΟΗΕ με τα θαλασσοτεμάχια αδειοδοτήσεων για την ΤΡΑΟ, μετά το Τουρκολιβυκό σύμφωνο. Πηγή: Λογαριασμός twitter πολιτικού διευθυντή τουρκικού ΥΠΕΞ, Τσαγατάι Ερτσιγές
Εν κατακλείδι
Υπό το πρίσμα των ως άνω παρατηρήσεων, ίσως προσεγγίζεται ορθότερα το ερώτημα εάν είναι ρεαλιστικό να αναμένουμε την έμπρακτη υποστήριξη από τον πυρήνα του ΝΑΤΟ και της ΕΕ στις εντεινόμενες τουρκικές προκλήσεις. Η διεθνής συγκυρία και ο συσχετισμός δυνάμεων διαμορφώνονται από την σκληρή πραγματικότητα των οικονομικών μεγεθών αλλά και από τις θεμιτές και αθέμιτες τουρκικές πρακτικές που χειραγωγούν τις πολιτικές ελίτ, ακόμη και εντός της Ελλάδας, με αρκετές φωνές να μιλάνε για την «πέμπτη φάλαγγα» η οποία προωθεί την τουρκική επιχειρηματολογία. Η ελληνική εξωτερική πολιτική που βασίζεται κυρίως σε ευχολόγια και ευσεβοποθισμούς σε σχέση με τους συμμάχους και τους εταίρους μας, μάλλον καταρρίπτεται από την γεωπολιτική και γεωοικονομική πραγματικότητα. Ο Ελληνισμός βρίσκεται πλέον σε κομβικό σημείο της ιστορίας του και οφείλει να αποφασίσει εάν προτίθεται να αντιμετωπίσει την κατάσταση ρεαλιστικά ή να περιμένει για άλλη μια φορά τον από μηχανής θεό, ο οποίος απ’ ότι φαίνεται έχει σοβαρούς λόγους για να μην έρθει.