Τελικά, χρειάστηκε εκπληκτικά λίγος χρόνος στους Ταλιμπάν αφότου οι αμερικανικές δυνάμεις έφυγαν από το Αφγανιστάν για να ανατρέψουν την κυβέρνηση της χώρας: δέκα ημέρες. Την Παρασκευή και το Σάββατο, ώρα με την ώρα, μερικές από τις μεγαλύτερες επαρχίες του Αφγανιστάν παραδόθηκαν στους Ταλιμπάν καθώς η ισλαμιστική αντάρτικη ομάδα πραγματοποίησε μια τρομακτική αιφνιδιαστική επίθεση. Και την Κυριακή, καθώς οι Ταλιμπάν εισήλθαν στην Καμπούλ, η υποστηριζόμενη από τις ΗΠΑ κυβέρνηση έφυγε, αφήνοντας τους Ταλιμπάν ως υπεύθυνους ολόκληρης της χώρας.
Ίσως κανείς δεν προέβλεψε ότι οι αφγανικές δυνάμεις άμυνας και ασφάλειας (Afghan National Defense and Security Forces, ANDSF) θα αναδιπλωθούν τόσο γρήγορα. Αλλά για αρκετά χρόνια, υπήρχαν σημάδια ότι οι Ταλιμπάν ανέβαιναν στρατιωτικά και ότι οι ANDSF υπέφεραν από κρίσιμες ελλείψεις που η αφγανική κυβέρνηση αγνόησε και η ίδια επιδείνωνε. Όλα τα προβλήματα που επέτρεψαν στους Ταλιμπάν να νικήσουν τον στρατό τόσο γρήγορα το 2021 εμφανίστηκαν το 2015, όταν η οργάνωση κατέλαβε προσωρινά την Kunduz, μια επαρχιακή πρωτεύουσα στο βόρειο Αφγανιστάν: χαμηλό ηθικό, εγκατάλειψη, φθορά, διαφθορά, εθνοτικός φατριασμός, κακή εφοδιαστική (logistics), και μια υπερβολική εξάρτηση στην υποστήριξη από τις αφγανικές δυνάμεις ειδικών επιχειρήσεων. Και για χρόνια, δεν ήταν μυστικό ότι οι μονάδες των ANDSF έκαναν συμφωνίες με τον υποτιθέμενο εχθρό τους -προειδοποιούσαν τους Ταλιμπάν για επικείμενα αδικήματα, αρνούνταν να πολεμήσουν, και πουλούσαν στην οργάνωση όπλα και εξοπλισμό.
Με άλλα λόγια, η δραματική κατάρρευση του στρατού του Αφγανιστάν εκθέτει μόνο την σαπίλα που είχε κακοφορμίσει στις αίθουσες εξουσίας της Καμπούλ επί χρόνια. Δεν είναι περίεργο που ο αφγανικός πληθυσμός εμπιστευόταν την κυβέρνησή του τόσο λίγο, και δεν είναι περίεργο που η μια αφγανική πόλη μετά την άλλη παραδόθηκαν στους Ταλιμπάν την περασμένη εβδομάδα.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες χώρες έκαναν πολλά λάθη [1] στο Αφγανιστάν. Το Πακιστάν διπλοπρόσωπα ενεργοποίησε τους Ταλιμπάν. Αλλά η κύρια ευθύνη για αυτό το τραγικό τέλος σε 20 χρόνια προσπαθειών οικοδόμησης κράτους στο Αφγανιστάν ανήκει καθαρά στην αφγανική ηγεσία. Η νίκη των Ταλιμπάν είναι επομένως μια προειδοποιητική ιστορία για τις δυσκολίες της σταθεροποίησης: εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν βοηθούν υπό αυστηρές προϋποθέσεις τους υποτιθέμενους εταίρους τους, η προσπάθεια ετών μπορεί να γίνει καπνός σε λίγες μέρες.
ΕΡΧΟΤΑΝ ΑΠΟ ΚΑΙΡΟ
Την τελευταία δεκαετία, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες απέσυραν σταδιακά τις δυνάμεις τους από το Αφγανιστάν και η δουλειά της διοίκησης της χώρας έπεφτε όλο και περισσότερο στην αφγανική κυβέρνηση, η άρχουσα τάξη στην Καμπούλ επέλεξε να μην διορθώσει τον στρατό ή να βελτιώσει την διακυβέρνηση. Αντ’ αυτού, οι πολιτικοί ηγέτες επικεντρώθηκαν στην απόκτηση εξουσίας και χρημάτων για τον εαυτό τους και στην υποστήριξη των φατριών τους. Επεδίωκαν συνεχώς να δημιουργήσουν πολιτικές κρίσεις ή διοικητική παράλυση, προκειμένου να αποσπάσουν περισσότερη προστασία και δωροδοκίες από την κεντρική κυβέρνηση.
Μέρος του προβλήματος ήταν η παραληρηματική σκέψη. Οι Αφγανοί πολιτικοί έπεισαν τον εαυτό τους ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα αποχωρήσουν ποτέ, αγνοώντας τα επανειλημμένα μηνύματα της κυβέρνησης Ομπάμα, της κυβέρνησης Τραμπ, και της κυβέρνησης Μπάιντεν ότι η Ουάσινγκτον ήθελε να φύγει από το Αφγανιστάν. Παραπλανημένοι από τα δικά τους αφηγήματα για το Αφγανιστάν ως [ότι είναι] ο μοχλός ενός υποτιθέμενου νέου Μεγάλου Παιχνιδιού μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών, της Κίνας, και της Ρωσίας, οι Αφγανοί ηγέτες πίστευαν ότι θα μπορούσαν να μπλέξουν τις Ηνωμένες Πολιτείες στο Αφγανιστάν σε μια δέσμευση χωρίς τέλος. Είδαν ελάχιστους λόγους για να μεταρρυθμίσουν τις ANDSF ή να ανταποκριθούν στις ανάγκες των καθημερινών Αφγανών. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η υπόλοιπη διεθνής κοινότητα, εν τω μεταξύ, δεν έδωσαν ποτέ προτεραιότητα στο να προκαλέσουν την Καμπούλ να κάνει το ένα ή το άλλο. Ούτε μπόρεσαν να κάνουν το Πακιστάν να σταματήσει να υποστηρίζει τους Ταλιμπάν τόσο έντονα και με τόσους διαφορετικούς τρόπους. Και έτσι οι εξεγερμένοι κέρδιζαν σταθερά σε ισχύ.
Η αδυναμία της αφγανικής κυβέρνησης έφερε ένα δίλημμα στις διαδοχικές κυβερνήσεις των ΗΠΑ. Από τη μια πλευρά, εάν η Ουάσινγκτον όριζε μια προθεσμία για αποχώρηση, οι Ταλιμπάν θα περίμεναν απλώς μέχρι να φύγουν τα αμερικανικά στρατεύματα για να εξαπολύσουν πλήρη επίθεση εναντίον του αφγανικού στρατού. Και δεν υπήρχε καμία εγγύηση ότι οι Αφγανοί πολιτικοί θα έπαιρναν στα σοβαρά υπόψη τους την προθεσμία: πίστευαν ότι το Αφγανιστάν ήταν γεωστρατηγικά σημαντικό και είχαν δει πολλές αμερικανικές διοικήσεις να υπαναχωρούν από την απόσυρσή τους. Επομένως, δεν υπήρχε καμία εγγύηση ότι η αφγανική κυβέρνηση και οι πολιτικοί θα υπέτασσαν τα τοπικά τους συμφέροντα στο εθνικό και θα ξεκινούσαν τις μακροπρόθεσμες μεταρρυθμίσεις που θα τους είχαν προετοιμάσει να ασφαλίσουν την χώρα από μόνοι τους. Από την άλλη πλευρά, εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν όριζαν καμία ημερομηνία για την απόσυρση και αντίθετα την καθιστούσαν βάσει προϋποθέσεων -όπως δήλωσε ότι θα έκανε η κυβέρνηση Τραμπ το 2016, παρόλο που αποδείχθηκε ότι ο ίδιος ο πρόεδρος δεν υιοθέτησε ποτέ την ιδέα- τότε οι Αφγανοί πολιτικοί και η κυβέρνηση θα είχαν ακόμη λιγότερα κίνητρα να αλλάξουν τον αντιπαραγωγικό τους τρόπο.
Απρόθυμη να μειώσει την εξουσία της με οποιονδήποτε σημαντικό τρόπο ή να δεχτεί μια αλλαγή στην πολιτική κατανομή της χώρας, η αφγανική κυβέρνηση δεν ήθελε να διαπραγματευτεί με τους Ταλιμπάν. Αυτό παρέμεινε αληθές ακόμη και μετά την συμφωνία της Ντόχα, το σύμφωνο του Φεβρουαρίου του 2020 στο οποίο οι Ταλιμπάν συμφώνησαν να αποτρέψουν τρομοκρατικές επιθέσεις εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων τους με αντάλλαγμα την απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων έως τον Μάιο του 2021. Η Καμπούλ ήταν ισχυρότερη τότε: οι Ταλιμπάν είχαν κατακτήσει πολύ λιγότερα εδάφη από όσα το 2021, και τα αμερικανικά στρατεύματα στην χώρα ήταν ακόμη σε θέση να βομβαρδίσουν τις δυνάμεις των Ταλιμπάν και να παράσχουν κρίσιμη τεχνική υποστήριξη στις ANDSF. Αλλά κάθε μέρα που η Καμπούλ περίμενε να διαπραγματευτεί, η διάρκεια ζωής αυτής της υποστήριξης μειωνόταν και οι αφγανικές δυνάμεις εξασθενούσαν. Η Καμπούλ, ωστόσο, σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να επηρεάσει την διοίκηση Μπάιντεν για να απορρίψει την συμφωνία της Ντόχα και να διατηρήσει τις αμερικανικές δυνάμεις στην χώρα σε μια δέσμευση αορίστου χρόνου.
Ταυτόχρονα, ούτε οι Ταλιμπάν δεν ήθελαν να διαπραγματευτούν, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι μετά την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων, η στρατιωτική τους δύναμη, και επομένως η διαπραγματευτική τους θέση, θα αυξηθεί. Αυτό ακριβώς συνέβη, και μέχρι το σημείο εκείνο, η αφγανική κυβέρνηση ήλπιζε ότι η αδυναμία των δυνάμεών της θα συγκρατούσε τις Ηνωμένες Πολιτείες από το να φύγουν. Πολλοί Αμερικανοί σχολιαστές ήθελαν επίσης οι Ηνωμένες Πολιτείες να παραμείνουν, υποστηρίζοντας ότι μια περιορισμένη δύναμη 2.500 έως 5.000 αμερικανικών στρατιωτικών θα πρέπει να στηρίξει την αφγανική κυβέρνηση και τις δυνάμεις της.
Η ΟΔΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΚΟΛΟΥΘΗΘΗΚΕ
Αυτή την άνοιξη, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, ανακοίνωσε ότι θα αποσύρει όλες τις αμερικανικές δυνάμεις από το Αφγανιστάν μέχρι τις 11 Σεπτεμβρίου 2021. Μέχρι το τέλος Ιουλίου, το 95% από αυτές είχαν ήδη φύγει. Μόλις κατέστη σαφές ότι η Ουάσινγκτον είχε τελειώσει με τον πόλεμο, ο αφγανικός στρατός απέκτησε ακόμη χαμηλότερο ηθικό από το συνηθισμένο. Αλλά ποτέ δεν υπήρξε ένα ρεαλιστικό σενάριο στο οποίο μια περιορισμένη δύναμη περίπου 2.500 έως 5.000 αμερικανικών στρατευμάτων, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η αμερικανική δέσμευση ήταν χωρίς χρονικό όριο, θα μπορούσε να έχει αλλάξει την βασική επιβλαβή δυναμική μιας αφγανικής κυβέρνησης και ενός στρατού που δεν ήταν πρόθυμοι να μεταρρυθμιστούν και των Ταλιμπάν που ήταν σε άνοδο.
Οι Ταλιμπάν, φυσικά, θα είχαν αρχίσει να επιτίθενται στα παραμένοντα στρατεύματα, αναγκάζοντάς τα έτσι να κρυφτούν με τον τρόπο που έχουν κάνει οι Αφγανοί ομόλογοί τους -ή, μακράν πιθανότερο, να αναγκάσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες να αυξήσουν τα στρατεύματά τους για να περιορίσουν τις επιθέσεις των Ταλιμπάν. Η Ουάσινγκτον θα επέστρεφε σε πόλεμο πλήρους κλίμακας εναντίον των Ταλιμπάν, με όλα τα θύματα που θα συνεπαγόταν, χωρίς να φαίνεται κάποιο τέλος. Σε περίπου πέντε χρόνια, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αντιμετώπιζαν την ίδια απαίσια κατάσταση [2] όπως έκαναν αυτή την άνοιξη: δεν θα είχαν κανένα αναγνωρίσιμο τρόπο για να νικήσουν τους Ταλιμπάν ή ακόμα και να αντιστρέψουν τα κέρδη τους.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν θα μπορούσε και έπρεπε να έχει ορίσει την προθεσμία αποχώρησης για τον Δεκέμβριο αντί για τον Σεπτέμβριο, δίνοντας στον αφγανικό στρατό και την κυβέρνηση περισσότερο χρόνο να προετοιμαστούν για να προχωρήσουν. Δεν υπήρχε εγγύηση ότι η αφγανική ηγεσία θα εκμεταλλευόταν μια τέτοια στιγμή της αλήθειας˙ δεν το έκανε αφότου ορίστηκε ως προθεσμία ο Σεπτέμβριος. Ακόμα κι έτσι, ο περισσότερος χρόνος θα έδινε στην Ουάσινγκτον την ευκαιρία να ωθήσει τους ηγέτες του Αφγανιστάν να αρχίσουν να κάνουν αλλαγές στην στάση του στρατού, καθορίζοντας τουλάχιστον τις πιο κρίσιμες πτυχές της εφοδιαστικής, και θα έδινε την ευκαιρία στους Αφγανούς πολίτες να προσαρμοστούν, συμπεριλαμβανομένης της φυγής. Τρεις επιπλέον μήνες δεν θα επέβαλαν υπερβολικό κόστος στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αλλά παρόλο που οι Ταλιμπάν θα είχαν καταπιεί μια απόσυρση τον Δεκέμβριο, δεν θα είχαν δεχτεί πολλά παραπάνω. Αν οι Αμερικανοί είχαν παραμείνει στην χώρα περισσότερο, ένας πλήρης πόλεμος ΗΠΑ-Ταλιμπάν θα είχε επανέλθει.
Για 20 χρόνια, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι εταίροι τους δοκίμασαν μια σειρά [3] στρατηγικών για να νικήσουν τους Ταλιμπάν. Μεταξύ 2001 και 2005, βασίστηκαν σε Αφγανούς πολέμαρχους για να νικήσουν το καθεστώς των Ταλιμπάν και να καταστείλουν την εξέγερση που ακολούθησε, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες επικεντρώνονταν στο Ιράκ. Καθώς οι Ταλιμπάν συνέχιζαν να ενισχύονται, η κυβέρνηση Ομπάμα αύξησε τον αριθμό των στρατευμάτων των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ σε 150.000 άτομα. Μέχρι το 2014, η υποστήριξη των αφγανικών πολιτοφυλακών και οι εξεγέρσεις κατά των Ταλιμπάν θεωρούνταν το κλειδί για την ήττα των Ταλιμπάν. Τέλος, η κυβέρνηση Τραμπ απλώς ήλπιζε ότι εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους έμεναν στο Αφγανιστάν για αρκετό καιρό, οι Ταλιμπάν θα έκαναν αρκετά λάθη για να αυτοκτονήσουν. Καμία από αυτές τις στρατηγικές δεν λειτούργησε.
Η παραμονή μετά το 2021 και πιθανότατα η κλιμάκωση θα είχε δεσμεύσει τις αμερικανικές δυνάμεις και τις πολύτιμες πληροφορίες τους, την επιτήρηση, την αναγνώριση, και άλλα κρίσιμα συστήματα υποστήριξης. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα είχαν παραμείνει βυθισμένες στο Αφγανιστάν, κάνοντας την Κίνα, το Ιράν, και την Ρωσία χαρούμενες που είχαν την Ουάσιγκτον να είναι βυθισμένη ταυτόχρονα σε μια απελπιστική σύγκρουση, και να φροντίζει τις ανησυχίες τους για την τρομοκρατία [4] εκεί.
ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΤΙ;
Η πιο άμεση προτεραιότητα είναι η εμπλοκή σε σκληρή διπλωματία και διαπραγματεύσεις με τους Ταλιμπάν. Η Ουάσινγκτον θα πρέπει να πιέσει την ομάδα να διατηρήσει το αεροδρόμιο της Καμπούλ σε λειτουργία, έτσι ώστε να προχωρήσουν οι εκκενώσεις. Θα πρέπει να προειδοποιήσει τους Ταλιμπάν να μην διαπράξουν αιματοχυσία στην Καμπούλ και να τονίσει ότι η ομάδα φέρει τώρα την ευθύνη για την παροχή τάξης και ανθρωπιστικής βοήθειας στην πόλη, όπου δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες κυκλοφορούν στους δρόμους χωρίς φαγητό και στέγη.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η διεθνής κοινότητα θα πρέπει επίσης να συνεχίσουν να παρέχουν βίζα σε Αφγανούς που είναι ευάλωτοι σε αντίποινα των Ταλιμπάν, όχι μόνο σε όσους συνεργάστηκαν με τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά και σε φορείς της κοινωνίας των πολιτών, υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και δημοσιογράφους. Στους Ταλιμπάν, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να στείλουν ένα σαφές και συνεπές μήνυμα τις επόμενες εβδομάδες και μήνες: δεν πρέπει να εκτελέσουν μέλη της πρώην αφγανικής κυβέρνησης ή ακτιβιστές της κοινωνίας των πολιτών και πρέπει να περιορίσουν τις εκδικητικές δολοφονίες. Η Ουάσινγκτον θα πρέπει να πιέσει για όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συμπεριληπτικότητα στην κυβέρνηση των Ταλιμπάν, ενσωματώνοντας εθνοτικές μειονότητες, τεχνοκράτες, και γυναίκες. Και θα πρέπει να απαιτεί να επιτρέπεται στις γυναίκες η πρόσβαση στα σχολεία και την υγειονομική περίθαλψη, τουλάχιστον σε ορισμένες θέσεις εργασίας, και την δυνατότητα να βγαίνουν από το σπίτι τους χωρίς άντρα κηδεμόνα.
Ωστόσο, οι προοπτικές επιτυχίας είναι ασαφείς. Η ταχεία κατάρρευση του αφγανικού στρατού έχει κάνει τους Ταλιμπάν ενθουσιασμένους με τη νίκη και ακόμη λιγότερο πρόθυμους να συμβιβαστούν. Το γεγονός ότι η ομάδα ανακοίνωσε την πρόθεσή της να μην σχηματίσει μια μεταβατική κυβέρνηση υποδηλώνει ότι δεν σκοπεύει να μοιραστεί την εξουσία. Ούτε το κύμα των εκδικητικών δολοφονιών [5] που έχει διαπράξει στις επαρχίες που κατέκτησε τις τελευταίες εβδομάδες δεν προμηνύει κάτι καλό.
Σε αυτό το σημείο, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν περιορισμένη μόχλευση. Μπορεί να προσφέρουν ή να αρνηθούν στους Ταλιμπάν και στους ηγέτες τους οικονομική βοήθεια, επίσημη αναγνώριση, ελάφρυνση κυρώσεων, και πρόσβαση σε διεθνή χρηματοπιστωτικά συστήματα και ιδρύματα. Αλλά αυτό το σύνολο εργαλείων δεν μπορεί να αλλάξει τις επί τόπου πραγματικότητες ισχύος. Επιπλέον, η μόχλευση των Ηνωμένων Πολιτειών υπονομεύεται ήδη από το γεγονός ότι η Κίνα, το Ιράν, και η Ρωσία έχουν συνάψει την ειρήνη τους με τους Ταλιμπάν. Αυτές οι χώρες είναι πολύ πιο πιθανό να πιέσουν τους Ταλιμπάν να εγγυηθούν τα αντιτρομοκρατικά και οικονομικά τους συμφέροντα και να μοιραστούν ισχύ και πόρους με τους Αφγανούς πολιτικούς πελάτες τους παρά να παροτρύνουν την ομάδα να ενδιαφερθεί για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τον πολιτικό πλουραλισμό. Και έτσι η συμπεριφορά των Ταλιμπάν στην εξουσία θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την ικανότητα των ίδιων των αφγανικών κοινοτήτων να διαπραγματεύονται με τους νέους ηγέτες τους.
Στο μέτωπο της αντιτρομοκρατίας, τα νέα δεν είναι εντελώς ζοφερά. Παρόλο που οι Ταλιμπάν είναι πολύ απίθανο να διακόψουν τους δεσμούς τους με την Αλ Κάιντα, πιθανότατα δεν θα επιτρέψουν την προέλευση διεθνών τρομοκρατικών επιθέσεων από το αφγανικό έδαφος. Όχι μόνο οι Ηνωμένες Πολιτείες θα το απαιτούσαν αυτό αλλά και η Κίνα, το Ιράν, και η Ρωσία. Οι Ταλιμπάν θα συνεχίσουν να έχουν ισχυρά κίνητρα για να πολεμήσουν το Ισλαμικό Κράτος (γνωστό και ως ISIS) στο Αφγανιστάν.
Αλλά εκτός από αυτό, εκείνο που απομένει στην συνέχεια δεν είναι μια χαρούμενη εικόνα. Μια εσωτερική πολιτική και κοινωνική τάξη που μοιάζει με το Ιράν ίσως να είναι το καλύτερο που μπορούμε να ελπίζουμε στο Αφγανιστάν. Σε αυτό το σύστημα, το ανώτατο συμβούλιο των Ταλιμπάν, το κυβερνών σώμα τους από περίπου 20 ηγέτες, θα καθόταν πάνω σε ένα στρώμα τεχνοκρατικών θεσμών που θα ασκούσαν την πραγματική διακυβέρνηση. Σε ένα πολύ αισιόδοξο σενάριο, οι ηγέτες του Αφγανιστάν θα επέτρεπαν ακόμη και κάποια μορφή νομοθετικών και εκτελεστικών εκλογών. Οι τεχνοκράτες θα κατέχουν ορισμένες θέσεις και οι μειονοτικές ομάδες θα εκπροσωπούνται στις κυβερνητικές δομές και στις δομές λήψης αποφάσεων. Μπορεί επίσης κάποιος να φανταστεί ότι η κατάσταση για τις γυναίκες θα μπορούσε να αποτραπεί από το να φτάσει στον πάτο: οι Ταλιμπάν θα συνέχιζαν να αφήνουν τις γυναίκες να έχουν πρόσβαση σε υγειονομική περίθαλψη, εκπαίδευση, και ορισμένες θέσεις εργασίας.
Μετά από δύο δεκαετίες, 2.400 νεκρούς Αμερικανούς, και 1 τρισεκατομμύριο δολάρια, δύσκολα αυτό είναι το αποτέλεσμα στο οποίο ήλπιζαν οι Ηνωμένες Πολιτείες στο Αφγανιστάν. Αλλά αυτό προετοιμαζόταν επί χρόνια.
Σύνδεσμοι:
[1] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2021-08-16/we-all-…
[2] https://www.foreignaffairs.com/articles/afghanistan/2021-02-11/why-are-a…
[3] https://www.foreignaffairs.com/articles/afghanistan/2011-06-21/agreeing-…
[4] https://www.foreignaffairs.com/articles/africa/2020-08-21/terrorist-thre…
[5] https://www.hrw.org/news/2021/07/30/afghanistan-mounting-taliban-revenge…
Copyright © 2021 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2021-08-17/why-tal…
Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition