Του Παναγιώτη Καπόπουλου*
Η οικονομία βρίσκεται μπροστά σε αυξημένη αβεβαιότητα στον βραχύ χρονικό ορίζοντα και σε κοσμογονικές αλλαγές για την Ευρώπη και την Ελλάδα μεσοπρόθεσμα. Είναι συνεπώς χρήσιμο να αναγνωρισθούν με ψυχραιμία οι προκλήσεις, οι απειλές και οι ευκαιρίες προσαρμόζοντας τον σχεδιασμό της οικονομικής πολιτικής στα νέα δεδομένα.
Η μεγάλη άνοδος των τιμών ενέργειας αυξάνει το κόστος παραγωγής και συμπιέζει την κερδοφορία των επιχειρήσεων, με συνέπεια οι τελευταίες να αναθεωρήσουν τα επενδυτικά τους σχέδια τηρώντας στάση αναμονής για την υλοποίησή τους. Δεύτερον, το υψηλό ενεργειακό κόστος θα εξασθενήσει την αγοραστική δύναμη των ελληνικών νοικοκυριών ενώ αναμένεται να επιβαρυνθεί για τρίτη συνεχή χρονιά το δημόσιο ταμείο στην προσπάθεια προστασίας τους. Τρίτον, η αποδυνάμωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των ευρωπαϊκών νοικοκυριών μπορεί να συμπιέσει ελαφρώς τον προσδοκώμενο για φέτος αριθμό των τουριστικών αφίξεων και της μέσης διάρκειας παραμονής τους.
Τέλος, η αυξημένη αβεβαιότητα αναμένεται να έχει σε κάποιο βαθμό επιπτώσεις στο κόστος δανεισμού, καθώς είμαστε μία χώρα που υπολείπεται ακόμη της επενδυτικής βαθμίδας.
Οι ανωτέρω παράγοντες αναμένεται να μετριάσουν τον ισχυρό ρυθμό μεγέθυνσης που προβλεπόταν πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, κατά μία ή ακόμη και δύο ποσοστιαίες μονάδες, ανάλογα με τη σφοδρότητα του σεναρίου που θα μπορούσε κανείς να υιοθετήσει, χωρίς ωστόσο να ανατρέψουν την ανοδική πορεία της οικονομικής δραστηριότητας, καθώς οι. ισχυροί παράγοντες ανόδου παραμένουν. Συγκεκριμένα, η επενδυτική ένεση των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης, ακόμη και χωρίς ισχυρά πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα εντός του 2022, σε συνδυασμό με τον δεύτερο γύρο ανάκαμψης του τουρισμού -μετά την άνοδο της περυσινής χρονιάς – θα υποστηρίξουν τον ρυθμό μεγέθυνσης σε ικανοποιητικό επίπεδο. Παράλληλα, η ανάγκη των ανθρώπων να ταξιδέψουν μετά από την πανδημία φαίνεται να είναι ισχυρή και η Ελλάδα είναι ασφαλής προορισμός. Τέλος, η καταναλωτική δαπάνη αναμένεται ανθεκτική, καθώς η αποχή από την κατανάλωση τα χρόνια της πανδημίας οδήγησε σε υψηλή συσσώρευση αποταμιεύσεων που μπορεί να αξιοποιηθεί για την προστασία από αυξημένο κόστος ζωής.
Η δράση της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής αναμένεται να αμβλύνει τις επιδράσεις του πολέμου στην πραγματική οικονομία. Η πρώτη στηρίζει τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς που πλήττονται από την ακρίβεια στην ενέργεια και τα τρόφιμα. Η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ έχει επίσης μεγάλο έργο, καθώς καλείται να διαχειριστεί μία μακροοικονομική διαταραχή, η οποία, βραχυπρόθεσμα, ωθεί τον πληθωρισμό πολύ υψηλότερα από τον στόχο του 2%, ενώ ταυτόχρονα επιβραδύνει τον ρυθμό ανάπτυξης.
Στον μακροχρόνιο ορίζοντα, αναμένεται σημαντική ανατροπή στη γεωπολιτική στρατηγική της Ευρώπης. Η ανάγκη επανεξέτασης της γεωπολιτικής ασφάλειας της ηπείρου οδηγεί αφενός σε ένα βίαιο ανασχηματισμό του ενεργειακού μας χάρτη και των λοιπών εφοδιαστικών αλυσίδων, με στόχο την απεξάρτηση από τη Ρωσία, και αφετέρου επαναφέρει τις αμυντικές δαπάνες ως κεντρική παράμετρο του δημοσιονομικού σχεδιασμού των χωρών.
*Chief Economist, Alpha Bank