Του Δημήτρη Στεργίου
Με εξαίρεση όλη κυρίως τη δεκαετία του 1960, ο ελληνικός πληθωρισμός ήταν και είναι νυν και αεί υψηλότερους του αντίστοιχου κοινοτικού και μετά το 2000 εκείνου του αντίστοιχου στην Ευρωζώνη. Ήδη, μετά από ένα μνημονιακό «ξαπόσταμα» δέκα περίπου ετών, άρχισε το «τέρας» να βρυχάται ξανά ήδη από το 2021 και από το 2022 «ξανά προς τη δόξα τραβά» με τις ίδιες αρνητικές επιδόσεις, δηλαδή να είναι πάντα υψηλότερος του αντίστοιχου στην Ευρωζώνη. Ήδη, όπως ανακοινώθηκε, ο ελληνικός πληθωρισμός συνεχίζει να είναι υψηλότερος από τον αντίστοιχο στην Ευρωζώνη και τον περασμένο Αύγουστο (11,1% έναντι 9,1% στην Ευρωζώνη), αλλά και από την επανεμφάνισή του από τον περασμένο χρόνο.
Είναι αλήθεια ότι ήδη από τις αρχές της δεκαετίας 1980, όταν ο ελληνικός πληθωρισμός είχε φτάσει να είναι ακόμα και τετραπλάσιος του τότε κοινοτικού (1986), είχαν αναπτυχθεί πολλές θεωρίες για τα αίτια και τις συνέπειες του «διαφορικού πληθωρισμού», όπως αποκαλείται επιστημονικώς η διαφορά μετά του εναρμονισμένου ελληνικού δείκτη καταναλωτή και του μέσου όρου της Ευρωζώνης, αλλά χωρίς να λαμβάνονται υπόψη από καμία κυβέρνηση, όπως προκύπτει από τα διαχρονικά στοιχεία κατά την τελευταία πεντηκονταετία!
Δεν είναι ο χώρος (αλλά ούτε προκαλεί κανένα σχεδόν ενδιαφέρον) να παρουσιάσω αυτές τις θεωρίες, μολονότι είναι ίσως οι πιο αναγκαίες για όλες τις κυβερνήσεις για να προάγουν με αντίστοιχα μέτρα και πρωτοβουλίες την υλική ευημερία και την κοινωνική συνοχή. Διότι, όπως έχει επισημανθεί από επιστήμονες της ελεύθερης οικονομίας αλλά και της ανοιχτής οικονομίας, της αποκεντρωμένης οικονομίας ή της διατεταγμένης οικονομίας, οι κυβερνήσεις για να κάνουν το περισσότερο καλό στη χώρα και την κοινωνία πρέπει να εφαρμόζουν μόνο τους οικονομικούς νόμους! Τότε μόνο ωφελούνται οι πολίτες.
Θα παραβλέψω, λοιπόν, τις οικονομικές αυτές θεωρίες , ότι δηλαδή τα αίτια του διαφορικού πληθωρισμού έχουν σχέση με τον πληθωρισμό κόστους, δηλαδή πρέπει να αναζητούνται στον δημόσιο τομέα, στη διάρθρωση της οικονομίας και στην οικονομική πολιτική ή έχει σχέση με τον πληθωρισμό ζήτησης (μεγάλη πιστωτική επέκταση κλπ), που αυτό δεν ισχύει σήμερα καθώς δεν στάζει ούτε σταγόνα χρηματοδότησης από τους τραπεζικούς κρουνούς, με εξαίρεση την κρατική στήριξη των επιχειρήσεων αλλά και της απασχόλησης (παροχή εγγυήσεων με στόχο την τόνωση της ρευστότητας), που διοχετεύθηκε μέσω του τραπεζικού συστήματος και βοήθησε τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις να απορροφήσουν τους κραδασμούς, κατά τη διάρκεια της πανδημικής κρίσης, σύμφωνα με στοιχεία μελέτης του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ). Το 58% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην Ελλάδα είχαν τη δυνατότητα πρόσβασης σε κρατική ενίσχυση έναντι χαμηλότερου μέσου όρου για τις χώρες του ΟΟΣΑ (33,6%). Επιπλέον, από τις μορφές κρατικής ενίσχυσης, η πιο δημοφιλής ήταν οι επιδοτήσεις και οι επιχορηγήσεις, καθώς το 34% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων μικρομεσαίων επιχειρήσεων είχαν πρόσβαση σε αυτή τη μορφή ενίσχυσης.
Επίσης, ως πιθανά αίτια για τη διαφορά στους ρυθμούς πληθωρισμού μεταξύ της Ελλάδας και του μέσου όρου της Ευρωζώνης έχουν αναφερθεί και η γρήγορη και υψηλή ανάπτυξη, καθώς και το μέρος της αύξησης του κόστους παραγωγής που δεν συνοδεύεται από αντίστοιχη αύξηση της παραγωγικότητας, τα οποία σήμερα σχεδόν δεν υπάρχουν για να επηρεάσουν και να διαμορφώσουν τη διαφορά.
Ο ορθός λόγος του Νίκου Χριστοδουλάκη: Φταίνε τα προβλήματα της πραγματικής οικονομίας!
Αλλά, επειδή οι θεωρίες και μάλιστα οι οικονομικές προορίζονται σχεδόν αποκλειστικά για οικονομικά βιβλία και διδασκαλία στα οικονομικά πανεπιστήμια, σε αυτόν τον ορυμαγδό λόγου και αντιλόγου γύρω από την ακρίβεια και, στην προκείμενη περίπτωση, γύρω από τη μόνιμη, επί 50 σχεδόν χρόνια, διαφορά μεταξύ του ελληνικού και κοινοτικού πληθωρισμού, έχω κρατήσει την άποψη του τότε υπουργού Οικονομίας Οικονομικών (ή «τσάρου» της οικονομίας, όπως αποκαλούνταν τότε οι υπουργοί Οικονομίας και Οικονομικών) και καθηγητή στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών Νίκου Χριστοδουλάκη. Πρόκειται για την επιστημονική διαπίστωση, την οποία παρουσίασε ο Νίκος Χριστοδουλάκης στη συνέντευξή του στους συναδέλφους Δημήτρη Ευαγγελοδήμο και Παύλο Κλαυδιανό (δημοσιεύθηκε στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» στις 8 Μαρτίου 2003) με την οποία εκτιμώ ότι ορθοτομεί την αλήθεια για την ελληνική πραγματικότητα. Συγκεκριμένα, ο Νίκος Χριστοδουλάκης παρέδωσε τότε για το θέμα αυτό, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα « μαθήματα», τονίζοντας, μεταξύ πολλών άλλων, τα εξής:
-«Ο πληθωρισμός είναι αντανάκλαση προβλημάτων της πραγματικής οικονομίας. Γι΄ αυτό η Ελλάδα πλήττεται πολύ περισσότερο από τις άλλες χώρες οποτεδήποτε υπάρχουν αδυναμίες στην προσφορά…»
-«Στα καύσιμα ισχύει το συγκυριακό στοιχείο, λόγω της διεθνούς κατάστασης και αφορά όλες τις χώρες της ΕΕ…»
-«Ο ελληνικός πληθωρισμός είναι ανθεκτικός διότι πάρα πολλοί τομείς της ελληνικής οικονομίας δουλεύουν με φαινομενικό, όχι πραγματικό, ανταγωνισμό…. Το πρόβλημα του πληθωρισμού σχετίζεται με τη μη επαρκώς ανταγωνιστική λειτουργία σε πολλούς τομείς και αφορά και τις μικρές και τις μεγάλες επιχειρήσεις. Αυτό είναι το μήνυμα το οποίο θέλω να καταστήσω σαφές…».
Δυστυχώς, το μήνυμα αυτό θυμίζει το «δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις», αφού έπρεπε τότε ως υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών να είχε εξαφανίσει, τουλάχιστον, κατά ένα μέρος, αυτές τις τρεις παραπάνω διαρθρωτικές στρεβλώσεις. Αμ δε!
Οι παραπάνω εύστοχες επισημάνσεις του Νίκου Χριστοδουλάκη για τον ανίκητο στην Ελλάδα και τον προμαχούντα (διαφορικό) στην Ευρώπη πληθωρισμό επιβεβαιώνονται συνεχώς από την απογοητευτική εξέλιξη βασικών οικονομικών μεγεθών και από τις ζοφερές διαπιστώσεις διεθνών εκθέσεων για την «πρωταθλήτρια» στην Ευρώπη Ελλάδα σε παρασιτική οικονομία (παραοικονομία), σε φοροδιαφυγή, σε παρασιτική κατανάλωση (έλλειμμα ΦΠΑ, καθώς δεν εισπράττεται από ανικανότητα ποσό πάνω από πέντε δις. ετησίως!), σε «βροχή» προνοιακών και κοινωνικών επιδομάτων σε μη δικαιούχους, σε χρηματοδοτήσεις και επιδοτήσεις σε τομείς που όχι μόνο δεν έχουν σημαντική συμβολή στην εθνική παραγωγή, αλλά ενισχύουν και την παρασιτική κατανάλωση. Επίσης, δεν μπορεί κανείς να μιλά για λειτουργία υγιούς ανταγωνισμού, μολονότι επί χρόνια ιδρύθηκε η περιβόητη Επιτροπή Ανταγωνισμού, η οποία πρέπει, επιτέλους, μαζί με άλλες Επιτροπές και Αρχές που επιχορηγούνται από τους φορολογουμένους, να ενημερώνουν τους πολίτες τακτικά και αναλυτικά για τις παρεμβάσεις και τα αποτελέσματα, τις ποινές και τις προτάσεις προς τις κυβερνήσεις…
Εξέλιξη πληθωρισμού στην Ελλάδα και Ευρωζώνη (%)
Πηγή: ot.gr