Γιατί ο Πούτιν υποτίμησε την Δύση… Των Ivo H. Daalder και James M. Lindsay

374

Των Ivo H. Daalder και James M. Lindsay

Η απόφαση του Ρώσου προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν, να εισβάλει στην Ουκρανία έχει αποδειχθεί ότι είναι ένας λανθασμένος στρατηγικός υπολογισμός ιστορικών διαστάσεων. Έχοντας αποτύχει να παραγάγει μια γρήγορη νίκη για τη Μόσχα, η απρόκλητη εισβολή αντιμετωπίζει ένα σφοδρό ουκρανικό αντάρτικο που έχει ήδη προκαλέσει περίπου 15.000 θανάτους Ρώσων στη μάχη, περίπου ο ίδιος αριθμός που έχασε η Σοβιετική Ένωση σε ολόκληρη την εννεαετή εκστρατεία της στο Αφγανιστάν. Η ρωσική οικονομία έχει χτυπηθεί από έκτακτες διεθνείς κυρώσεις. Οι εκκλήσεις να δικαστεί ο Πούτιν ως εγκληματίας πολέμου έχουν αντηχήσει σε όλο τον κόσμο. Είναι ασφαλές να πούμε ότι τίποτα από αυτά δεν ήταν ό,τι περίμενε ο Πούτιν όταν εξαπέλυσε την επίθεσή του.

08042022-1.jpg
Ποζάροντας για μια οικογενειακή φωτογραφία των ηγετών του G-7 στις Βρυξέλλες, τον Μάρτιο του 2022. Henry Nicholls / Reuters

Πώς ο Πούτιν έκανε τα πράγματα τόσο λάθος; Εν μέρει, υπερεκτίμησε σαφώς την ρωσική στρατιωτική ισχύ και υποτίμησε την ουκρανική αντίσταση. Αλλά εξίσου σημαντική ήταν η παρερμηνεία του για την Δύση. Η μακρόχρονη προσωπική εμπειρία του -παρατηρώντας την αδύναμη διεθνή απάντηση στους πολέμους της Ρωσίας στην Τσετσενία και στην Γεωργία, στην προσάρτηση της Κριμαίας το 2014, και στην υποστήριξή της στον Σύρο δικτάτορα Μπασάρ αλ-Άσαντ- τον έπεισε ότι η Δύση θα εγκατέλειπε την Ουκρανία. Δεδομένων των ανησυχιών της Ευρώπης σχετικά με την δέσμευση της Ουάσιγκτον στην ευρωπαϊκή ασφάλεια, στον απόηχο τόσο της προεδρίας Τραμπ όσο και της πρόχειρα εκτελεσμένης απόσυρσης της κυβέρνησης Μπάιντεν από το Αφγανιστάν, μπορεί επίσης να είχε προβλέψει ότι η εισβολή θα δίχαζε τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους Ευρωπαίους συμμάχους τους, φέρνοντας έτσι μια μεγαλύτερη στρατηγική νίκη από απλώς την εγκατάσταση μιας κυβέρνησης-μαριονέτα στο Κίεβο.

Εάν ο Πούτιν ήταν καλύτερος μελετητής του πώς οι Δυτικές δημοκρατίες έχουν απαντήσει στις ζωτικές απειλές για την ασφάλειά τους, θα είχε κατανοήσει το γιατί αυτές οι υποθέσεις ήταν εσφαλμένες. Είναι αλήθεια ότι ένα δίδαγμα του περασμένου αιώνα είναι ότι οι Δυτικές δημοκρατίες έχουν συχνά αγνοήσει τις αναδυόμενες απειλές ασφαλείας, όπως έκαναν πολλές από αυτές την περίοδο πριν από τους δύο παγκόσμιους πολέμους, τον πόλεμο της Κορέας, και τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου [2001]. Όπως το έθεσε κάποτε ο Αμερικανός διπλωμάτης και ιστορικός George Kennan, οι δημοκρατίες είναι σαν ένα προϊστορικό τέρας [το οποίο είναι] τόσο αδιάφορο για το τι συμβαίνει γύρω του που «πρέπει ουσιαστικά να του κόψεις την ουρά για να αντιληφθεί ότι διαταράσσονται τα συμφέροντά του». Αλλά ένα εξίσου σημαντικό δίδαγμα του περασμένου αιώνα είναι ότι όταν τους χτυπούν τις ουρές αρκετά δυνατά, οι Δυτικές δημοκρατίες αντιδρούν με ταχύτητα, αποφασιστικότητα, και δύναμη. Για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους Ευρωπαίους συμμάχους τους, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία -η οποία σε μέγεθος και εύρος αποτελεί τη μεγαλύτερη χρήση στρατιωτικής βίας στην ευρωπαϊκή ήπειρο από το 1945 και μετά και θέτει μια άμεση απειλή για το έδαφος του ΝΑΤΟ- έχει προσφέρει ακριβώς μια τέτοια περίπτωση.

Ωστόσο, παρόλο που η απάντηση της Δύσης ήταν αναπάντεχα στιβαρή, είναι πολύ νωρίς για την Δύση ώστε να κηρύξει τη νίκη. Εάν οι δημοκρατίες είναι ικανές να σχηματίζουν ένα γρήγορο και ενιαίο μέτωπο ενάντια σε εξαιρετικές απειλές, είναι επίσης εδώ και πολύ καιρό επιρρεπείς στο να μετατοπίζουν τις προτεραιότητες και να στρέφουν την προσοχή τους στο εσωτερικό μόλις έχει περάσει η άμεση κρίση. Για τους Δυτικούς ηγέτες, λοιπόν, αφότου συσπειρώθηκαν γρήγορα για να αντιμετωπίσουν την επιθετικότητα του Πούτιν, η πρόκληση τώρα είναι πώς θα διατηρήσουν αυτή την ενότητα. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, τόνισε αυτό το σημείο τον Μάρτιο στην Βαρσοβία: «Πρέπει να παραμείνουμε ενωμένοι σήμερα και αύριο και την επόμενη ημέρα και για τα επόμενα χρόνια και δεκαετίες». Αυτό δεν είναι εύκολο έργο. Για να επιτύχουν μακροπρόθεσμα αυτόν τον στόχο, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους πρέπει να ξεπεράσουν την πολιτική πόλωση, τη μετατόπιση των οικονομικών βαρών, και τις αλλαγές ηγεσίας που έχουν συχνά κατακερματίσει την Δύση στο παρελθόν. Διαφορετικά, η ενότητα για την Ουκρανία θα μπορούσε να αποδειχθεί βραχύβια, αφήνοντας για άλλη μια φορά διχασμένη την Δύση και ενδυναμωμένους τους αυταρχικούς.

ΤΟ ΣΦΑΛΜΑ ΤΟΥ ΠΟΥΤΙΝ

Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ο Πούτιν θα είχε υποθέσει ότι η Δύση θα απαντούσε σε μια ρωσική εισβολή στην Ουκρανία με σκληρή ρητορική, αλλά όχι πολλά περισσότερα. Το 2008, όταν ο Πούτιν έστειλε ρωσικές δυνάμεις για να διαμελίσουν την Γεωργία, ο Γάλλος πρόεδρος, Νικολά Σαρκοζί, έσπευσε να διαπραγματευτεί μια κατάπαυση του πυρός που διατήρησε τα ρωσικά κέρδη, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες ευρωπαϊκές χώρες αρνήθηκαν να υποστηρίξουν την επίσημη απογοήτευσή τους με έστω συμβολικές κυρώσεις. Έξι χρόνια αργότερα, η αντίδραση στην προσάρτηση της Κριμαίας και στην υποκίνηση αυτονομιστικού πολέμου στην ανατολική Ουκρανία από τον Πούτιν ήταν μόνο ελαφρώς πιο σκληρή: μολονότι η Ρωσία εκδιώχθηκε από το G-8 και της επιβλήθηκαν περιορισμένες κυρώσεις, η Γερμανίδα καγκελάριος, Άνγκελα Μέρκελ, και ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, απέκλεισαν αμφότεροι την αποστολή φονικής στρατιωτικής αρωγής για να βοηθήσει την Ουκρανία να αμυνθεί.

Με παρόμοιο τρόπο, η Ουάσιγκτον και οι Ευρωπαίοι εταίροι της αρνήθηκαν να επιβάλουν ουσιαστικές κυρώσεις στην Ρωσία αφότου παρενέβη στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας το 2015, βομβαρδίζοντας αδιακρίτως αμάχους, στοχεύοντας νοσοκομεία, και τελικά ισοπεδώνοντας το Χαλέπι. Τα τελευταία χρόνια, οι απόπειρες δολοφονίας των αντιπάλων του Πούτιν στο εσωτερικό και στο εξωτερικό με νευροπαραλυτικούς παράγοντες προκάλεσαν μόνο την επιβολή κυρώσεων μικρής κλίμακας και την απέλαση ορισμένων Ρώσων διπλωματών από Δυτικές χώρες. Και όταν η Ρωσία παρενέβη στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ το 2016, οι Δυτικές δημοκρατίες και τα media επέκριναν το Κρεμλίνο [2] αλλά έκαναν ελάχιστα περισσότερα.

Η συμπεριφορά των Ευρωπαίων ηγετών τους μήνες πριν από την επίθεση στην Ουκρανία υποδήλωνε ότι η Δύση ήταν πιθανό να παραμείνει σε αυτό το μοτίβο. Απορρίπτοντας τα στοιχεία για μια επικείμενη εισβολή, που παρουσιάστηκαν από τις κυβερνήσεις των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας, πολλοί Ευρωπαίοι ηγέτες υπέθεσαν ότι ο Πούτιν συσσώρευε στρατεύματα κοντά στην Ουκρανία για [να αποκτήσει] μόχλευση για να διαπραγματευτεί νέες ρυθμίσεις ασφαλείας. Αρκετοί από αυτούς ταξίδεψαν στη Μόσχα αναζητώντας να κλείσουν μια συμφωνία. Η γερμανική κυβέρνηση, ειδικότερα, έκανε πίσω στην προοπτική να απαντήσει δυναμικά στην αυξανόμενη επιθετικότητα του Πούτιν, μπλοκάροντας τις προσπάθειες να ενεργοποιηθεί η Δύναμη Απόκρισης (Response Force) του ΝΑΤΟ και αρνούμενη να δώσει άδεια στους συμμάχους του ΝΑΤΟ να στείλουν στην Ουκρανία φονικό εξοπλισμό γερμανικής προέλευσης. Σε συνέντευξη Τύπου στον Λευκό Οίκο στις αρχές Φεβρουαρίου, ο Γερμανός καγκελάριος, Όλαφ Σολτς, αρνήθηκε κατηγορηματικά να δεσμευτεί ότι θα τερματίσει τον αγωγό αερίου Nord Stream 2 εάν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία. Οι προφανείς διαιρέσεις της Δύσης ήταν τόσο ξεκάθαρες που ο Μπάιντεν ανησυχούσε ανοιχτά ότι μια «μικρή εισβολή» θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια Δυτική «μάχη για το τι να κάνουμε και τι να μην κάνουμε».

Αυτές οι εξελίξεις ενίσχυσαν την πεποίθηση του Πούτιν ότι η Δύση ήταν μια εξαντλημένη δύναμη. «Υπάρχει επίσης η αποκαλούμενη φιλελεύθερη ιδέα», είπε ο Ρώσος ηγέτης στην [εφημερίδα] Financial Times το 2019, «η οποία έχει ζήσει περισσότερο από τον σκοπό της». Ο Κινέζος πρόεδρος, Σι Τζινπίνγκ, συνεργάτης του Πούτιν σε μια στρατηγική συνεργασία «χωρίς όρια», αναμφίβολα ενθάρρυνε αυτή την σκέψη. Το σύνθημα του Κινέζου προέδρου ήταν εδώ και καιρό: «Η Ανατολή αναδύεται, η Δύση παρακμάζει». Ωστόσο, τέτοιοι υπολογισμοί δεν έλαβαν υπόψη το τι θα συνέβαινε όταν η Ρωσία θα αναλάμβανε μια κραυγαλέα, απρόκλητη εισβολή σε μια κυρίαρχη ευρωπαϊκή δημοκρατία -μια ενέργεια που ξεπέρασε κατά πολύ οποιαδήποτε από τις προηγούμενες επιθετικές πράξεις του Πούτιν.

ΣΥΣΠΕΙΡΟΥΜΕΝΟΙ

Αντί να διαιρέσει την Δύση, η επίθεση του Πούτιν εναντίον της Ουκρανίας την ένωσε. Μέσα σε λίγες μέρες από την εισβολή, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους ένωσαν τις δυνάμεις τους για να επιβάλουν ένα σαρωτικό καθεστώς κυρώσεων στην Ρωσία, καθιστώντας την τήν χώρα με τις περισσότερες κυρώσεις στον κόσμο. Στις ρωσικές τράπεζες απαγορεύτηκε να χρησιμοποιούν τον μηχανισμό ανταλλαγής χρημάτων SWIFT, τα αποθεματικά της ρωσικής κεντρικής τράπεζας σε ξένες χώρες πάγωσαν, και οι εξαγωγές κρίσιμων τεχνολογιών απαγορεύτηκαν, επηρεάζοντας το 50% των εισαγωγών τεχνολογίας της Ρωσίας και το 20% όλων των εισαγωγών. Στον Πούτιν [3], στα ανώτερα στελέχη της κυβέρνησής του, και σε μια σειρά Ρώσων ολιγαρχών επιβλήθηκαν κυρώσεις και κατασχέθηκαν τα περιουσιακά τους στοιχεία. Στα ρωσικά αεροσκάφη απαγορεύτηκε η είσοδος στον εναέριο χώρο 33 χωρών. Η Γερμανία εγκατέλειψε τον Nord Stream 2, οι Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες χώρες διέκοψαν τις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου, και η ΕΕ κινήθηκε για να μειώσει την εξάρτησή της από την ρωσική ενέργεια. Σχεδόν 500 Δυτικές εταιρείες έχουν εγκαταλείψει την ρωσική αγορά. Η πρόθεση της Δύσης, όπως το έθεσε ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών, Bruno Le Maire, ήταν «να προκαλέσει την κατάρρευση της ρωσικής οικονομίας».

Οι Δυτικές χώρες κινητοποιήθηκαν επίσης πολιτικά εναντίον της Ρωσίας. Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ψήφισε με 11-1, και τρεις αποχές, να καταδικάσει την εισβολή, μολονότι το ένα και μοναδικό βέτο της Ρωσίας μπλόκαρε την επιβολή του. Η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ ακολούθησε το παράδειγμά του, ψηφίζοντας με 141-5 να απαιτήσει από την Ρωσία να αποσυρθεί από την Ουκρανία. Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (International Court of Justice) διέταξε την Ρωσία να σταματήσει όλες τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Ουκρανία. Διεθνείς πολιτιστικοί και αθλητικοί οργανισμοί, όπως η FIFA, το παγκόσμιο κυβερνητικό όργανο του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, συμμετείχαν επίσης, απαγορεύοντας την ρωσική συμμετοχή στις δραστηριότητές τους.

Η στρατιωτική απάντηση της Δύσης ήταν εξίσου εντυπωσιακή. Αντί να αποσύρει τις δυνάμεις του από την ανατολική Ευρώπη, όπως είχε απαιτήσει ο Πούτιν, το ΝΑΤΟ διπλασίασε την μαχητική του παρουσία στην περιοχή, ενεργοποίησε την Δύναμη Απόκρισής του (Response Force) και έθεσε υπό την διοίκησή του 40.000 στρατιώτες. Περισσότερες από 35 χώρες ξεκίνησαν ή αύξησαν τις αποστολές όπλων στην Ουκρανία. Αυτή η βοήθεια κυμαινόταν από την βασική —τουφέκια, πυρομαχικά, κράνη, γιλέκα Kevlar, βλήματα πυροβολικού, και εκτοξευτές χειροβομβίδων— μέχρι την προηγμένη -αντιαεροπορικοί πύραυλοι Stinger, αντιαρματικοί πύραυλοι Javelin των ΗΠΑ, σουηδικοί εκτοξευτές πυραύλων AT-4, βρετανικά αντιαρματικά όπλα επόμενης γενιάς, και οπλισμένα drones. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν συνεισφέρει πάνω από 1,7 δισεκατομμύρια δολάρια σε βοήθεια στον ουκρανικό στρατό από την έναρξη του πολέμου και μετά, και η ΕΕ έχει δεσμεύσει 500 εκατομμύρια ευρώ για την ουκρανική άμυνα, σηματοδοτώντας μια πρωτιά για το μπλοκ, το οποίο στο παρελθόν δεν είχε παράσχει ποτέ στρατιωτική αρωγή σε άλλη χώρα.

Η υποστήριξη για αυτά τα μέτρα ήταν επίσης ευρεία και βαθιά, μεταξύ άλλων σε χώρες που ιστορικά ήταν από τις πιο απρόθυμες να συρθούν σε διεθνείς συγκρούσεις. Τόσο η Ελβετία, η πεμπτουσία του ουδέτερου έθνους, όσο και η Σιγκαπούρη, μια περήφανη πιστή της εξισορρόπησης των μεγάλων δυνάμεων, επέβαλαν οικονομικές κυρώσεις στην Ρωσία [4]. Η Ιαπωνία, η οποία έχει διαβόητα αυστηρές μεταναστευτικές πολιτικές, άνοιξε τις πόρτες της σε Ουκρανούς εκτοπισμένους. Το πιο σημαντικό είναι ότι ο Σολτς ανακοίνωσε μια Zeitenwende -μια ιστορική στροφή- στην οποία η Γερμανία δεσμεύτηκε να παράσχει στην Ουκρανία φονική βοήθεια, δεσμεύτηκε να υπερβεί τον στόχο του ΝΑΤΟ για αμυντικές δαπάνες [ύψους] 2% του ΑΕΠ, δημιούργησε ένα αμυντικό ταμείο 100 δισεκατομμυρίων ευρώ για να αγοράσει εξοπλισμό για τις εξαντλημένες ένοπλες δυνάμεις της, και υποσχέθηκε να τερματίσει ταχέως την εξάρτησή της από την ρωσική ενέργεια. «Είναι σαφές ότι πρέπει να επενδύσουμε πολύ περισσότερα στην ασφάλεια της χώρας μας, προκειμένου να προστατεύσουμε την ελευθερία μας και την δημοκρατία μας», είπε ο Σολτς στην Bundestag στις 27 Φεβρουαρίου. Ήταν μια αίσθηση που μοιράζονταν ευρέως και άλλες Δυτικές πρωτεύουσες.

TINAXTHKAN ΑΠΟ ΤΟΝ ΥΠΝΟ ΤΟΥΣ

Η αποτυχία του Πούτιν να προβλέψει αυτήν την ενιαία απάντηση αντανακλά μια παρανόηση του πώς λειτουργούν οι δημοκρατίες. Η εσφαλμένη ανάλυσή του βασίζεται εν μέρει στην πραγματικότητα ότι, δεδομένου ότι είναι υπεύθυνες απέναντι στους λαούς τους, οι δημοκρατίες τείνουν να ανησυχούν περισσότερο για τα προβλήματα στο εσωτερικό παρά για τις απειλές που συγκεντρώνονται στο εξωτερικό. Επιπλέον, από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και μετά, πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις φαίνονταν επίσης να αμφιβάλλουν ενστικτωδώς ότι άλλες χώρες θα μπορούσαν να καταφύγουν στον πόλεμο για να επιτύχουν τους γεωπολιτικούς στόχους τους, και υπέθεσαν ότι η οικονομική εναρμόνιση και η παγκοσμιοποίηση των τελευταίων δεκαετιών είχαν καταστήσει ξεπερασμένο τον πόλεμο στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Γιατί να πολεμούν όταν το εμπόριο και οι συναλλαγές είναι τόσο επικερδή;

Όμως, όπως σημείωσε ο Kennan, μολονότι οι δημοκρατίες αργούν να θυμώσουν, αντιδρούν με οργή όταν τα συμφέροντά τους απειλούνται άμεσα. Ο Γερμανός κάιζερ Γουλιέλμος Β’ δεν ανέμενε ποτέ ότι η υποστήριξή του στο τελεσίγραφο της Αυστρίας στην Σερβία θα πυροδοτούσε πόλεμο με την Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, μια δυναμική που επαναλήφθηκε 25 χρόνια αργότερα, όταν ο Αδόλφος Χίτλερ εισέβαλε στην Πολωνία. Η Ουάσιγκτον επιδίωξε να παραμείνει αμέτοχη σε αμφότερους τους παγκόσμιους πολέμους και συμμετείχε σε αυτούς μόνο αφότου η Γερμανία συνέχισε τον χωρίς περιορισμούς πόλεμο των υποβρυχίων και η Ιαπωνία επιτέθηκε στο Περλ Χάρμπορ. Η πολιτική της ανάσχεσης των ΗΠΑ, η οποία επιχείρησε να αποτρέψει την εξάπλωση του κομμουνισμού κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ρίζωσε μόνο αφότου η Βόρειος Κορέα εισέβαλε στη Νότιο Κορέα. Οι Δυτικοί ηγέτες αγκάλιασαν με ανυπομονησία το μέρισμα της ειρήνης που ήρθε με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και αφυπνίστηκαν μόνο εν μέρει από τον λήθαργο μετά την 11η Σεπτεμβρίου [2001].

Η τάση των δημοκρατιών να μεταπηδούν από την παθητικότητα στην δράση είναι ακριβώς αυτό —μια τάση, όχι ένας κανόνας. Το αν το κάνουν ή όχι συχνά καθορίζεται από τις επιλογές που κάνουν οι Δυτικοί ηγέτες. Εδώ, η επιδέξια διπλωματία του Μπάιντεν ενόψει μιας εκρηκτικής κρίσης ήταν αποφασιστικής σημασίας. Αυτός και η ομάδα του χρησιμοποίησαν την απειλή που συνέστησε η επιθετικότητα του Πούτιν για να εκπληρώσει τη μακροχρόνια υπόσχεσή του, να ενδυναμώσει τις διατλαντικές σχέσεις και την ευρύτερη δημοκρατική κοινότητα. Όταν οι υπηρεσίες πληροφοριών των ΗΠΑ συμπέραναν στα τέλη του 2021 ότι οι ρωσικές δυνάμεις ετοιμάζονταν να εισβάλουν στην Ουκρανία, ο Μπάιντεν πήρε δύο κρίσιμες αποφάσεις. Η πρώτη ήταν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα υπερασπίζονταν την ίδια την Ουκρανία. Η δεύτερη ήταν ότι θα εργαζόταν με τα μέλη του ΝΑΤΟ και άλλους εταίρους για να επιδιώξει μια τριπλή στρατηγική για να επιβάλει τεράστιες οικονομικές ποινές στην Ρωσία, να ενισχύσει την στάση του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Ευρώπη, και να στείλει περισσότερα όπλα στην Ουκρανία για να την βοηθήσει να αμυνθεί.

Ξεκινώντας από τα μέσα Νοεμβρίου του 2021, ο Μπάιντεν [5] εργάστηκε για να οικοδομήσει μια συλλογική Δυτική απάντηση στην πιθανή εισβολή της Ρωσίας. Ανώτατοι αξιωματούχοι των υπηρεσιών πληροφοριών των ΗΠΑ ενημέρωσαν τους συμμάχους για τα σχέδια του Πούτιν και μοιράστηκαν ευαίσθητες πληροφορίες που ακόμη και ανώτεροι αξιωματούχοι των ΗΠΑ συνήθως δεν θα έβλεπαν. Οι διπλωμάτες των ΗΠΑ συνεργάστηκαν με τους ομολόγους τους για να χαρτογραφήσουν πιθανά πακέτα κυρώσεων. Οι στρατιωτικοί ηγέτες των ΗΠΑ συναντήθηκαν με το ΝΑΤΟ και άλλους συμμάχους για να συζητήσουν το πώς θα βελτιώσουν την ετοιμότητα και να επινοήσουν την πιθανή αρωγή ασφαλείας για την Ουκρανία. Αυτή η επίπονη διπλωματία αντανακλούσε την πεποίθηση ότι το να απαιτούν [οι ΗΠΑ] από τους συμμάχους θα ήταν αντιπαραγωγικό. Αντίθετα, η Ουάσιγκτον έπρεπε να δώσει στους συμμάχους χρόνο και χώρο για να λάβουν τις δικές τους αποφάσεις. Ο Μπάιντεν δεν αναζητούσε τα εύσημα για την εξαιρετική ηγεσία του˙ επιδίωκε να σφυρηλατήσει μια ενιαία Δυτική απάντηση που θα μπορούσε να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων.

Ετούτος ο αρχικός στόχος επιτεύχθηκε λόγω του θράσους αυτού που επιχείρησε ο Πούτιν. Αν είχε απλώς καταλάβει άλλο ένα κομμάτι της Ουκρανίας, όπως έκανε όταν κατέλαβε την Κριμαία, θα μπορούσε να είχε αφήσει τον Μπάιντεν να αντιμετωπίσει μια συμμαχία του ΝΑΤΟ που θα παρέμενε διχασμένη για το εάν είχε ξεπεραστεί ή όχι μια κόκκινη γραμμή. Αλλά επιλέγοντας μια πλήρη εισβολή, ο Πούτιν αφαίρεσε οποιαδήποτε αμφιβολία αναφορικά με την ακρότητα των πράξεων του.

ΙΣΧΥΡΟΤΕΡΟΙ ΜΑΖΙ

Ωστόσο, για να πετύχει η προσέγγιση του Μπάιντεν, το ενοποιημένο μέτωπο της Δύσης εναντίον της εισβολής της Ρωσίας δεν πρέπει να αφεθεί να αποδυναμωθεί ή να διαβρωθεί καθώς προχωρά ο πόλεμος. Πολλά προσκόμματα στέκονται εμπόδιο: ο Πούτιν [6] αναμφίβολα θα επιχειρήσει να εκμεταλλευτεί διαιρέσεις εντός της συμμαχίας˙ θα μπορούσαν να προκύψουν διαφωνίες σχετικά με τα βήματα που πρέπει να γίνουν στην συνέχεια ή με το ποιες παραχωρήσεις [πρέπει] να προσφερθούν˙ και το βάρος της τιμωρίας της Ρωσίας θα πέσει αναπόφευκτα ανισομερώς μεταξύ των χωρών, τροφοδοτώντας δυσαρέσκεια και διαφωνίες. Αυτά τα προβλήματα θα πολλαπλασιαστούν εάν, όπως προειδοποίησε ο Kennan, οι δημοκρατίες αντιδράσουν με τόση οργή που δεν θα βλάψουν μόνο τον αντίπαλο αλλά και τους εαυτούς τους -όπως θα μπορούσε να συμβεί αν ο στόχος μετατρεπόταν από την αποκατάσταση της κυριαρχίας και της ανεξαρτησίας της Ουκρανίας σε μια πολιτική ενεργητικής αλλαγής του καθεστώτος στην Ρωσία. Είναι δυνατόν να γίνουν υπερβολικά πολλά αλλά και υπερβολικά λίγα.

Αυτές οι προκλήσεις θα απαιτήσουν επιδέξια διπλωματία για να επιλυθούν. Καθώς οι ηγέτες στην Ουάσιγκτον, στις Βρυξέλλες, στο Τόκιο και σε άλλες πρωτεύουσες θα πλοηγούνται σε τέτοια προβλήματα, θα πρέπει να επιδιώκουν να επισημοποιήσουν την συνεργασία που προκάλεσε η βαναυσότητα του Πούτιν, δημιουργώντας τον πυρήνα μιας νέας συμμαχίας δημοκρατιών για την οποία πολλοί απηύθυναν έκκληση εδώ και καιρό. Τα επόμενα χρόνια πιθανώς θα υπάρξουν περισσότερες γεωπολιτικές απειλές, όπως ο ρωσικός ρεβανσισμός, και θα πρέπει να αντιμετωπιστούν με ισχυρή, θεσμοθετημένη συνεργασία μεταξύ των μεγάλων δημοκρατιών. Επειδή η ενότητα δημιουργεί ισχύ, οι Δυτικές χώρες θα πρέπει να βελτιώσουν την αμοιβαία άμυνά τους και να εμβαθύνουν τις οικονομικές τους σχέσεις, μεταξύ άλλων φέρνοντας τις Ηνωμένες Πολιτείες και την ΕΕ στην Συνολική και Προοδευτική Συμφωνία για την Συνεργασία Εκατέρωθεν του Ειρηνικού (Comprehensive and Progressive Agreement for Trans-Pacific Partnership) και διαπραγματευόμενες ένα διατλαντικό σύμφωνο εμπορίου και επενδύσεων. Ως ένα πρώτο βήμα, θα πρέπει να επεκτείνουν το G-7 για να συμπεριλάβει την Αυστραλία, τη Νότια Κορέα, και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό θα έφερνε τις μεγάλες προηγμένες δημοκρατίες της Βορείου Αμερικής, της Ευρώπης, και της Ασίας κάτω από μια ενιαία ομπρέλα και θα παρείχε ένα ισχυρό αντίβαρο στις πιέσεις που πλήττουν όλες τις δημοκρατικές χώρες. Η Δύση πρέπει τώρα να δουλέψει αποφασιστικά για μια μεγαλύτερη μάχη: η πρόκληση του Πούτιν στα Δυτικά συμφέροντα και τις αξίες δεν θα είναι σε καμία περίπτωση η τελευταία.

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.amazon.com/Empty-Throne-Americas-Abdication-Leadership/dp/15…
[2]https://www.foreignaffairs.com/articles/russian-federation/2020-08-11/putin-kremlins-plot-against-democracy
[3]https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2021-09-27/kremlins-strange-victory
[4]https://www.foreignaffairs.com/articles/russia-fsu/2022-02-07/how-break-cycle-conflict-russia
[5]https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2020-01-23/why-america-must-lead-again
[6]https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2007-07-01/return-authoritarian-great-powers

Copyright © 2022 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Πηγή: foreignaffairs.gr