Του Πολ Κρούγκμαν
Πριν από µερικά χρόνια –το 2015 αν θυμάμαι καλά– έλαβα ταχύρρυθμο μάθημα στο πόσο εύκολο είναι να γίνει κάποιος απαίσιος άνθρωπος. Ημουν ομιλητής σε συνέδριο σε ξενοδοχείο του Σάο Πάολο της Βραζιλίας και η πτήση μου είχε καθυστερήσει πολύ. Οι διοργανωτές, φοβούμενοι ότι δεν θα προλάβαινα να φθάσω εγκαίρως για την ομιλία μου, δεδομένης της κυκλοφοριακής συμφόρησης στη βραζιλιάνικη μεγαλούπολη, ναύλωσαν ελικόπτερο το οποίο με παρέλαβε από το αεροδρόμιο για να με προσγειώσει στην ταράτσα του ξενοδοχείου. Αφού ολοκληρώθηκε το συνέδριο, αυτοκίνητο με περίμενε για να με οδηγήσει πίσω στο αεροδρόμιο. Κάποια στιγμή, έπιασα τον εαυτό μου να σκέφτεται: «Τι πράγματα είναι αυτά; Πρέπει να πάρω αυτοκίνητο για το αεροδρόμιο;». Στην καθημερινή μου ζωή, μετακινούμαι κυρίως με το μετρό.
Το δίδαγμα από αυτή τη στιγμή μεγαλομανίας ήταν ότι τα προνόμια διαφθείρουν και ότι πολύ εύκολα μπορούν να δημιουργήσουν την εντύπωση πως μας ανήκουν δικαιωματικά. Για να παραφράσω τον λόρδο Ακτον, τα μεγάλα προνόμια διαφθείρουν απόλυτα, εν μέρει επειδή οι προνομιούχοι περιστοιχίζονται συνήθως από ανθρώπους οι οποίοι ουδέποτε θα τολμούσαν να καυτηριάσουν την κακή συμπεριφορά τους. Αυτός είναι ο λόγος που δεν με εκπλήσσει το θέαμα της «αυτανάφλεξης» της φήμης του Eλον Μασκ. Ομολογώ ωστόσο ότι με εντυπωσιάζει, όπως και όλους μας. Οταν όμως ένας βαθύπλουτος άνδρας, μαθημένος να αποκτά ό,τι θέλει, που έχει γίνει αντικείμενο παγκόσμιου θαυμασμού, χάνει όχι μόνο την «αύρα» του, αλλά καταφέρνει να γελοιοποιηθεί στα μάτια όλου του πλανήτη, είναι λογικό να ξεσπάσει σπασμωδικά, δυσχεραίνοντας τα προβλήματά του.
Πιο ενδιαφέρον είναι το ερώτημα γιατί επιτρέπουμε να μας κυβερνούν τέτοιοι άνθρωποι, καθώς είναι πια ξεκάθαρο ότι ζούμε στην εποχή των ευερέθιστων ολιγαρχών. Οπως έχει επισημάνει πρόσφατα και η εφημερίδα μου, ο Μασκ συνεχίζει να έχει πολλούς θαυμαστές κυρίως από τον τομέα της υψηλής τεχνολογίας. Οι άνθρωποι αυτοί δεν τον βλέπουν σαν κακομαθημένο παιδί, αλλά σαν κάποιον που αντιλαμβάνεται πώς πρέπει να λειτουργεί ο κόσμος. Την ιδεολογική αυτή τάση αποκαλεί «αφεντικισμό» (bossism) ο συγγραφέας Τζον Γκαντζ. Οι πιστοί της θεωρούν ότι οι «μεγάλοι άνδρες» δεν οφείλουν εξηγήσεις, ούτε και πρέπει να δέχονται κριτική από την πλέμπα. Οι οπαδοί της ιδεολογίας αυτής διαθέτουν συνήθως μεγάλη προσωπική ισχύ, παρότι η δύναμή τους δεν τους προφυλάσσει από δημόσιες εκδηλώσεις αντιπάθειας, όπως όταν ο Μασκ γιουχάρεται δημόσια.
Ο κολοσσιαίος πλούτος της σύγχρονης υπερ-ελίτ τής έδωσε το δικαίωμα να συμπεριφέρεται παιδαριωδώς.
Πώς είναι όμως δυνατόν να επιβιώνουν τέτοιες ιδεοληψίες; Η τεχνολογική πρόοδος και η αύξηση του ΑΕΠ δημιούργησαν χαρούμενη και δίκαιη κοινωνία, παρότι οι δυσμενείς προβλέψεις για το μέλλον αποτέλεσαν κοινή συνιστώσα για σοβαρούς ερευνητές, αλλά και για τα ταμπλόιντ, σε όλη μου τη ζωή. Επικριτές της καταναλωτικής κοινωνίας, όπως ο Τζον Κένεθ Γκαλμπρέιθ, και συγγραφείς δυστοπικής επιστημονικής φαντασίας, όπως ο Ουίλιαμ Γκίμπσον, φαντάσθηκαν αυταρχικά καθεστώτα, ελεγχόμενα από καταπιεστικές εταιρείες. Ουδείς θα μπορούσε να φανταστεί κοινωνίες κυριαρχούμενες από ευαίσθητους, εγωπαθείς πλουτοκράτες, που θα περιέφεραν τις ανασφάλειές τους σε κοινή θέα. Τι συνέβη λοιπόν; Μέρος της απάντησης βρίσκεται στην υπερσυγκέντρωση πλούτου στην κορυφή της εισοδηματικής πυραμίδας. Πριν ακόμη το φιάσκο με το Twitter, πολλοί συνέκριναν τον Ελον Μασκ με τον Χάουαρντ Χιουζ στα χρόνια της ψυχολογικής του παρακμής. Ο πλούτος του Χιουζ, ακόμη και προσαρμοσμένος στη σημερινή τιμή του δολαρίου, ήταν αμελητέος σε σύγκριση με αυτόν του Μασκ, και αυτό παρά την πρόσφατη κατάρρευση της μετοχής της αυτοκινητοβιομηχανίας Tesla. Οι πιο ακριβείς υπολογισμοί εκτιμούν ότι η συνολική περιουσία του 0,00001% των πλουσιότερων ανθρώπων δεκαπλασιάσθηκε τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες. Ο κολοσσιαίος πλούτος της σύγχρονης υπερ-ελίτ τής έχει προσφέρει μεγάλη ισχύ και της έδωσε το δικαίωμα να συμπεριφέρεται παιδαριωδώς.
Πέρα από αυτό, πολλοί από τους μεγιστάνες αυτούς, οι οποίοι επέλεγαν παραδοσιακά να περνούν απαρατήρητοι, έγιναν αντιθέτως διασημότητες. Το αρχέτυπο του εφευρέτη, ο οποίος πλουτίζει ενώ αλλάζει τον κόσμο, δεν είναι νέο, όπως μας έδειξε ο Τόμας Εντισον στα τέλη του 19ου αιώνα. Οι μεγάλες περιουσίες που δημιουργήθηκαν από την ψηφιακή τεχνολογία μετέτρεψαν τα πρόσωπα αυτά σε ηγέτες αιρέσεων, με επίδοξους ή «παραλίγο» Στιβ Τζομπς να βρίσκονται παντού γύρω μας. Είναι επίσης αλήθεια ότι η λατρεία του ιδιοφυούς επιχειρηματία διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στο συνεχιζόμενο φιάσκο των κρυπτονομισμάτων. Ο Σαμ Μπάνκμαν-Φράιντ του κρυπτονομίσματος FTX δεν πουλούσε κάποιο αγαθό, όπως ούτε και οι πρώην ανταγωνιστές του, οι οποίοι δεν έχουν ακόμη πτωχεύσει. Υστερα από τόσο χρόνο, κανείς δεν ανακάλυψε τον πραγματικό λόγο ύπαρξης των κρυπτονομισμάτων, πέρα από το ξέπλυμα ύποπτων κεφαλαίων. Αυτό που πουλούσε ο Μπάνκμαν-Φράιντ ήταν μία εικόνα, αυτή του ατημέλητου οραματιστή, ο οποίος συλλαμβάνει το μέλλον όπως δεν μπορούν να κάνουν οι «κανονικοί».
Ο Eλον Μασκ δεν ανήκει στην ίδια κατηγορία. Οι εταιρείες του παράγουν διαστημικούς πυραύλους και αυτοκίνητα. Οι πωλήσεις και ιδίως η χρηματιστηριακή αξία των επιχειρήσεών του εξαρτώνται εν μέρει από την εικόνα του, την οποία πλήττει οικειοθελώς ολοένα και χειρότερα μέρα με τη μέρα. Στο τέλος, Μασκ και Μπάνκμαν-Φράιντ ίσως αποδειχθούν χρήσιμοι για την κοινωνία, διαβάλλοντας οριστικά την τόσο βλαβερή οπτασία του ιδιοφυούς επιχειρηματία. Για την ώρα, πάντως, τα καμώματα του Μασκ στο Twitter έχουν υποβαθμίσει μία μέχρι πρότινος χρήσιμη πλατφόρμα, που έδινε βήμα σε πολλούς ανθρώπους με αξία και γνώσεις. Η ιστορία αυτή δεν μοιάζει να οδηγείται σε ευτυχισμένη κατάληξη. Αν πάλι το άρθρο αυτό προκαλέσει την αναστολή του λογαριασμού μου στο Twitter –ή εάν η ιστοσελίδα υποκύψει στην κακοποίηση– μπορείτε πάντα να παρακολουθείτε τις σκέψεις μου, μαζί με ολοένα και μεγαλύτερο αριθμό «εμιγκρέδων» του Twitter, στη σελίδα της Mastodon.
Πηγή: kathimerini.gr