Όλες οι τράπεζες έσπευσαν να αυξήσουν τα επιτόκια δανεισμού, αλλά τιμωρούν ακόμα τους αποταμιευτές, διατηρώντας μηδενικά τα επιτόκια καταθέσεων. Γιατί άραγε;
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Ακολουθώντας την τακτική της Αμερικανικής Ομοσπονδιακής Κεντρικής Τράπεζας (FED), η αντίστοιχη Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (EΚΤ) προχώρησε πρόσφατα στην άνοδο του επιτοκίου δανεισμού του ευρώ στην διατραπεζική αγορά, γεγονός που συζητήθηκε και ευρύτατα. Διότι, ως γνωστόν, το εκάστοτε επιτόκιο δανεισμού διαμορφώνεται από το βασικό επιτόκιο του ευρώ στη διατραπεζική αγορά (Euribor), συν 3-4 ποσοστιαίες μονάδες, που αποτελεί και το περιθώριο κέρδους των τραπεζών. Δηλαδή, όσο το Euribor ήταν περίπου μηδενικό, το κόστος δανεισμού ανήρχετο σε 4% περίπου, για πελάτες υψηλής πιστοληπτικής αξιολόγησης. Τώρα που το Euribor κυμαίνεται γύρω στο 2,5%, το κόστος δανεισμού αμέσως ανήλθε στο 6%-7% περίπου. Και έπεται συνέχεια καθότι η ΕΚΤ κατέστησε σαφές ότι θα συνεχίσει την πολιτική επιθετικής αύξησης των επιτοκίων σε μια προσπάθεια τιθάσσευσης του συνεχώς, προσώρας, ανερχόμενου πληθωρισμού στην ευρωζώνη.
Στο πλαίσιο, λοιπόν, αυτής της συγκυρίας, οι αποφάσεις των τραπεζών είναι λογικές και για τις δανειζόμενες επιχειρήσεις αναμενόμενες.
Το ερώτημα όμως είναι αυτό που θέτει ο κ. Θεοδόσης Μπουντουράκης, χρηματοοικονομικός σύμβουλος, για τις καταθέσεις. Επισημαίνοντας ότι οι τελευταίες είναι πιθανότατα σημαντικότερες για τις τράπεζες από τα δάνεια που δίνουν.
Είναι σχεδόν αυτονόητο ότι για να δανείζει χρήμα μια τράπεζα θα πρέπει να το προσελκύει ή για να το πούμε πιο απλά, να το «αγοράζει». Με πιο απλά λόγια, οι καταθέσεις αποτελούν προϋπόθεση χορήγησης τραπεζικών δανείων.
Πέραν όμως αυτών, επισημαίνει ο κ. Θεοδ. Μπουντουράκης, οι καταθέσεις απευθύνονται σε ένα πολύ μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας απ’ ό,τι αφορούν τα δάνεια, διότι όλοι έχουν μια κατάθεση στην τράπεζα, άλλος μικρή άλλος μεγάλη, ενώ πολύ λιγότεροι είναι αυτοί που παίρνουν δάνεια από τις τράπεζες.
Αυτό αντικατοπτρίζεται και στον ισολογισμό μιας υγιούς τράπεζας όπου το συνολικό ποσό των δανείων που έχει χορηγήσει η τράπεζα, βρίσκεται συνήθως στο 70% περίπου τω\ καταθέσεων που έχει δεχθεί.
Τι γίνεται λοιπόν με τα επιτόκια των τραπεζικών καταθέσεων και πώς αυτά επηρεάστηκαν από την πρόσφατη άνοδο των επιτοκίων;
Εδώ παρατηρείται μια πολύ περίεργη άκρα του τάφου σιωπή και πλήρης ηρεμία. Τουναντίον κάποιες τράπεζες υπερδιαφημίζουν τις δανειοδοτήσεις τους, αλλά περί προσέλευσης καταθέσεων «τουμπεκή ψιλοκομμένο».
«Προφανώς, ειρωνεύεται ο κ. Μπουντουράκης, τα νέα για την αύξηση των επιτοκίων δεν έφθασαν ακόμη στα τμήματα καταθέσεων των τραπεζών Πώς αλλιώς εξηγείται το γεγονός ότι ενώ τα επιτόκια δανεισμού αναπροσαρμόσθηκαν αστραπιαία, τα επιτόκια καταθέσεων εξακολουθούν να βρίσκονται ακόμη στο μηδέν; Γιατί, άραγε, ενώ μεγάλες διεθνείς ευρωπαϊκές τράπεζες αύξησαν σημαντικά τα προσφερόμενα επιτόκια καταθέσεων, οι ελληνικές τα διατηρούν πρακτικά ακόμη στο μηδέν; Αν συνεχισθεί αυτή η κατάσταση δεν πρέπει να αποκλείεται να καταφθάνουν εδώ σωρηδόν εκπρόσωποι μεγάλων ξένων τραπεζών και να ψαρεύουν καταθέτες από τις ελληνικές τράπεζες.
Και στο επίπεδο αυτό γεννιούνται αρκετά ερωτήματα, που δεν έχουν ούτε απόλυτη, αλλ’ ούτε και εύκολη απάντηση.
Μπορεί να σκεφθεί κανείς ότι οι ελληνικές τράπεζες θα χρησιμοποιήσουν τα «υπερέσοδα» που προκύπτουν από αυτήν την τιμολογιακή πολιτική, για να ενισχύσουν τους ισολογισμούς τους και να προετοιμασθούν για μια νέα πιθανή γενιά κόκκινων δανείων που θα προκύψουν από την επαπειλούμενη μείωση του ρυθμού ανάπτυξης. Πιθανόν. Αν όμως επικρατήσουν πιο κοντόφθαλμες και βολικές σκέψεις και αντί αποθεματοποίησης των «υπερεσόδων», αυτά διατεθούν ως μερίσματα με σκοπό την ενίσχυση της τιμής της μετοχής, τότε στην ουσία οι καταθέτες θα έχουν επιδοτήσει τους μετόχους των τραπεζών. Αλλά η προσπάθεια δημιουργίας «υπερεσόδων» από το τραπεζικό σύστημα δεν σταματάει εδώ. Πολύ υψηλές είναι και οι προμήθειες για ορισμένες τραπεζικές εργασίες και μάλιστα απλές, μέσω e-banking όπως μεταφορές χρημάτων, εμβάσματα κ.λ.π.
Κανονικά οι τράπεζες θα έπρεπε να δίνουν κίνητρα στους πελάτες τους ώστε αυτοί να χρησιμοποιούν το e-banking, αντί να συνωστίζονται στα τραπεζικά καταστήματα και να αυξάνουν έτσι το λειτουργικό κόστος των τραπεζών. Αντ’ αυτού τους τιμωρούν με υψηλές προμήθειες! Μήπως αυτό είναι το παράθυρο ευκαιρίας που διέγνωσαν ορισμένοι νέοι παίκτες, ο οποίοι έκαναν το πρώτο δοκιμαστικό βήμα εισόδου στον χώρο των μεταφορών χρημάτων, όπως π.χ. η Cosmote, με το πολυδιαφημιζόμενο νέο προϊόν της;
Και όλα αυτά συμβαίνουν σε μία αγορά πλήρως ανταγωνιστική με τέσσερεις μεγάλους παίκτες, τις συστημικές τράπεζες, και αρκετές μικρότερες. Άρα. μόνο για μονοπωλιακά χαρακτηριστικά δεν μπορεί να κατηγορήσει την ελληνική αγορά.
Είναι «εναρμονισμένες πρακτικές»,λέει ένας περί τα τραπεζικά ειδικός,το οποίον μεθερμηνευόμενο, σημαίνει «τραπεζικό καρτέλ». Προς τι όμως όταν το ενιαίο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα γίνεται όλο και πιο ανταγωνιστικό;
Μήπως τελικά έχουμε νέα συμμαχία τραπεζών και έρποντος κρατισμού;