Του Παναγιώτη Γ. Κιμουρτζή
Είναι δύσκολο να μιλήσεις και να γράψεις για αληθινούς ανθρώπους. Αυτό το ξέρουν όλοι όσοι γράφουν. Το ρήμα «θυμάμαι» ηχεί στιβαρό. Όμως όταν θελήσεις να το βάλεις σε ενέργεια, τότε σου φανερώνει τις αδυναμίες του. Έρχονται κι άλλα ρήματα και του παραστέκονται: νομίζω (ότι θυμάμαι), αναπολώ, επινοώ. Εντέλει το θυμάμαι, όσο στιβαρό κι αν ακούγεται, είναι ένα ρήμα αδύναμο. Είναι η μνήμη που ξέρεις ότι χάνει πράγματα, τα ξαναβρίσκει, τα ανασυνθέτει. Είναι τα στοιχεία που ακόμη κι αν είναι πολλά, ποτέ δεν είναι αρκετά. Όμως υπάρχουν περιπτώσεις που οι τυπικές αυτές δυσκολίες γίνονται ακόμη μεγαλύτερες. Όσα ισχύουν για τον κάθε αληθινό άνθρωπο, ισχύουν πολλαπλασιασμένα για ανθρώπους πολυδιάστατους και πολυδύναμους, όπως είναι ο Γιώργος Δερτιλής. Για τον Γιώργο Δερτιλή μπορείς να μιλάς και να θεωρείς ότι έχεις πει πολλά. Στην ουσία ποτέ δεν θα έχεις προλάβει να πεις αρκετά. Ποτέ δεν θα φτάσεις στο σημείο να προσεγγίσεις ένα έργο εξαπλωμένο σε γραπτά, σε ομιλίες, σε θεσμικές παρεμβάσεις, σε πανεπιστημιακή διδασκαλία στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, σε παρεμβάσεις στα πολιτειακά και πολιτικά ζητήματα. Ίσως γι’ αυτό και είναι σημαντικότερο αρχικώς να ειπωθούν τα πλέον σημαντικά. Εκείνα που μας δίνουν την βασική εικόνα του. Εκείνα που διαγράφουν ένα πορτρέτο του, όχι πλήρες, αλλά επικεντρωμένο στην ουσία του και στην μεγάλη επιδραστικότητα της παρουσίας του.
Ο Γιώργος Δερτιλής είναι από τους ανθρώπους που οι λέξεις του, γραμμένες και προφορικές, έχουν μεγάλο ειδικό βάρος. Καθεμία ξεχωριστά και όλες μαζί, συντείνουν προς το επιχείρημα στο οποίο κατευθύνει τον λόγο του. Είναι από τους ανθρώπους που οι πράξεις του ήταν επαγωγικές. Όλα τα επιμέρους επικεντρώνονται. Και όλα τα γενικά εκβάλλουν πίσω στα επιμέρους. Εκτός όμως από τις λέξεις του και τις πράξεις του, το ίδιο ειδικό βάρος είχαν και οι σιωπές του και η στάση του απέναντι στα πράγματα. Σιωπές και στάσεις ιδιαιτέρως ομιλητικές. Εντέλει, είναι εξαιρετικά δύσκολο να μιλήσεις για έναν άνθρωπο που έχεις ζήσει κοντά του για πολλά χρόνια. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να μιλήσεις για έναν άνθρωπο που έχεις ζήσει κοντά του πολύ περισσότερα χρόνια από όσα πραγματικά έζησες. Κι απ’ όσα κι o ίδιος μπορεί να αναγνωρίσει ότι έχεις ζήσει μαζί του. Δεν είναι αυτοαναφορικά όσα γράφω. Γιατί το ίδιο ισχύει για τους περισσότερους και τις περισσότερες που έχουν έλθει σε επαφή μαζί του. Και για τους ακόμη περισσότερους που έχουν έλθει σε επαφή με το έργο του.
Εδώ θα μπορούσα να τον θυμηθώ όταν σε ένα από τα πανεπιστημιακά μαθήματά του μας δίδαξε την αξία του μινιμαλισμού, μέσα από το έργο του Σάμιουελ Μπέκετ. Να θεωρήσω ότι όσα έγραψα έως εδώ, συνοψίζουν την λόγια, την πανεπιστημιακή και την ανθρώπινη παρουσία του. Και να ολοκληρώσω εδώ αυτά που θα είχα να πω. Ίσως έτσι θα το προτιμούσε και ο ίδιος. Όμως θα πω λίγα ακόμη.
Ανέφερα ήδη ότι η παρουσία του είναι πολυδιάστατη. Μου άρεσε πολύ και γι’ αυτό θα μεταφέρω εδώ μία στιχομυθία που είχα με έναν (Έλληνα) μεταπτυχιακό φοιτητή που σπούδαζε στο Παρίσι. Παρακολουθούσε τα μαθήματά του εκεί ως ακροατής, εθελούσια, επομένως δεν ήταν «εξαρτημένος», όπως θα λέγαμε σε πανεπιστημιακή ορολογία. Μου είπε (περίπου): Πολλοί κάνουν πολλά, όμως ο Δερτιλής έχει καταφέρει να τα κάνει όλα· διδασκαλία, ακαταπόνητη έρευνα, βιβλία, άρθρα, αρχεία, μορφωτικά ιδρύματα, επίβλεψη διδακτορικών διατριβών, σεμινάρια κλειστά και σεμινάρια διεθνή· μπορεί και τα κάνει όλα, μπορεί και τα κάνει όλα στο ίδιο υψηλό επίπεδο.
Επίσης, θέλω να αναφερθώ σε ένα άλλο γνώρισμά του. Πάντοτε εκτιμούσε την καλή ιστορική βιβλιογραφία, όσο παλαιότερη κι αν ήταν. Την εποχή που ήταν καθηγητής μου στο πανεπιστήμιο επικρατούσε μία αντίληψη «επιστημονικού νεοπλουτισμού». Οι περισσότεροι καθηγητές μας γενικώς απέφευγαν να μας συστήνουν παλαιότερη βιβλιογραφία. Καθαγίαζαν τα pamphlets που μας έδιναν για το μάθημά τους, με την αυτάρεσκη προφορική επιβεβαίωση: να διαβάζετε σύγχρονα πράγματα, τα παλαιά είναι παρηκμασμένα. Ο Δερτιλής όμως διέφερε. Φέρνω ένα ενδεικτικό παράδειγμα: ένα από τα πρώτα βιβλία που μας σύστησε ήταν ένα έργο του 1957, Το Ανατολικόν Ζήτημα του Μ. Θ. Λάσκαρι. Μας είπε: Μόνον έτσι μπορείτε να καταλάβετε σε βάθος το Ανατολικό Ζήτημα. Είναι το πιο εμβριθές μελέτημα για το θέμα. Ο Λάσκαρις μιλάει με στοιχεία. Έχει μελετήσει συστηματικά τα αρχεία των βαλκανικών χωρών.
Άλλη ωφελιμότατη επιμονή του ως πανεπιστημιακός δάσκαλος της ιστορίας είναι ότι έδινε μεγάλη σημασία στην κατανόηση του χώρου. Η ιστορία για τον Δερτιλή έχανε από την αξία της χωρίς χάρτες. Στην βιβλιογραφία που μας πρότεινε, εκτός από κείμενα, υπήρχε και ο ακόλουθος τίτλος: The Penguin Atlas of World History. Ένα μικρού σχήματος δίτομο έργο που είχε κυρίως χάρτες και ελάχιστα επεξηγηματικά κείμενα. «Κοιτάζοντας μπορείτε επίσης να μάθετε πολλά», μας είπε. Κι έφερνε συχνά στο μάθημα το ρημαγμένο από την χρήση δικό του αντίτυπο. Έσκυβε με χαρά πάνω σε αυτό το μικρό ανυπόληπτο βιβλίο –ανυπόληπτο επειδή ήταν ένα paperback με κόλλα αντί για ραφή στις σελίδες του, όπως τα περισσότερα βιβλία των εκδόσεων Penguin, που οι σελίδες διέρρεαν από μέσα του– και με όσα μας έλεγε το μετέτρεπε στο πιο ευυπόληπτο βιβλίο ιστορίας.
Άλλη επιμονή του ήταν ο ιστοριογραφικός λόγος. Λόγος λιτός, σαφής, περιεκτικός: αυτά χρειάζονται στην ιστοριογραφική αφήγηση και ερμηνεία. Η σπουδαιοφάνεια ακυρώνει την ιστορία, τον ρόλο της, την κοινωνική της προσπέλαση. Εντέλει και καταλυτικά, έφερνε μπροστά στα μάτια μας την κρίσιμη λέξη: ύφος. Αν θέλετε να καταλάβετε περισσότερα για την αξία του ύφους, σε όλα τα είδη λόγου αλλά και στον ιστορικό λόγο, αν θέλετε να γίνετε πιο διεισδυτικοί αναγνώστες της ιστορίας, να διαβάσετε το Style in History του Πίτερ Γκέι. Το ύφος είναι μία καίρια ένδειξη για τη διορατικότητα του ιστορικού.
Ίσως με αυτά που έχω γράψει έως τώρα, να τείνω να δημιουργήσω μία πλάνη. Ίσως έχω οδηγήσει σε μία μεσαιωνικού τύπου εικόνα για τον Γιώργο Δερτιλή, μία εικόνα που τον δείχνει αρχιμάστορα μιας συντεχνίας. Ότι ήταν ο επιστήμονας που έσκυβε συνεχώς πάνω από το κεφάλι και τα χέρια των μαθητών του και τους υποδείκνυε πως να κάνουν σωστά την δουλειά τους. Εν μέρει αυτό αληθεύει. Όμως αυτό δεν υπήρξε η κυρίαρχη πρακτική του. Το έκανε κι αυτό, με φειδώ, όταν και όποτε χρειαζόταν. Κυρίως όμως, αυτό που σταθερά τον χαρακτήριζε, μέσα κι έξω από τα αμφιθέατρα, ήταν ότι δίδασκε με το παράδειγμά του. Δεν το γράφω με την τυπική, παιδαγωγική απόχρωση, που έχει η φράση «διδασκαλία διά του παραδείγματος». Κι ας ήταν το παράδειγμά του σπουδαίο καθαυτό. Είχε εξελίξει την τακτική αυτήν. Κάθε επικοινωνία μαζί του αποτελούσε άντληση καινούργιων χρήσιμων εμπειριών. Κάθε φορά ο τρόπος που επέλεγε για να πάρει θέση απέναντι στα πράγματα ήταν ένα μάθημα ιστορίας και ταυτοχρόνως ένα πολύτιμο μάθημα ζωής. Που, νομίζω ότι δεν θα είχε αντίρρηση κι ο ίδιος αν έλεγα ότι είναι ένα και το αυτό.
Πάντοτε θεωρούσα, και θα θεωρώ, ότι βρίσκομαι σε μία διπλά ωφέλιμη κατάσταση. Να έχω διδαχθεί από τον Δερτιλή και να τον διδάσκω στους φοιτητές μου. Θεωρώ λοιπόν ενδιαφέρον και χρήσιμο να αναφερθώ στο πώς εκλαμβάνουν τα νέα αυτά παιδιά τον ιστορικό λόγο του Δερτιλή. Η αναφορά μου είναι ιδίως στο μεγάλο έργο του, την Ιστορία του Ελληνικού Κράτους. Θα μπορούσα να γράψω πολλά για τις αντιδράσεις τους σε κάθε μάθημα. Όμως, θα συνοψίσω σε δύο γενικά και ενδεικτικά, συχνά επαναλαμβανόμενα, σχόλιά τους. Θεωρούν το έργο, πολύ διορατικά κατά την γνώμη μου, «καλειδοσκοπικό». Συχνά συζητάμε και διαπιστώνουμε ότι είναι ένα βιβλίο που όσες φορές το αναταράζεις, παράγει νέες εικόνες. Ένα βιβλίο που χρειάζεται να επανέρχεσαι στις σελίδες του, επειδή κάθε φορά έχει καινούργια πράγματα να σου αποκαλύψει. Το δεύτερο σχόλιό τους είναι νομίζω ακόμη πιο ενδιαφέρον. Διατείνονται: το βιβλίο αυτό μας αφορά, μέσα σε αυτό βρίσκουμε τον εαυτό μας, αλλά βρίσκουμε και τους γονείς μας, βρίσκουμε και τους παππούδες μας, βρίσκουμε τον τόπο μας, καταλαβαίνουμε γιατί είμαστε αυτό που είμαστε. Κι όταν ρωτώ εάν αυτό τους δίνει θάρρος ή τους απογοητεύει, μου απαντούν: μας δίνει θάρρος, μας κάνει να θέλουμε να επηρεάσουμε την ιστορία. Με χαρά τότε τους λέω την γνώμη μου γι’ αυτό το έργο: είναι ένα μνημειώδες έργο, είναι ένα έργο που όσο θα απέχει από την έκδοσή του τόσο θα γίνεται πιο σημαντικό· είναι ένα έργο που αρδεύεται μεθοδολογικά από μεγάλα έργα, από την Μεσόγειο του Μπρωντέλ και από την Ιστορία του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου· είναι ένα έργο που έχει την διαχρονική αξία αυτών των έργων· που θα ξαναγυρίζουμε σε αυτό επειδή είναι η πιο περιεκτική και εκλεπτυσμένη προσέγγιση του κράτους και της κοινωνίας μας.
Ο Γιώργος Δερτιλής είχε αστείρευτη ερευνητική δύναμη. Την αντλούσε από μία βαθιά αίσθηση της αληθινής ανθρώπινης αξίας. Πρόκειται για έναν μελετητή που αγαπούσε την ανθρωπότητα, που ήθελε να καταβυθίζεται στην φύση της, που ήθελε να κατανοεί τις οδύνες της, που ήθελε να πανηγυρίζει τους –πάντοτε προσωρινούς– θριάμβους της. Ήταν ένας δάσκαλος με χιούμορ αιχμηρό και με χαμόγελο αινιγματικό, που κατάφερνε να κλείνει μέσα σε αυτό όλο το δράμα και το μεγαλείο του ανθρώπινου είδους. Ήταν ένας διανοητικός οδηγός που έδειχνε με όλους τους τρόπους ότι το ταξίδι της ζωής είναι ταξίδι βουτηγμένο στην απόγνωση, αλλά είναι επίσης ταξίδι που εμπεριέχει την καθημερινή αγωνία και ευχαρίστηση για δημιουργία, οσοδήποτε μικρή και συνηθισμένη, οσοδήποτε μεγάλη και μακρόπνοη.
Πριν λίγο καιρό, διάβασα ένα υπέροχο βιβλίο που έγραψε η Λιν Ούλμαν, κόρη της Λιβ και του σπουδαίου σκηνοθέτη Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. Σε αυτό διηγείται ότι ο πατέρας της είχε γράψει με χοντρό μαύρο μαρκαδόρο στον τοίχο της κρεβατοκάμαράς του με μεγάλα κεφαλαία γράμματα το όνομά του και κατόπιν τοπωνύμια, για να του υπενθυμίζουν την σημασία της ζωής, όπως την είχε ορίσει στην διάρκεια του βίου του: Χάμαρς, Φόρε, Σουηδία, Ευρώπη, Κόσμος, Σύμπαν. Νομίζω ότι στην κάμαρα του δικού μας μυαλού θα πρέπει να γράψουμε με το ίδιο μεγάλα γράμματα: Γιώργος Δερτιλής, και να αντικαταστήσουμε μόνο τα τρία πρώτα τοπωνύμια.
Ο Γιώργος Δερτιλής αγαπούσε όλες τις τέχνες, αλλά διάλεγε να τις παρακολουθεί στην πιο υψηλή έκφρασή τους. Ήξερε πάντα να διαβάζει την Ιστορία μέσα στα έργα στα οποία εντρυφούσε. Γι’ αυτό και δήλωνε αδιάκοπα και αταλάντευτα την κύρια ιδιότητά του: Ιστορικός. Ανάμεσα στις κινηματογραφικές ταινίες που ξεχώριζε ήταν Ο Γατόπαρδος του Λουκίνο Βισκόντι. Αλλά θαύμαζε και το υπόβαθρο της ταινίας, το ομώνυμο μυθιστόρημα που έγραψε το 1954 ο Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα. Έχει γράψει ένα υπέροχο κείμενο με αφετηρία το μυθιστόρημα και το φιλμ, στο οποίο δείχνει την ανάδυση μιας νέας κοινωνικής τάξης πραγμάτων στην Ιταλία, στα μέσα του 19ου αιώνα: η παραδοσιακή αριστοκρατία «αργοπεθαίνει μέσα στην ψευδαίσθηση της ισχύος της», ενώ ένας νέος κόσμος «ορέγεται χορταίνοντας και ανυπομονεί αποκτώντας». Στο τέλος της ταινίας, ο Βισκόντι εξαγγέλλει τον θάνατο του κεντρικού ήρωα, του Πρίγκιπα Σαλίνα, αλλά δεν τον δείχνει. Κινηματογραφεί τον Πρίγκιπα, βαρύ και χλωμό, να φεύγει μόνος για να σβήσει μέσα στο σκοτάδι, το σκοτάδι που προοικονομεί το τέλος του κόσμου του. Αντίθετα με τον Σαλίνα, ο Γιώργος Δερτιλής έφυγε, αλλά είναι εδώ. Ο κόσμος του δεν τελειώνει. Το έργο του έχει πολλά υποστρώματα, που θα ωφελούν την ιστορική επιστήμη και την κοινωνία όσο θα τα διερευνούν. Κατάφερε να αλλάξει πολλά, ώστε είναι αδύνατον να μείνουν όλα όπως είναι.
Φίλοι ἄνδρες ἀελίου χήρωσαν αὐγὰς
H Athens Review of Books πενθεί. Μέσα σε λίγες μέρες χάσαμε τρεις αγαπημένους φίλους και συνεργάτες, κατά σειράν τους Μάριο Βίττι, Μωυσή Ελισάφ και Γιώργο Δερτιλή. Είναι και οι τρεις μεγάλα επιστημονικά και ηθικά αναστήματα. Μας τίμησαν με την φιλία και την αγάπη τους και η οφειλή μας είναι μεγάλη. Τον Πόνο σου, όπως λέει ο Κ. Παλαμάς, πήγαινέ τον εκεί στη χώρα την κατάνακρη του αμίλητου· στα μάτια του συμμάζωξε και θάψε τη φωνή του. Έχουμε πολλά να κάνουμε για τη μνήμη τους και για τις παρακαταθήκες που μας άφησαν.
Μ. Βασιλάκης
Πηγή: athensreviewofbooks.com