Των Ευαγγελίας Κρασαδάκη* – Κωνσταντίνο Ζοπουνίδη**
Στη διεθνή επιστημονική συζήτηση επιχειρείται να διευκρινιστεί η έννοια των δεξιοτήτων σε αντιπαραβολή με την έννοια της γνώσης. Υπό αυτήν την έννοια τονίζεται ότι εάν κάποιος γνωρίζει τη θεωρία κίνησης του αυτοκινήτου, αυτό δεν σημαίνει ότι διαθέτει την ικανότητα οδήγησης. Ομοίως, εάν κάποιος γνωρίζει πως λειτουργεί ένας κινητήρας, αυτό δεν σημαίνει ότι διαθέτει την ικανότητα επισκευής ή συντήρησής του. Δηλαδή, η θεωρητική γνώση αντιπαραβάλλεται με τις δεξιότητες προκειμένου να καταδειχθεί η απόσταση που διαχωρίζει την μια περίπτωση από την άλλη.
Το ζητούμενο στη σύγχρονη αγορά εργασίας, όπως έχει διαμορφωθεί τις τελευταίες δεκαετίες, αφορά “τι μπορούμε να κάνουμε ή τι ικανότητα έχουμε για κάτι συγκεκριμένο”, με την έννοια ότι με βάση τις δεξιότητές μας (γνωστικές και άλλες) θα διασφαλιστεί σε ατομικό επίπεδο η είσοδος και παραμονή μας σε κάποιο κλάδο ή τομέα ή ειδικότητα ή επάγγελμα. Ομοίως, το απόθεμα γνωστικών και άλλων δεξιοτήτων των μελών μιας κοινωνίας – ομάδας – οργανισμού – φορέα – κ.λπ., συνδέεται ευρύτερα με τις προϋποθέσεις για πρόοδο, ευημερία, ανάπτυξη, ασφάλεια, καινοτομία, επιτυχία, κ.ά. της ομάδας, όποια μορφή και εύρος ενδέχεται να έχει η ομάδα αυτή.
Μια χρήσιμη διάκριση της γνώσης από τις γνωστικές δεξιότητες επιχειρείται από την Παγκόσμια Τράπεζα. Όπως αναφέρεται, οι γνωστικές δεξιότητες βασίζονται σε γνώσεις, ωστόσο αφορούν ένα υψηλότερο επίπεδο σε σχέση με τη γνώση αυτή καθεαυτή. Όπως διατυπώνει η Παγκόσμια Τράπεζα (World Bank, 2018), η ύπαρξη γνώσεων δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ύπαρξη δεξιοτήτων, ενώ οι δεξιότητες προϋποθέτουν την ύπαρξη γνώσεων. Οι γνωστικές δεξιότητες αφορούν για παράδειγμα τη μεθοδολογία απόκτησης γνώσεων και την κατανόηση περίπλοκων ιδεών.
Οι γνωστικές δεξιότητες αποτελούν τις βασικότερες δεξιότητες μαζί με τις τεχνικές, οι οποίες παρόλα αυτά θα πρέπει να βασίζονται σε μια ισχυρή βάση κοινωνικών δεξιοτήτων. Χαρακτηριστική είναι η έκθεση της UNESCO (1999) για το “θησαυρό”, όπως αναφέρει, “που διαθέτει μέσα της η εκπαίδευση” με την έννοια των γνώσεων που καλλιεργεί αλλά και των δεξιοτήτων που ενισχύει, όπως των γνωστικών (πχ. μεθοδολογία απόκτησης γνώσεων, κατανόηση περίπλοκων ιδεών), των τεχνικών που συναρτώνται με μια εξειδίκευση ή ένα πεδίο σπουδής, καθώς και των κοινωνικών (πχ. συνεργασίας, ομαδικής εργασίας, επίλυσης προβλημάτων).
Στην πρόσφατη έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας (World Bank, 2018), οι δεξιότητες διακρίνονται σε τρεις ομάδες: τις γνωστικές, τις τεχνικές και τις κοινωνικο-συναισθηματικές. Στην ίδια έκθεση περιγράφονται τα πλαίσια απόκτησής τους αλλά και οι σχέσεις μεταξύ τους. Σημειώνεται, ότι μια παρόμοια αλλά διαφορετική προσέγγιση διαχωρισμού των δεξιοτήτων έχει πραγματοποιηθεί από τον ΟΟΣΑ (2017), η οποία υποδεικνύει δύο ευρείες κατηγορίες διαχωρισμού των δεξιοτήτων, σε Γνωστικές και σε Μη Γνωστικές.
Γνωστικές Δεξιότητες
Σύμφωνα με την προαναφερθείσα έκθεση, οι γνωστικές δεξιότητες αφορούν την ικανότητα κατανόησης περίπλοκων ιδεών, την αποτελεσματική προσαρμογή στο περιβάλλον, τη μάθηση από την εμπειρία, την ανάπτυξη διαφόρων μορφών αιτιολόγησης, την υπερνίκηση εμποδίων και όλα αυτά με τη βοήθεια της σκέψης. Οι γνωστικές δεξιότητες απαιτούνται για να διευκολυνθεί η μάθηση, για την επαγγελματική ανάπτυξη αλλά και για την ανάπτυξη άλλων κατηγοριών δεξιοτήτων. Οι δεξιότητες αυτές διακρίνονται σε δύο ομάδες:
· στις θεμελιώδεις γνωστικές δεξιότητες (βασική παιδεία – αλφαβητισμός, αριθμητική, κριτική σκέψη και επίλυση προβλημάτων) και
· στις γνωστικές δεξιότητες υψηλότερης τάξης.
Οι περισσότερες γνωστικές δεξιότητες αποκτώνται κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας, αλλά μπορούν να ενισχυθούν και κατά τη νεανική ηλικία. Η πρώιμη παιδική ηλικία είναι η βέλτιστη περίοδος για να αποκτηθούν οι θεμελιώδεις γνωστικές δεξιότητες επειδή αποτελούν προϋπόθεση για την ανάπτυξη περαιτέρω γνωστικών και κοινωνικο-συναισθηματικών δεξιοτήτων κατά τη διάρκεια των μεταγενέστερων αναπτυξιακών περιόδων.
Από την άλλη πλευρά, οι γνωστικές δεξιότητες ανώτερης τάξης αναπτύσσονται κανονικά στην ύστερη φάση της εφηβείας και στην πρώτη φάση της ενηλικιότητας, παράλληλα με τις τεχνικές δεξιότητες που είναι σχετικές με την αγορά εργασίας ή ένα επάγγελμα. Δεδομένων των ηλικιών που αντιστοιχούν σε περιόδους βέλτιστης ανάπτυξης δεξιοτήτων, οι θεμελιώδεις γνωστικές δεξιότητες συνήθως μαθαίνονται στο σχολείο και στο σπίτι, καταδεικνύοντας με αυτό τον τρόπο τη σημασία της σχολικής εκπαίδευσης και της οικογένειας.
Τεχνικές δεξιότητες
Αντίστοιχα, οι τεχνικές δεξιότητες είναι οι αποκτηθείσες γνώσεις, η εμπειρογνωμοσύνη και οι αλληλεπιδράσεις που χρειάζεται ένας εργαζόμενος για την ικανοποιητική εκτέλεση των καθηκόντων του, οι οποίες σχετίζονται με μια συγκεκριμένη εργασία/επάγγελμα. Οι τεχνικές δεξιότητες απαιτούν επάρκεια σε γνώσεις στα υλικά, στα εργαλεία και στις τεχνολογίες που χρειάζονται για την εκτέλεση μιας εργασίας. Οι τεχνικές δεξιότητες μπορούν να αποκτηθούν σε ηλικίες και σε πλαίσια που αντιστοιχούν στους τομείς σπουδών ή εργασίας που επιλέγει κάποιος. Έτσι, αυτές οι δεξιότητες μπορούν να αποκτηθούν κατά τη διάρκεια όλης της ζωής, στο σχολείο – σχολή – πανεπιστήμιο και στο χώρο εργασίας, καθώς και μέσω προγραμμάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης.
Οι τεχνικές δεξιότητες χωρίζονται σε χαμηλές, μέτριες και υψηλές. Για παράδειγμα, σε πανεπιστημιακό επίπεδο ενισχύονται οι υψηλού επιπέδου τεχνικές δεξιότητες. Πολλά προγράμματα εκπαίδευσης και κατάρτισης ενηλίκων στοχεύουν στην απόκτηση/ενίσχυση των χαμηλών (βασικών) τεχνικών δεξιοτήτων ενώ άλλα στοχεύουν σε δεξιότητες είτε χαμηλής είτε μέτριας τεχνικής εξειδίκευσης. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις απόκτησης βασικών τεχνικών δεξιοτήτων είναι οι ψηφιακές δεξιότητες, οι οποίες έχουν εισαχθεί στα προγράμματα της Πρωτοβάθμιας/Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στη χώρα μας.
Κοινωνικο-συναισθηματικές δεξιότητες
Οι κοινωνικο-συναισθηματικές δεξιότητες είναι οι συμπεριφορές, οι στάσεις και οι αξίες που χρειάζεται ένα άτομο για να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στις διαπροσωπικές και κοινωνικές καταστάσεις, καθώς και να “αντιμετωπίσει αποτελεσματικά και ηθικά τα καθημερινά καθήκοντα και προκλήσεις”. Αυτές σχετίζονται με τα προσωπικά χαρακτηριστικά, τη συμπεριφορά και τις στάσεις/συμπεριφορές των ατόμων, και την ικανότητά τους να λειτουργούν σε διαφορετικά περιβάλλοντα και να διαχειρίζονται καταστάσεις, ενώ αποτελούν δύσκολα μετρήσιμες και αναγνωρίσιμες δεξιότητες. Με άλλα λόγια μπορούμε να πούμε ότι αυτές οι δεξιότητες αφορούν την αθέατη πλευρά μας που γίνεται ορατή μόνο μέσα από πράξεις συνεργασίας, συναναστροφής, επικοινωνίας, σχέσεων, κ.λπ.
Η αυτογνωσία, η ηγεσία, η ομαδική εργασία, ο αυτοέλεγχος, η διαχείριση του εαυτού, η κοινωνική ευαισθησία, οι δεξιότητες συσχέτισης με άλλα άτομα και τα κίνητρα είναι κοινωνικο-συναισθηματικές δεξιότητες. Μερικές φορές οι κοινωνικο-συναισθηματικές δεξιότητες αναφέρονται ως μη γνωστικές δεξιότητες, και περιλαμβάνουν τα αποκαλούμενα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας, τα οποία αντανακλούν σταθερά (διαχρονικά) πρότυπα αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο τα άτομα ανταποκρίνονται στις διάφορες καταστάσεις.
Οι κοινωνικο-συναισθηματικές δεξιότητες είναι εγκάρσιες, το οποίο σημαίνει ότι σχετίζονται με ένα ευρύ φάσμα τομέων. Συνδυάζονται με τις γνωστικές και τεχνικές δεξιότητες, καθώς η επιτυχία στην αντιμετώπιση πολλών προκλήσεων στο χώρο της εργασίας και της ζωής εξαρτάται και από τα δύο είδη δεξιοτήτων (γνωστικές/τεχνικές & κοινωνικο-συναισθηματικές), υπό την έννοια ότι, για παράδειγμα, η επίλυση/αντιμετώπιση ενός προβλήματος προϋποθέτει γνώσεις ή/και τεχνικές δεξιότητες αλλά και τη δεξιότητα ομαδικής εργασίας ή συνεργασίας, κ.ά.
Οι κοινωνικο-συναισθηματικές δεξιότητες μπορούν να αποκτηθούν κατά την ενηλικιότητα, αν και η βέλτιστη περίοδος είναι στην πρώτη παιδική ηλικία, ενώ το καλύτερο στάδιο για την (επαν)ενίσχυση τους είναι η πρώτη φάση της ενηλικιότητας. Αντίθετα από τις γνωστικές δεξιότητες, ορισμένες κοινωνικο-συναισθηματικές δεξιότητες –όπως η αυτοεκτίμηση, η θετική ταυτότητα ή η ηγετική ικανότητα- αποκτώνται καλύτερα στη μέση παιδική ηλικία και κατά την εφηβεία. Παρόλα αυτά, οι κοινωνικο-συναισθηματικές δεξιότητες μπορούν επίσης να γίνουν αντικείμενο μάθησης και κατά την πρώτη ενηλικιότητα, μέσω απόκτησης νέων εμπειριών.
Κλείνοντας, θα θέλαμε να τονίσουμε ότι οι γνωστικές δεξιότητες και οι κοινωνικο-συναισθηματικές δεξιότητες αλληλοενισχύονται. Τα άτομα που διαθέτουν ως χαρακτηριστικό τους τα κίνητρα, την επιμέλεια, την επιμονή ή καλές κοινωνικές δεξιότητες είναι πιο πιθανό να αφιερώσουν χρόνο για την απόκτηση γνωστικών δεξιοτήτων, καθώς και να έχουν θετικές σχέσεις στη ζωή τους. Παρόλα αυτά, οι γνωστικές δεξιότητες διακρίνονται από τις κοινωνικο-συναισθηματικές. Η απόκτηση, νωρίς στη ζωή, μιας σταθερής βάσης και των δύο ειδών δεξιοτήτων είναι κρίσιμη, διότι και οι δύο συν-καθορίζουν την πορεία της ζωής. Έχει αποδειχθεί ότι άτομα με πρώιμα πλεονεκτήματα (με καλές αρχικές βάσεις και θεμέλια) τείνουν να αποκτούν περισσότερες δεξιότητες κατά τη διάρκεια της ζωής τους, ενώ είναι δύσκολο για όσους δεν έχουν αυτά τα πλεονεκτήματα να μειώσουν τα κενά με την πάροδο του χρόνου. Υπενθυμίζεται ότι οι γνωστικές και τεχνικές δεξιότητες αποκτώνται μέσω συμμετοχής σε μια εκπαιδευτική διαδικασία, ενώ οι κοινωνικο-συναισθηματικές δεξιότητες αποτελούν ένα ζητούμενο. Δηλαδή, δεν υπάρχει κάποιο εκπαιδευτικό μονοπάτι που αν το ακολουθήσει ένα άτομο θα διδαχθεί κάποια κοινωνικο-συναισθηματική δεξιότητα. Παρά ταύτα, αυτές αποτελούν ένα ζητούμενο τόσο στην αγορά εργασίας όσο και στην κοινωνική και προσωπική ζωή.
*Δρ. Ευαγγελία Κρασαδάκη
Σχολή Μηχανικών Παραγωγής & Διοίκησης
Πολυτεχνείο Κρήτης
**Καθηγητής Κωνσταντίνος Ζοπουνίδης, Ακαδημαϊκός
Βασιλική Ακαδημία Οικονομικών & Χρηματοοικονομικών
Βασιλική Ευρωπαϊκή Ακαδημία των Διδακτόρων
Επίτιμος Δρ. ΑΠΘ
Πολυτεχνείο Κρήτης & Audencia Business School, France
CIHEAM – International Center for Advanced Mediterranean Agronomic Studies, France, Greece
Πηγή: ot.gr