H απειλή εξ Ανατολών. Μέρος 2… Των Κωνσταντίνου Γάτσιου – Δημήτρη Α. Ιωάννου

86

Μέρος 2: Η διεθνής νομολογία ως περίγραμμα ενός έντιμου συμβιβασμού

Των Κωνσταντίνου Γάτσιου – Δημήτρη Α. Ιωάννου*

Στο πρώτο μέρος του άρθρου αυτού («Οριοθετώντας το πρόβλημα») έγινε μία κριτική περιγραφή των παραμέτρων της ελληνο-τουρκικής διαφοράς στο Αιγαίο. Σε αυτό το δεύτερο μέρος, με βάση τις αποφάσεις διεθνών δικαστηρίων αλλά και των προβλέψεων της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θαλάσσης(UNCLOS), γίνεται προσπάθεια να σκιαγραφηθεί η εικόνα της πλέον εύλογης και πιθανής απόφασης του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, στην υποθετική περίπτωση κοινής ελληνο-τουρκικής προσφυγής σε αυτό. Μία εικόνα που τη χρειαζόμαστε, όχι μόνο ή κυρίως για εγκυκλοπαιδικούς λόγους, αλλά διότι μπορεί να προσφέρει ένα μέτρο (έναν «κανόνα»),ώστε να είμαστε σε θέση να αξιολογούμε όλες τις προτάσεις και τις απόπειρες να εξευρεθούν «οριστικές ρυθμίσεις» στη διαφορά του Αιγαίου, στο πλαίσιο ενός έντιμου συμβιβασμού.

—————————————-

Θα ήταν, άραγε, δυνατόν οι διαφορές της Ελλάδας με την Τουρκία να επιλυθούν μέσω της αμοιβαίας προσφυγής των δύο χωρών σε ένα διεθνές δικαστήριο; Η εμπειρία δεκαετιών μας λέει ότι η Τουρκία ναρκοθετεί κάθε παρόμοια προοπτική με την συνεχή ανάδειξη όλο και νέων απαιτήσεων, πέρα από κάθε λογική, ζητώντας να τεθούν και αυτές στην κρίση της δικαιοσύνης. Ενεργεί με τον τρόπο αυτό διότι γνωρίζει πως το δικαστήριο θα της απέδιδε πολύ λιγότερα, έως και ελάχιστα, σε σχέση με όσα θεωρεί πως θα καταφέρει να αποσπάσει με την ποδηγέτηση της Ελλάδας μέσα από την τρομοκράτηση και την επιθετικότητα. Αυτός, όμως, είναι και ο λόγος για τον οποίον, ασχέτως του εάν γνωρίζουμε πως η συγκεκριμένη προσπάθεια μάλλον δεν θα τελεσφορήσει, η δική μας πολιτική θα πρέπει να επικεντρωθεί στην προβολή και διακήρυξη της άποψης ότι αρμόδιο για την επίλυση της μίας, μοναδικής, θεμιτής διαφοράς μας με την Τουρκία, αυτής που αφορά στην ΑΟΖ και στην υφαλοκρηπίδα, είναι το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.

Είναι γεγονός πως και στη χώρα μας υπάρχουν πολλοί οι οποίοι θεωρούν ότι το συγκεκριμένο βήμα της προσφυγής στην διεθνή διαιτησία ενέχει κινδύνους καθώς, ακόμη και στην καλύτερη περίπτωση, δεν θα μας δικαίωνε πλήρως αποδίδοντας μας όλα όσα θεωρούμε ως αναφαίρετα εθνικά δίκαια. Η άποψη αυτή, βεβαίως, από τη μία πλευρά δείχνει να λησμονεί πως η Ελλάδα έχει ήδη προσφύγει, έστω και αλυσιτελώς, στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης το 1976, ενώ από την άλλη δεν είναι και σε θέση, ή διστάζει, να υποδείξει τον εναλλακτικό τρόπο με τον οποίον, μετά πάσης βεβαιότητας, όλα ανεξαιρέτως τα εθνικά δίκαια θα καταστούν πραγματικότητα. Ο φόβος που υπάρχει για την προσφυγή στην διεθνή διαιτησία πηγάζει από το γεγονός πως αποτελεί κοινό τόπο ότι τα δικαστήρια εφαρμόζουν με πραγματιστικό πνεύμα τις γενικές διατάξεις της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS) και οπωσδήποτε η Τουρκία θα «κέρδιζε» κάτι περισσότερο από αυτό το οποίο προκύπτει από μία αντίληψη ακριβούς και κατά γράμμα εφαρμογής των προβλέψεων της Σύμβασης στην περίπτωση του Αιγαίου. Επιπλέον, θεωρείται πως τα δικαστήρια σταθμίζουν το μέγεθος και την πολιτική ισχύ των κρατών με τρόπο που επηρεάζει την τελική τους ετυμηγορία. Αυτό, πάντως, δεν φαίνεται να είναι αλήθεια διότι δεν ίσχυσε στην περίπτωση της διένεξης Φιλιππίνων-Κίνας, όπου το Permanent Court of Arbitration της UNCLOS κατακεραύνωσε την Κίνα, η οποία συμπεριφέρεται στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας κατά έναν ανάλογο τρόπο με εκείνον της Τουρκίας στο Αιγαίο.

Επιπλέον, ο σκεπτικισμός αυτός τροφοδοτείται και από το γεγονός πως όταν υπάρχουν νησιά ανάμεσα σε δύο αντίδικες χώρες, τα δικαστήρια λαμβάνουν υπ’ όψιν τους και διάφορα στοιχεία τα οποία στην πράξη μπορεί και να απομειώσουν την απόλυτη ισχύ των διατάξεων της UNCLOS. Δηλαδή, όσον αφορά στην επίδραση που έχουν στην οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας διάφορα νησιά, συνυπολογίζεται πολλές φορές το μέγεθός τους και η απόστασή τους από την ηπειρωτική ακτή της χώρας τους. Επίσης –κάτι που είναι σχετικά υποκειμενικό– συνυπολογίζεται ο βαθμός στον οποίον μπορεί η απόδοση ΑΟΖ στα νησιά να δημιουργήσει δυσανάλογα αποτελέσματα όσον αφορά τα αντίστοιχα δικαιώματα της αντικείμενης χώρας. Πρόκειται για το γνωστό θέμα της «μειωμένης επήρειας» των νησιών. Η τάση των διεθνών δικαστηρίων για απόδοση «μειωμένης επήρειας» στα νησιά, όμως, είναι κάτι που λογικά, όπως θα εξηγήσουμε παρακάτω, και σε όλες τις περιπτώσεις πλην μίας, δεν μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την περίπτωση της Ελλάδας.

Κατ’ αρχάς, είναι φυσιολογικό να δίνεται πολλές φορές μειωμένη επήρεια στα νησιά διότι αυτά, σε αντίθεση με τις ακτογραμμές, έχουν το χαρακτηριστικό ότι τείνουν να είναι «γεννήτορες» πολύ εκτεταμένων ΑΟΖ, κάτι που μπορεί να επιφέρει σημαντικές ανισορροπίες, ειδικά αν βρίσκονται κοντά στην ακτογραμμή άλλης χώρας και υπάρχει επικάλυψη των δυνητικών ΑΟΖ τους. Για να γίνει καλύτερα κατανοητή αυτή η ιδιότητά τους, ας αναφέρουμε ένα παράδειγμα με δύο ακραία αντίθετες περιπτώσεις. Ας υποθέσουμε ότι υπάρχει μια σχετικά ευθεία ηπειρωτική ακτογραμμή μήκους 80 ναυτικών μιλίων μπροστά στην ανοιχτή θάλασσα και υπάρχει και ένα νησί σε σχετικά τετράγωνο σχήμα με περίμετρο επίσης 80 ναυτικών μιλίων (δηλαδή με πλευρά 20 μιλίων) στο μέσον του ωκεανού. Τι ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα μπορούν να παράγουν αυτές οι δύο περιπτώσεις; Η ΑΟΖ της ακτογραμμής θα είναι ένα ορθογώνιο παραλληλόγραμμο με βάση 80 και μήκος 200 ναυτικά μίλια, δηλαδή μία ΑΟΖ εμβαδού 16.000 τετραγωνικών ναυτικών μιλίων. Η ΑΟΖ του νησιού, αντιθέτως, θα είναι πάρα πολύ μεγαλύτερη, διότι θα δημιουργηθεί από το εμβαδόν ενός τετραγώνου του οποίου η κάθε πλευρά θα έχει μήκος 420 ναυτικά μίλια (20 ν.μ. της πλευράς του νησιού συν 200 ν.μ. προς κάθε κατεύθυνση, ήτοι 200+200+20=420 ν.μ.). Δηλαδή 420 επί 420 = 176.400 τετραγωνικά ναυτικά μίλια! Η ΑΟΖ του νησιού θα είναι πάνω από 11 φορές μεγαλύτερη από την ΑΟΖ της ηπειρωτικής ακτογραμμής! Αυτός είναι και ο λόγος που τα διεθνή δικαστήρια συχνά αποδίδουν «μειωμένη επήρεια» στην ΑΟΖ των νήσων, αλλά και ο λόγος για τον οποίον το ποσοστό της επήρειας κάθε νησιού συναρτάται, σε ένα βαθμό, με το ποια ή ποιες από τις τέσσερις κατευθύνσεις του θα επιλεγούν για να τους προσδοθεί ΑΟΖ. (Το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό των νησιών είναι και η εξήγηση του γεγονότος πως η χώρα με την πιο εκτεταμένη ΑΟΖ στον κόσμο δεν είναι κάποια από εκείνες που έχουν τεράστιες ηπειρωτικές ακτογραμμές, όπως η Ρωσία, οι ΗΠΑ, ο Καναδάς ή η Βραζιλία. Είναι η Γαλλία που, αναλογικά, δεν έχει πολύ μεγάλες ηπειρωτικές ακτογραμμές αλλά έχει πάρα πολλές «υπερπόντιες» κτήσεις, δηλαδή νησιά στο μέσον του ωκεανού –κυρίως του Ειρηνικού– που εξακτινώνουν τα δικαιώματα της ΑΟΖ τους προς κάθε κατεύθυνση του ορίζοντα).

Αποτελεί όμως το φαινόμενο αυτό, της μειωμένης επήρειας των νησιών, απειλή για την ετυμηγορία ενός διεθνούς δικαστηρίου όσον αφορά την ΑΟΖ των ελληνικών νησιών; Πιστεύουμε πως όχι, διότι εάν το δικαστήριο δεν υπερβεί τα όρια της λογικής (κάτι που σε ουδεμία προηγούμενη περίπτωση έχει συμβεί) και αν δεν αποφασίσει να καταργήσει παντελώς τις διατάξεις του Διεθνούς Δικαίου (που ούτε και αυτό έχει συμβεί), τότε η Ελλάδα είναι πλήρως κατοχυρωμένη. Και τούτο οφείλεται στη μορφολογία του Αιγαίου, δηλαδή στη διάταξη των ελληνικών νησιών μέσα σε αυτό. Τα ελληνικά νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, όπως είναι φυσικό, δεν μπορούν να λάβουν ΑΟΖ προς ανατολάς, όπου βρίσκεται η τουρκική ηπειρωτική χώρα. Αναγκαστικά θα λάβουν ΑΟΖ προς δυσμάς και πλευρικά. Ταυτοχρόνως, τα νησιά του Κεντρικού Αιγαίου δεν μπορούν να λάβουν ΑΟΖ προς δυσμάς, γιατί εκεί βρίσκεται η αδιαμφισβήτητη ΑΟΖ της ελληνικής ηπειρωτικής χώρας. Θα λάβουν επήρεια προς ανατολικά κατά τέτοιο τρόπο που η δική τους ΑΟΖ, στην προέκτασή της, θα συναντήσει τη δυτική προέκταση της ΑΟΖ των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου. Έτσι, αναγκαστικά, θα δημιουργηθεί αδιάπτωτη συνέχεια και εναλλαγή κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων από την ελληνική ηπειρωτική ακτογραμμή έως τα όρια των ελληνικών χωρικών υδάτων των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου. Αυτό, δηλαδή, που θέλουμε εμείς και δεν επιθυμεί η Τουρκία.

Υπάρχουν αποφάσεις που έχουν λάβει τα Διεθνή δικαστήρια σε περιπτώσεις που είναι ανάλογες με την ελληνο-τουρκική διαφορά, από τις οποίες μπορούμε να συνάγουμε κάποια συμπεράσματα για την τύχη μίας κοινής ελληνο-τουρκικής προσφυγής στη διεθνή δικαιοσύνη; Η αλήθεια είναι πως δεν υπάρχουν πολλές και πως, ειδικότερα, δεν υπάρχει κάποιο προηγούμενο που να προσομοιάζει σε σημαντικό βαθμό με την περίπτωση του Αιγαίου. Γι’ αυτό είναι βέβαιο πως, εάν ποτέ η συγκεκριμένη υπόθεση ερχόταν προς εξέταση σε ένα διεθνές δικαστήριο, θα ήταν η πιο δύσκολη, η πιο σύνθετη και η πιο κρίσιμη που θα είχε ποτέ εξεταστεί από όλους τους θεσμούς δικαιοσύνης του Διεθνούς Δικαίου. Εάν υπάρχει, πάντως, κάποια από τις ήδη εκδικασθείσες υποθέσεις που να θεωρείται ότι είναι παρόμοια σε ορισμένα σημεία της προς την περίπτωση της διαφοράς του Αιγαίου, είναι εκείνη των διαφορών μεταξύ της Νικαράγουας και της Κολομβίας και η σχετική απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης του 2012. (Υπόθεση που δεν πρέπει να συγχέεται με μεταγενέστερη, νέα προσφυγή της Νικαράγουας, το 2013). Πρόκειται για μία αρκετά σύνθετη υπόθεση που αφορούσε την επικύρωση της κυριαρχίας σε νησιά της Καραϊβικής, τη «συνορεύουσα ζώνη» των χωρικών υδάτων των νησιών της Κολομβίας και, μαζί με αυτά, την οριοθέτηση ΑΟΖ μεταξύ των δύο χωρών –που είναι και το σημείο που μας ενδιαφέρει λόγω των αρκετών ομοιοτήτων που έχει με το ζήτημα του Αιγαίου. Εν πρώτοις, πάντως, έχει σημασία το γεγονός πως, απορρίπτοντας συνολικά ισχυρισμούς της Νικαράγουας οι οποίοι ήταν σε πολύ μεγάλο βαθμό αντίστοιχοι των τουρκικών ισχυρισμών για τα υποτιθέμενα «αδιευκρίνιστα» νησιά του Αιγαίου, το δικαστήριο επιβεβαίωσε την κυριαρχία της Κολομβίας στα αμφισβητούμενα νησιά για τα οποία είχε τόσο τα σχετικά νομικά δικαιώματα όσο και την πραγματική άσκηση κυριαρχίας, δηλαδή τη διοίκησή τους επί πολλές δεκαετίες.

Επί του βασικού θέματος που μας ενδιαφέρει, παρά το γεγονός ότι το Δικαστήριο απέδωσε επέκταση της ΑΟΖ στην Νικαράγουα (που ήταν γεωγραφικά σε μία αντίστοιχη με την Τουρκία θέση), τα σημαντικά σημεία της απόφασης που μπορούν να έχουν σημασία για εμάς δεν βρίσκονται εκεί (διότι η επέκταση της ΑΟΖ της Νικαράγουας αποδόθηκε σε ανοιχτή θάλασσα, πλησιέστερα της δικής της ακτής, παρά της Κολομβίας), αλλά στα εξής: τα τρία μικρά κατοικημένα νησιά, που κατοχυρώθηκαν στην κυριαρχία της Κολομβίας, παρά το ότι απέχουν περίπου 120 ναυτικά μίλια (200 περίπου χιλιόμετρα) από την ακτή της Νικαράγουας, αλλά περισσότερο από 450 ναυτικά μίλια (740 περίπου χιλιόμετρα) από την ακτή της Κολομβίας, ελήφθησαν ως βάση για την χάραξη της ΑΟΖ της Κολομβίας. Δεν τους δόθηκε επήρεια προς την κατεύθυνση της Νικαράγουας, αλλά τους δόθηκε μικρή επήρεια πλευρικά και πλήρης επήρεια προς την κατεύθυνση της ακτογραμμής της Κολομβίας. (Αντίστοιχο θα ήταν να λαμβανόταν οι ανατολικές ακτές της Λήμνου και της Λέσβου ως βάση για την χάραξη ΑΟΖ με την Τουρκία και η ΑΟΖ των νησιών να επεκτεινόταν πλευρικά και δυτικά προς την κατεύθυνση της ηπειρωτικής Ελλάδας). Επίσης, πέντε μικρές ακατοίκητες βραχονησίδες Κολομβιανής κυριότητας κοντά και αυτές στις ακτές της Νικαράγουας που δεν δικαιούνται, ως ακατοίκητες, να έχουν ΑΟΖ, έλαβαν χωρικά ύδατα 12 ναυτικών μιλίων και δημιούργησαν «θύλακες» εντός της ΑΟΖ της Νικαράγουας. Πράγμα που σημαίνει πως, όσο μακριά και αν βρίσκονται από την ηπειρωτική τους χώρα, το Διεθνές Δικαστήριο, αναγνωρίζει στα μεν κατοικημένα νησιά το δικαίωμα ΑΟΖ στις δε ακατοίκητες βραχονησίδες το δικαίωμα εθνικών χωρικών υδάτων και δημιουργίας «θυλάκων». Και πρέπει να σημειωθεί πως αυτό αφορά μόνο τρία κατοικημένα νησιά και πέντε ακατοίκητες βραχονησίδες, σε απόσταση 700 χιλιομέτρων από την ηπειρωτική τους ακτή. Όχι το πλήθος των ελληνικών νησιών του Αιγαίου, που θα έχουν μία ασύγκριτα μεγαλύτερη δύναμη «πειθούς» για τους δικαστές.

Όμως, εκείνο που είναι το πιο σημαντικό είναι το εξής: η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου, παρά τους μαιάνδρους που δημιούργησε στη γραμμή οριοθέτησης της ΑΟΖ για να συγκεράσει όλες τις αντίρροπες περιστάσεις, τονίζει ρητά πως μέριμνά του ήταν να μη διακόψει την ενότητα της ΑΟΖ κάθε χώρας, ώστε να μην υπάρχει σημείο σε κάθε ΑΟΖ που δεν θα αποτελεί απ’ ευθείας προβολή από ένα σημείο της αντίστοιχης ακτογραμμής. Αυτό, ακριβώς, είναι και το στοιχείο που απαιτείται για να έχουμε μία «άρτια» οριοθετημένη ελληνική ΑΟΖ στο Αιγαίο. Στην περίπτωση Νικαράγουας-Κολομβίας, τουλάχιστον, το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης το έλαβε υπ’ όψιν του δημιουργώντας ένα πολύ θετικό δεδικασμένο. (Από την άλλη πλευρά, βεβαίως, μία σημαντική διαφορά στις δύο περιπτώσεις, που οφείλουμε να σημειώσουμε, είναι πως τα νησιά της Κολομβίας βρίσκονται σε απόσταση χιλιομέτρων από τις ακτές της Νικαράγουας και όχι στις συνθήκες στενής εγγύτητας που υφίστανται μεταξύ των ελληνικών νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και της ηπειρωτικής χώρας της Τουρκίας).

Έχουν υπάρξει και άλλες αντίστοιχες αποφάσεις των διεθνών δικαστηρίων που δίνουν ΑΟΖ σε μικρά νησιά τα οποία βρίσκονται κοντά σε πολύ μεγάλες ηπειρωτικές ακτογραμμές άλλων χωρών, όπως είναι η περίπτωση των γαλλικής κυριαρχίας νήσων SaintPierreetMiquelon που κείνται σε απόσταση μόλις 11 ναυτικών μιλίων από τις ακτές του Καναδά. Παρά το γεγονός ότι πρόκειται για μικρά νησιά και κάποιος μπορεί να πει ότι τους δόθηκε το δικαίωμα για ΑΟΖ διότι λόγω μικρού μεγέθους δεν μπορούσαν να παρακωλύσουν τον Καναδά από το να αποκτήσει και αυτός δική του ΑΟΖ στον Βόρειο Ατλαντικό, το σωστό επιχείρημα είναι αυτό που βαίνει προς την αντίθετη κατεύθυνση: εάν δύο και μόνο μικρά νησιά δικαιούνται να έχουν ΑΟΖ, σε τέτοια εγγύτητα με μία τεράστια ηπειρωτική μάζα, είναι δυνατόν να μην το δικαιούνται 227 κατοικημένα νησιά ενός αρχιπελαγικού κράτους;

Το πιο σημαντικό από όλα, όμως, που θα πρέπει να λάβει υπ’ όψιν του κανείς είναι ότι, εκτός από τις αποφάσεις που υπάρχουν σχετικά με το δικαίωμα των νησιών για ΑΟΖ, ίσως ακόμη μεγαλύτερη σημασία έχουν οι αποφάσεις που δεν υπάρχουν γιατί δεν έχουν ληφθεί! Πράγματι λοιπόν, ουδεμία απόφαση υφίσταται η οποία να ορίζει πως συστάδες (εκατοντάδων) κατοικημένων νήσων δεν δικαιούνται να έχουν ΑΟΖ –αλλά, επιπλέον να μην έχουν ούτε καν δικαίωμα για χωρικά ύδατα 12 ναυτικών μιλίων! Και αυτό είναι κάτι που θα έπρεπε να απασχολήσει όσους πιστεύουν ειλικρινά και καλοπροαίρετα –χωρίς ωστόσο να μας δίνουν περισσότερες εξηγήσεις– πως «η Τουρκία έχει δίκιο στο Αιγαίο». Πρέπει, δηλαδή, να τους απασχολήσει το γεγονός ότι με βάση το Διεθνές Δίκαιο (αλλά και την «κοινή περί του Δικαίου αντίληψη»), υπάρχουν δύο τρόποι με τους οποίους η Ελλάδα μπορεί να διευθετήσει το ζήτημα των κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο. Και οι δύο στηρίζονται σε θεμελιώδη δικαιώματα που αναγνωρίζει η UNCLOS. Ο ένας αφορά στο δικαίωμα επέκτασης των εθνικών χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια, και ο άλλος αφορά στο δικαίωμα των νησιών σε υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Αμφότερα τα δικαιώματα είναι, κατά κυριολεξία, οικουμενικά, με την έννοια ότι ούτε το ένα, ούτε το άλλο έχουν ποτέ αμφισβητηθεί για οποιαδήποτε χώρα, και απολαμβάνονται και τα δύο, ανεμπόδιστα, από το σύνολο σχεδόν των παράκτιων χωρών. Εν τούτοις, στην περίπτωση της Ελλάδας αμφισβητούνται και τα δύο ταυτοχρόνως, έξωθεν, με την απειλή βίας και πολέμου και επίσης, δυστυχώς, έσωθεν, από, κατά πάσα πιθανότητα, καλών προθέσεων αλλά πεπλανημένους συμπολίτες μας που πείθονται από (και αναπαράγουν) τα ασαφή και ενδεχομένως άσχετα επιχειρήματα πως το Αιγαίο είναι «περιοχή ειδικών συνθηκών» και πως «δεν είναι ελληνική λίμνη». (Και αν, δηλαδή, είναι «ειδικών συνθηκών» γιατί αυτό σημαίνει πως πρέπει να περιοριστούν τα δικαιώματα της Ελλάδας και όχι, αντιθέτως, οι αξιώσεις των άλλων;).

Η λογική πρόβλεψη, λοιπόν, είναι πως μία απόφαση δικαστηρίου θα διατηρούσε τη χωρική συνέχεια ανάμεσα στην ακτογραμμή της ηπειρωτικής Ελλάδας και στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, απορρίπτοντας έτσι τις τουρκικές διεκδικήσεις. Το ερώτημα, όμως, είναι τι θα έδινε το δικαστήριο ως αντιστάθμισμα στην Τουρκία. Έχει διατυπωθεί η γνώμη πως η Τουρκία θα μπορούσε να λάβει ως αντιστάθμισμα τις λεγόμενες «γλώσσες», δηλαδή προεκτάσεις από την ακτή της προς σημεία εντός του Αιγαίου Πελάγους, ενδιάμεσα κάποιων ελληνικών νησιών. Κοιτώντας τον χάρτη, καταλαβαίνει κανείς ότι κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί μόνο σε δύο ή τρεις περιοχές στο Αιγαίο και για μικρές εκτάσεις (μεταξύ Λήμνου, Λέσβου, Χίου και Σάμου), με προεκτάσεις που θα τερματίζουν πριν από τον 25ο μεσημβρινό (ο οποίος χωρίζει, τρόπον τινά, το Αιγαίο στη μέση, ξεκινώντας από το Δέλτα του Νέστου, και καταλήγοντας στον κόλπο του Ηρακλείου στην Κρήτη). Θα πρόκειται για μικρές περιοχές του Αιγαίου που δεν θα αλλάξουν ουσιαστικά την κατάσταση κατά δυσμενή για εμάς τρόπο. Η πυκνότητα των ελληνικών νησιών στο Αιγαίο είναι τέτοια που δεν αφήνει χώρο για «διαμοιρασμό» της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας μεταξύ των δύο χωρών.

Το μεγάλο αντιστάθμισμα, όμως, στην ουσιαστική εκμηδένιση των επιδιώξεων της Τουρκίας για ΑΟΖ στο Αιγαίο θα δινόταν από το δικαστήριο με κάποιον άλλο τρόπο: με τον προσδιορισμό μίας υπολογίσιμης τουρκικής ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο. Εκεί, δηλαδή, που ενώ εμείς θεωρούμε ότι το Καστελόριζο και η Στρογγύλη μας δίνουν το δικαίωμα να επεκτείνουμε την ελληνική ΑΟΖ μέχρι να ενωθεί με την ΑΟΖ της Κύπρου, το δικαστήριο μάλλον θα είχε διαφορετική γνώμη. Με όποιον ξένο εμπειρογνώμονα και να μιλήσει κανείς, η μεγάλη πλειοψηφία των οποίων θεωρεί πως η Ελλάδα έχει συντριπτικά επιχειρήματα στην περίπτωση του Αιγαίου, θα διαπιστώσει πως για την περίπτωση της Ανατολικής Μεσογείου σχεδόν ομόφωνα τονίζουν ότι οι ισχυρισμοί μας για την επήρεια του Καστελόριζου δεν ευσταθούν. Και, πράγματι, ενώ ο νόμος και η διεθνής νομολογία λένε πώς τα νησιά έχουν δικαίωμα σε ΑΟΖ καθώς και το δικαίωμα να επεκτείνουν την αιγιαλίτιδα ζώνη (τα εθνικά χωρικά ύδατα) στα 12 ναυτικά μίλια, από την άλλη πλευρά, δεν υπάρχει κανένας νόμος ή νομολογία που να λέει ότι ένα μικρό νησί, το οποίο μάλιστα βρίσκεται έξω από τις «προβολές» της ηπειρωτικής ακτογραμμής της χώρας του, έχει τέτοια επήρεια δημιουργίας ΑΟΖ προς όλες τις κατευθύνσεις, ώστε να μπορεί να εκμηδενίσει την επήρεια της παρακείμενης ηπειρωτικής ακτογραμμής. Εάν το δικαστήριο δώσει δικαιώματα ΑΟΖ στο Καστελόριζο και στην Στρογγύλη μάλλον θα είναι προς τον Νότο και σε μικρή έκταση. Αυτή, όμως, είναι και η μόνη περίπτωση ελληνικών νησιών που είναι πιθανόν το δικαστήριο να δώσει είτε μικρή είτε καθόλου ΑΟΖ, και να περιοριστεί σε έναν «θύλακα» μόνο με χωρικά ύδατα εντός της τουρκικής ΑΟΖ.

Ας σημειωθεί ότι σε μία αντίστοιχη περίπτωση, στην υπόθεση του Μπαγκλαντές εναντίον της Μυανμάρ, το Διεθνές Δικαστήριο του Αμβούργου, παρά το ότι σε μεγάλο βαθμό δικαίωσε το Μπαγκλαντές, απέρριψε το συγκεκριμένο αίτημα του τελευταίου να έχει επήρεια στην ΑΟΖ το μικρό κατοικημένο νησάκι Saint Martin. Και τούτο, παρά το ότι δεν βρίσκεται τόσο μακριά από την ηπειρωτική ακτή του Μπαγκλαντές –συγκεκριμένα, βρίσκεται πολύ πλησιέστερα σε αυτήν (περίπου 4 ναυτικά μίλια) απ’ όσο βρίσκεται το Καστελόριζο (όχι στις ηπειρωτικές ακτές της Ελλάδας αλλά) στη Ρόδο (περίπου 60 ναυτικά μίλια). Όμως, το Saint Martin κείται μπροστά από την ακτογραμμή της Μυανμάρ και, το κυριότερο, έξω από την προβολή της ακτογραμμής του Μπαγκλαντές προς την ανοιχτή θάλασσα. Γι’ αυτό έλαβε μόνο το δικαίωμα για εθνικά χωρικά ύδατα 12 ναυτικών μιλίων. Κάτι που πιθανόν θα ήταν το μόνο που θα ελάμβαναν από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και το Καστελόριζο με την Στρογγύλη, καθώς βρίσκονται μπροστά από την ακτογραμμή της Τουρκίας και έξω από τις προβολές της ελληνικής ηπειρωτικής ακτογραμμής. (Η απόφαση για το Saint Martin ελήφθη από το δικαστήριο του Αμβούργου-ITLOS, όπου δικάστηκε η περίπτωση Μπαγκλαντές-Μυανμάρ και όχι από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Το τελευταίο, όμως, με την σειρά του, το 2009, στην περίπτωση Ρουμανίας-Ουκρανίας, εξέδωσε μία παρεμφερή απόφαση μη δίδοντας ΑΟΖ στην «ψευδοκατοικημένη» Νήσο των Όφεων της Ουκρανίας). Η διεκδίκηση εκτεταμένης ΑΟΖ για το σύμπλεγμα του Καστελόριζου αποτελεί ένα διαπραγματευτικό χαρτί στα χέρια μας. Πρέπει όμως να γνωρίζουμε τις πραγματικές πιθανότητες επίτευξης του στόχου.

Η συνολική εικόνα, λοιπόν, είναι πως στην πιθανότερη περίπτωση το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης θα δικαίωνε τις ελληνικές θέσεις και θα έδινε στην Ελλάδα τα περισσότερα από όσα θα ζητούσε, αν και όχι όλα. Αυτό θα ήταν μία πολύ μεγάλη επιτυχία (έστω και αν δεν είναι βέβαιο πως θα εκλαμβανόταν ακριβώς έτσι από την ελληνική κοινή γνώμη). Εδώ, πάντως, θα πρέπει να μνημονεύσουμε και κάτι που έχει μία πολύ μικρή πιθανότητα να προκύψει, διότι συμβαίνει σπανιότατα: να αποφάσιζε το δικαστήριο, για κάποιες περιοχές του Αιγαίου, πιθανόν κοντά στα τουρκικά παράλια ανατολικά του 25ου μεσημβρινού, συγκυριαρχικά δικαιώματα Ελλάδας και Τουρκίας –το λεγόμενο condominium. Αυτό ίσως περιέπλεκε κάπως τα πράγματα, όχι όμως σε βαθμό που να ακυρώσει την ελληνική επιτυχία. Διότι, σε κάθε περίπτωση, εφ’ όσον η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου ακολουθούσε την κείμενη νομοθεσία και την υφιστάμενη νομολογία, θα ήταν αθροιστικά ευνοϊκή για τα ελληνικά συμφέροντα και θα αποτελούσε μία σημαντική δικαίωση, η οποία μπορεί να μην εκμηδένιζε αλλά θα περιόριζε αισθητά τον τουρκικό επεκτατισμό και την τουρκική επιθετικότητα, ειδικά στα πρώτα χρόνια μετά την έκδοσή της. (Γιατί, όπως η ιστορική εμπειρία μας διδάσκει, το πιθανότερο είναι ότι η Τουρκία, κατ’ ουσία, δεν θα αποδεχόταν την απόφαση και σύντομα θα άρχιζε ξανά τις προσπάθειες υπονόμευσής της και ακύρωσής της –στην πράξη).

Σχετικά με τις προϋποθέσεις της προσφυγής στην διεθνή διαιτησία, πάντως, θα πρέπει να διευκρινίσουμε και κάτι άλλο που συχνά αποτελεί αιτία σύγχυσης. Είναι σύνηθες να γράφεται στον τύπο πως «δεν μπορούμε να πάμε στη Χάγη εάν πρώτα δεν έχουμε επεκτείνει σε 12 ναυτικά μίλια την αιγιαλίτιδα ζώνη». Αυτό δεν είναι ακριβές: ίσως, ενδεχομένως, να μην κρίνεται σκόπιμο, πλην όμως είναι απολύτως εφικτό να πηγαίναμε στη Χάγη και με 6 ναυτικά μίλια χωρικά ύδατα. Και τούτο διότι, πολύ απλά, το μήκος στο οποίο μπορεί να επεκταθεί η (οποιαδήποτε) ΑΟΖ δεν καθορίζεται από το εύρος των χωρικών υδάτων.

Για να κατανοηθεί αυτό το γεγονός καλύτερα, ας θεωρήσουμε ένα παράκτιο κράτος μπροστά στον ωκεανό, με δικαίωμα ΑΟΖ χωρίς περιορισμό από αντικείμενο κράτος. Το απώτατο σημείο της ΑΟΖ του θα βρίσκεται, ούτως ή άλλως, 200 ναυτικά μίλια μακριά από τις ακτές του (ή τη λεγόμενη γραμμή βάσης), ανεξαρτήτως εάν τα εθνικά χωρικά του ύδατα είναι 3, 6 ή 12 ναυτικά μίλια. Διότι η μέτρηση για την ΑΟΖ ξεκινάει από την γραμμή βάσης, από εκεί που ξεκινάει και η μέτρηση της αιγιαλίτιδας ζώνης, ασχέτως εάν στα πρώτα μίλια η ιδιότητα της ΑΟΖ (κυριαρχικά δικαιώματα) υπερκαθορίζεται από την, ισχυρότερη, ιδιότητα των χωρικών υδάτων (κυριαρχία).

Στο Αιγαίο, βεβαίως, δεν έχουμε περιθώριο για 200 ναυτικά μίλια ΑΟΖ, αλλά παραμένει γεγονός πως το μέχρι ποιου σημείου θα επεκταθεί η ΑΟΖ από το σημείο βάσης δεν πρέπει να σχετίζεται με το εύρος των χωρικών υδάτων. Ανεξαρτήτως εάν έχουμε 6 ή 12 ναυτικά μίλια αιγιαλίτιδα ζώνη, η φυσική προέκταση της ΑΟΖ της Νάξου, για παράδειγμα, προς τα ανατολικά θα συναντήσει την προέκταση της ΑΟΖ της Λέρου και της Καλύμνου προς τα δυτικά, σχηματίζοντας μία ενιαία ελληνική ΑΟΖ. Για τον λόγο αυτό, η προσφυγή στη διεθνή διαιτησία για την οριοθέτηση της ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας θα μπορούσε να γίνει με χωρικά ύδατα είτε 6 είτε 12 ναυτικών μιλίων. Απλώς, στην πρώτη περίπτωση, των 6 ναυτικών μιλίων, η προσφυγή στη Χάγη για οριοθέτηση θα είχε πολύ περισσότερο νόημα για την επίλυση του προβλήματος σε σχέση με την δεύτερη, των 12 ναυτικών μιλίων, καθώς σε αυτήν τη δεύτερη περίπτωση –εάν ήμασταν σε θέση να την επιβάλουμε όπου δει και να γίνει αποδεκτή– το προς επίλυση πρόβλημα θα είχε εν πολλοίς ήδη επιλυθεί, πριν την όποια οριοθέτηση. Και τούτο διότι η τυχόν επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια θα έλυνε αυτόματα, σε μεγάλο βαθμό, το πρόβλημα του καθορισμού της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, καθώς θα καθιστούσε το 70% του Αιγαίου κάτι περισσότερο από ελληνική ΑΟΖ –θα το καθιστούσε ελληνική επικράτεια! Θα απέμενε προς οριοθέτηση ένα μικρό ποσοστό 20% «ανοιχτής θάλασσας» (το 10% συνιστά ήδη τουρκική αιγιαλίτιδα ζώνη) και από αυτό, ένα ακόμη μικρότερο ποσοστό θα μπορούσε να διεκδικηθεί από την Τουρκία ως δική της ΑΟΖ. Σε μία τέτοια θεωρητική περίπτωση, αφού η Τουρκία θα είχε αποδεχθεί το μείζον, πιθανότατα να μην χρειαζόταν καν να προσφύγουμε στη Χάγη για το έλασσον: το υπολειπόμενο πρόβλημα θα μπορούσε να λυθεί και διμερώς. (Για την περίπτωση προσφυγής με καθεστώς 6 ναυτικών μιλίων αιγιαλίτιδας ζώνης, θα πρέπει να προστεθεί και το εξής στοιχείο: μετά την απόφαση για την οριοθέτηση, είναι πιθανόν το μονομερές δικαίωμα της Ελλάδας για επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια να αμφισβητηθεί νομικά, πλέον, από την Τουρκία, ή να ακυρωθεί μέσω μίαςσχετικής πρόβλεψης στο διατακτικό της απόφασης του δικαστηρίου).

Όμως, την προσφυγή στη διεθνή διαιτησία, όσο και αν τη συζητάμε και την αναλύουμε, και όσο και αν πρέπει να την προβάλουμε για πολιτικούς και διπλωματικούς λόγους, δεν είναι ιδιαίτερα πιθανό να τη δούμε να γίνεται πραγματικότητα. Τα θέματα που θέτει η Τουρκία ως «απαραίτητα» για συμπερίληψη στο κείμενο του συνυποσχετικού, με κυριότερα μεταξύ τους εκείνο για τα νησιά και τις βραχονησίδες, για τα οποία υποτίθεται ότι «δεν έχει προσδιοριστεί το καθεστώς της κυριαρχίας τους», καθώς και αυτό για την «αποστρατιωτικοποίηση των νήσων», καθιστούν άγονο κάθε περαιτέρω προβληματισμό εκ μέρους μας. Το δικαστήριο δεν μπορεί να οριοθετήσει ΑΟΖ εάν δεν γνωρίζει ποια χώρα έχει την κυριαρχία για κάθε νησί και βραχονησίδα της επίδικης περιοχής και, φυσικά, η Ελλάδα δεν μπορεί να φέρει στην κρίση του δικαστηρίου θέματα κυριαρχίας που με εξωφρενικό τρόπο θέτει η Τουρκία.

Μήπως, λοιπόν, όλα αυτά που συζητάμε είναι εντελώς θεωρητικά και δεν έχουν σχέση με τη σκληρή και πεζή πραγματικότητα των ελληνο-τουρκικών σχέσεων; Η απάντηση σε αυτήν την ερώτηση είναι κατηγορηματικά «όχι»: ο λόγος που συζητάμε για το τι θα έλεγε το δικαστήριο και για το πώς θα διευθετούσε κατά πάσα πιθανότητα τη διαφορά, έχει άμεση σχέση με την τρέχουσα πεζή πραγματικότητα: προσφέρει μία πρακτική βοήθεια, επιτρέποντας να δημιουργηθεί ένα ακριβές περίγραμμα και μία σαφής ιδέα του ποιος, στον πραγματικό κόσμο, θα μπορούσε να ήταν ένας «έντιμος συμβιβασμός» με την Τουρκία. Καθιστώντας, έτσι, καθαρό πέραν ποιων σημείων ο «συμβιβασμός» θα έπαυε να είναι συμβιβασμός και θα γινόταν πλήρης παράδοση με εκχώρηση κυριαρχίας και απεμπόληση κυριαρχικών δικαιωμάτων. Διότι οι περισσότεροι αντιλαμβανόμαστε πως, δυστυχώς, η συζήτηση για έναν «έντιμο συμβιβασμό» είναι και αυτή, επίσης, μία διανοητική άσκηση. Η Τουρκία θέλει πολύ περισσότερα από ό,τι θα μπορούσε η Ελλάδα να παραχωρήσει, συμβιβαζόμενη. Η κύρια χρησιμότητα, λοιπόν, της αντίληψης περί ενός «έντιμου συμβιβασμού», που έχουμε διαμορφώσει σε αυτό το κείμενο, είναι ότι μπορεί να αποτελέσει το μέτρο και το κριτήριο για την πολιτική αξιολόγηση της στάσης της κυβέρνησης –και όχι μόνο– στις εξελίξεις που έρχονται.

Πώς, επομένως, θα πρέπει να αντιδράσουμε, σωστά και αποτελεσματικά, απέναντι σε μία απειλή εξ Ανατολών που όλο και δυναμώνει και η οποία καθιστά την παραπάνω συζήτηση περί εφαρμογής των αρχών του Δικαίου στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις εν πολλοίς ανεδαφική και χιμαιρική; Την άποψή μας επ’ αυτού θα παρουσιάσουμε στο τρίτο, και τελευταίο, μέρος του άρθρου.

*Ο Κωνσταντίνος Γάτσιος είναι καθηγητής, πρώην πρύτανης στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, και ο Δημήτρης Α. Ιωάννου είναι οικονομολόγος.