Κυρίως κατά την τελευταία δεκαπενταετία, ο παράγοντας της ταχύτητας έχει κατακυριεύσει την όποια ανθρώπινη δραστηριότητα με την διαρκώς πολλαπλασιαζόμενη ροή γεγονότων και νέων καταστάσεων που αξιώνουν την άμεση νομοθετική παρέμβαση της Πολιτείας. Αναδύονται, λοιπόν, επείγοντα ζητήματα που πρέπει άμεσα να αντιμετωπισθούν με εφαρμογή ειδικών κοινοβουλευτικών διαδικασιών που για τους λόγους αυτούς προβλέπονται, ως «εξαίρεση», στα Συντάγματα.
Η εξαίρεση δε αυτή αντιπαραβάλλεται με τον «κανόνα» που είναι εντός της Βουλής δημιουργικός και με χρονική άνεση αναπτυσσόμενος διάλογος μεταξύ των κομματικών παρατάξεων, ώστε να επιτευχθεί η καλύτερη δυνατή λύση και ο τελικά ψηφιζόμενος νόμος να έχει όλα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που απαιτούνται, ώστε να του εξασφαλίζουν διάρκεια και όχι εύκολες παρερμηνείες λόγω ασάφειας.
Όμως, ο παραπάνω κανόνας έχει γίνει τώρα η εξαίρεση και τα περισσότερα νομοσχέδια χαρακτηρίζονται από την Κυβέρνηση ως επείγοντα, ιδίως δε ως κατεπείγοντα, και ψηφίζονται με την ειδική διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 76 παρ. 4 του Συντ. και 109ΚΒ, έστω και αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις άμεσης ανάγκης, ακριβώς διότι ο νομοθέτης πολλές φορές πιέζεται να ικανοποιήσει πάραυτα αιτήματα των ενδιαφερομένων.
Συντομεύεται έτσι στο ελάχιστο ο χρόνος συζήτησης μέσα στη Βουλή. Ούτε όμως και η «πολυτέλεια» αυτή τηρείται, οσάκις η Κυβέρνηση, ανελέγκτως, θέλει να νομοθετήσει κυριολεκτικώς την επόμενη ημέρα, οπότε παρακάμπτεται και η Βουλή. Προσφεύγει, δηλαδή, στην προσφιλή μέθοδο των Πράξεων νομοθετικού περιεχομένου, των οποίων όμως η έκδοση προβλέπεται στο άρθρο 44Σ μόνον εφόσον υπάρχει «εξαιρετικώς επείγουσα ανάγκη».
Και είναι γνωστό ότι την τελευταία εξαετία έχουν εκδοθεί περισσότερες από ογδόντα τέτοιες Πράξεις. Έτσι, αποφεύγεται κάθε οχληρή συζήτηση από την αντιπολίτευση και η Βουλή ψηφίζει, χωρίς να βουλεύεται, νομοσχέδια ή κυρώνει ΠΝΠ, επειδή η Κυβέρνηση επικαλείται απλώς την άμεση ανάγκη νομοθέτησης.
Το φαινόμενο αυτό είναι πάντως γενικότερο και συνδέεται με το ότι τα τελευταία χρόνια οι κοινωνίες βιώνουν. λόγω και της οικονομικής κρίσης, σε καθεστώς διαρκούς έντασης. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, περίπου μέχρι το 2006 για το 30% των νομοσχεδίων ακολουθήθηκε η διαδικασία του επείγοντος, το 2008 όλα τα νομοσχέδια, πλην δύο, ψηφίστηκαν με την διαδικασία αυτή και έκτοτε, μέχρι το 2012, το ποσοστό αυτό διαμορφώνεται στο 65%!
Η συνέπεια είναι ότι δεν ανευρίσκονται πλέον τα κύρια ποιοτικά στοιχεία που πρέπει να χαρακτηρίζουν το κείμενο του νόμου, δηλαδή η «προσβασιμότητα» (κείμενο άμεσα προσιτό για ανάγνωση από κάθε ενδιαφερόμενο λόγω της αξιούμενης «διαφάνειας»), η «σαφήνεια» (ο κανόνας να είναι άμεσα αντιληπτός από τους περισσότερους χωρίς αμφισημίες) και το «κατανοητό» (οι αποδέκτες να μπορούν να αντιληφθούν τα εντεύθεν δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους).
Είναι σημαντικό ότι οι παραπάνω τρεις θεμελιώδεις αρχές καλής νομοθέτησης έχουν χαρακτηρισθεί από τη νομολογία του γαλλικού Συνταγματικού Συμβουλίου (Δικαστηρίου), τουλάχιστον από το 1999, ως συνταγματικής περιωπής, ώστε η μη τήρησή τους να άγει σε αντισυνταγματικότητα του σχετικού νόμου. Σκεφθείτε τι θα έλεγε το Δικαστήριο αυτό αν είχε μπροστά του νόμο με 7.500 σελίδες που η διαδικασία ψήφισής του διήρκεσε το πολύ τρεις ημέρες! Μάλλον θα νομολογούσε ότι στη Χώρα αυτή δεν υπάρχει Δημοκρατία.
Πέτρος Ι. Παραράς
Καθηγητής Πανεπιστημίου
Τ. Αντιπρόεδρος ΣτΕ