H Ουκρανία και το τρίγωνο Ρωσίας με Κίνα και Ινδία… Του Γιώργου Παπανικολάου

223

Του Γιώργου Παπανικολάου

Πολύ μελάνι χύθηκε (για να χρησιμοποιήσουμε μια ρετρό έκφραση) γύρω από την πρόσφατη συνάντηση Πούτιν – Σι, είτε επειδή ο Κινέζος ηγέτης δεν παραβρέθηκε σε δείπνα και φωτογραφίσεις (λόγω των μέτρων Covid που ακολουθεί η χώρα του), είτε επειδή ο Πούτιν δήλωσε ότι κατά τη διάρκεια των επαφών του με τον Σι θα καλύψει τα «ερωτήματα» και τις «ανησυχίες» του δεύτερου, για τον πόλεμο στην Ουκρανία.

Με βάση αυτά τα μάλλον περιορισμένα στοιχεία, δημοσιογράφοι και πολιτικοί αναλυτές έσπευσαν να εκτιμήσουν ότι η Κίνα βλέπει πως η Ρωσία δεν επιτυγχάνει τους στόχους της και τείνει να απομακρυνθεί, παρά τη δέσμευση των ηγετών των δύο χωρών ότι σχηματίζουν μια «συμμαχία δίχως όρια», λίγες μέρες πριν τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.

Κοινό σημείο όσων επιχειρηματολογούν υπέρ αυτής της ερμηνείας είναι ότι θεωρούν πως α) η Κίνα δίνει πρώτιστη σημασία στην οικονομική διάσταση των γεωπολιτικών σχέσεων και άρα θέλει να αποφύγει το ενδεχόμενο δυτικών κυρώσεων τύπου Ρωσίας αλλά και ότι β) όσο περνά ο χρόνος χωρίς νίκη της Ρωσίας τόσο η Κίνα θα αποστασιοποιείται, στη λογική ότι είναι καλύτερα να βρεθεί με τους κερδισμένους ή έστω με τους ουδέτερους.

Τα παραπάνω μοιάζουν λογικά, ιδίως όταν κοιτάζει κάποιος την κατάσταση μέσα από τον τρόπο λειτουργίας της Δύσης και με βάση την οικονομική θεώρηση των πραγμάτων, που πρυτανεύει εδώ και δεκαετίες στη συμπεριφορά των δυτικών καπιταλιστικών δημοκρατιών. Oύτε βεβαίως είναι τυχαίο ότι οι επιφυλάξεις της Κίνας (και της Ινδίας ο ηγέτης της οποίας ζήτησε ανοικτά να λήξει ο πόλεμος σύντομα), εκφράστηκαν αμέσως μετά την εντυπωσιακή νίκη των Ουκρανών στη περιοχή του Χαρκόβου, που φαίνεται να δημιουργεί στρατηγικά διλήμματα στη Ρωσία, αφήνοντας ανοιχτό και το παράθυρο μιας επόμενης ήττας της.

Εντούτοις υπάρχει και μια άλλη εντελώς διαφορετική οπτική, που δεν στερείται ισχυρών επιχειρημάτων.

Με βάση αυτή τη δεύτερη -λιγότερο αισιόδοξη- οπτική, που αναγνωρίζει ότι Κίνα και Ρωσία συνιστούν ένα συνδυασμένο πόλο με στρατηγικό στόχο την αμφισβήτηση της Δύσης και της «διεθνούς τάξης με βάση τους κανόνες» (rules based international order), που η Δύση με πρωτεργάτη τις ΗΠΑ έχει εγκαθιδρύσει, η διάλυση αυτής της «συμμαχίας χωρίς όρια» μπορεί να προκύψει μόνο εξ ανάγκης.

Αν δηλαδή η Κίνα διαπιστώσει ότι η Ρωσία υπέστη συντριπτική ήττα και αποδυνάμωση, άρα και η ίδια πρέπει να ανακρούσει πρύμναν (ακόμη και στο καυτό για εκείνη θέμα της Ταϊβάν), διότι έχει μείνει μόνη της απέναντι στη Δύση.

Δεδομένου δε ότι οι ΗΠΑ, ακόμη και μεσούσης της σύγκρουσης με τη Ρωσία στην Ουκρανία, αναγνωρίζουν πλέον την Κίνα ως κύριο αντίπαλο, κάτι που γνωρίζει καλά η κινεζική πλευρά, είναι πολύ πιθανόν ότι η τελευταία θα κάνει σοβαρές προσπάθειες για να αποφύγει μια τέτοια εξέλιξη, παρότι (ακολουθώντας την κινεζική παράδοση) όσο δεν υπάρχει απόλυτη ανάγκη επιλέγει να στηρίζει πολιτικά, διπλωματικά και οικονομικά τη Ρωσία, με τρόπο που δεν τη θέτει ευθέως στο στόχαστρο δυτικών κυρώσεων, κερδίζοντας ταυτόχρονα από τις αγορές «κοψοχρονιά» ρωσική ενέργεια.

Αποφεύγει, δηλαδή, τουλάχιστον στον βαθμό που η Δύση είναι σε θέση να γνωρίζει, τις πωλήσεις πολεμικού υλικού και ευαίσθητων τεχνολογικών προϊόντων «διπλής χρήσεως» προς τη Ρωσία.

Επιπρόσθετα, αρκετοί πολιτικοί αναλυτές λησμονούν ότι η ύπαρξη μιας Ρωσίας που δεν έχει υποταγεί στη Δύση, ακριβώς λόγω των τεράστιων ενεργειακών και λοιπών πλουτοπαραγωγικών πόρων που διαθέτει στο έδαφός της, σε συνδυασμό με τη σχεδόν μοιραία πλέον αποκοπή των ενεργειακών δεσμών Ευρώπης-Ρωσίας, συνιστά για την Κίνα ανέλπιστο δώρο.

Διότι η αχίλλειος πτέρνα της Κίνας βρίσκεται γεωστρατηγικά στην τεράστια εξάρτησή της από πρώτες ύλες, όπως το πετρέλαιο, που έρχονται δια θαλάσσης, από διαδρομές τις οποίες μπορεί να μπλοκάρει το ισχυρό ναυτικό των ΗΠΑ και των συμμάχων τους. Πρόβλημα που σε μεγάλο βαθμό λύνεται, αν η Κίνα στηρίξει μεγάλο μέρος του εφοδιασμού της σε διασυνοριακούς αγωγούς από τη Ρωσία.

Ακόμη όμως και οι κυρώσεις, όπως φάνηκε καθαρά και από τις παράπλευρες επιπτώσεις των κυρώσεων στη Ρωσία, ιδίως για την Ευρώπη, δεν είναι όπλο που η Δύση μπορεί να κραδαίνει με ευκολία. Ακόμη περισσότερο, όταν στην περίπτωση της Κίνας, μιλάμε για τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομική δύναμη στον κόσμο και το επίκεντρο της παγκόσμιας βιομηχανικής παραγωγής.

Οι περισσότεροι διεθνείς οικονομικοί αναλυτές δεν θέλουν ούτε καν να σκέφτονται -και το δηλώνουν- πόσο μεγάλη ζημιά θα μπορούσε να προκαλέσει στη διεθνή οικονομία, στις αγορές και στο βιοτικό επίπεδο, η έναρξη ενός ανοικτού οικονομικού πολέμου με την Κίνα, στην τρέχουσα συγκυρία.

Παρότι λοιπόν σε αυτή τη φάση η Ρωσία, ο κατά τεκμήριο πιο αδύνατος από τους δύο «στρατηγικούς εταίρους», βρίσκεται στο επίκεντρο, καλό είναι να έχουμε υπόψη μας ότι στην πραγματικότητα φαίνεται να έχει διαμορφωθεί ένα ανταγωνιστικό τρίγωνο μεταξύ της Δύσης και του άξονα Ρωσίας – Κίνας. Κι ότι είναι πολύ πιθανό, με βάση και τις προσταγές της realpolitik (αφετηρία κατά κανόνα των σημαντικών γεωπολιτικών αποφάσεων), ότι η Κίνα πολύ δύσκολα θα αποδεχτεί τη συντριβή της Ρωσίας, που θα της στερούσε έναν πολύτιμο σύμμαχο, χωρίς σοβαρή προσπάθεια να το αποτρέψει.

Αντίθετα, η Ινδία, η άλλη μεγάλη ανερχόμενη δύναμη, βρίσκεται σε μάλλον αξιοζήλευτη θέση. Τηρεί ουδετερότητα, αποφεύγει να αποξενώσει τη Ρωσία, κερδίζοντας πόντους τόσο από τις αγορές φτηνής ρωσικής ενέργειας όσο και από την αυξανόμενη ένταση στις σχέσεις της Δύσης με την Κίνα, κι έχει ανοιχτές επιλογές, όποιος κι αν είναι ο νικητής στην Ουκρανία.

Γι’ αυτό και το πιθανότερο είναι πως θα είναι ο μεγάλος κερδισμένος, όπως κι αν εξελιχθεί ο πόλεμος.

Πηγή: euro2day.gr