Του Ηλία Νικολαϊδη
Τα τελευταία χρόνια το σχετικό κόστος στέγασης στην Ελλάδα έχει εκτοξευτεί. Σύμφωνα με τη Eurostat, τα ελληνικά νοικοκυριά που δεν ιδιοκατοικούν πληρώνουν για στέγαση το μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματός τους μεταξύ των χωρών της ΕΕ, περίπου 37%.
Περίπου 1 στα 3 νοικοκυριά που ζουν στις πόλεις πληρώνουν ακόμη πιο πολλά, περισσότερο από 40% του εισοδήματός τους για στέγαση -επίσης το πιο μεγάλο ποσοστό στην Ευρώπη. 3 στους 4 ενοικιαστές ηλικίας 18 έως 44 ετών δηλώνουν ότι το ενοίκιο που πληρώνουν τους προκαλεί άγχος. Οι εμπειρικές καταγραφές της αναζήτησης σπιτιού στην Αθήνα, συνήθως γραμμένες σε απελπισμένο τόνο, συμπληρώνουν την ίδια εικόνα.
Πώς φτάσαμε όμως να έχουμε την πιο ακριβή, συγκριτικά με το εισόδημα, στέγαση στην Ευρώπη; Μια εξήγηση είναι η μεγάλη μείωση των εισοδημάτων. Από το 2009 μέχρι το 2014 οι Έλληνες έχασαν περισσότερο από 40% του διαθέσιμου εισοδήματός τους. Την ίδια περίοδο, οι τουρίστες στις πόλεις και στα νησιά αυξάνονταν. Οι ιδιοκτήτες βρήκαν νέες επιλογές εκμετάλλευσης των ακινήτων τους, όπως οι βραχυχρόνιες μισθώσεις, οι οποίες επηρέασαν με τη σειρά τους τις τιμές και τα ενοίκια.
Όμως, πριν ακόμη συμβούν τα παραπάνω, η Ελλάδα ήταν ήδη μια χώρα χωρίς σπουδαία στεγαστική πολιτική. Μέσα στην καταιγίδα της κρίσης διαλύθηκε ό,τι υπήρχε: το 2012 ο ΟΕΚ, ο κρατικός φορέας που έτρεχε τα πιο μαζικά προγράμματα στέγασης στη χώρα, καταργήθηκε χωρίς να αντικατασταθεί.
Διαβάστε Μια Συνοπτική Παρουσίαση Της Έρευνας (PDF)
Το τελευταίο διάστημα η συζήτηση για τη στεγαστική πολιτική έχει ανοίξει ξανά. Όλοι αναγνωρίζουν το πρόβλημα και τις ευρύτερες συνέπειές του, π.χ. στο δημογραφικό προφίλ της χώρας. Η κυβέρνηση έχει υιοθετήσει μέτρα που μένουν να εφαρμοστούν, ενώ και τα κόμματα της αντιπολίτευσης έχουν κάνει προτάσεις. Πώς μπορεί όμως να μοιάζει μια σύγχρονη και αποτελεσματική στεγαστική πολιτική στην Ελλάδα;
Για να απαντήσει κάποιος σε αυτή την ερώτηση πρέπει πρώτα να κοιτάξει πίσω: στη στεγαστική πολιτική που είχε στο παρελθόν η Ελλάδα, στο αποτύπωμα, στις ανεπάρκειες, αλλά και στο τέλος της.
Ο “ξαφνικός θάνατος” του ΟΕΚ
Στις 12 Φεβρουαρίου 2012, σε μια δραματική συνεδρίαση της Βουλής, όσο στην οδό Σταδίου καίγονταν οι κινηματογράφοι Αττικόν και Απόλλων, ψηφίστηκε ο Ν. 4046/2012, το δεύτερο μνημόνιο. Ο νόμος, ένα εκτενές κείμενο 574 σελίδων με πολλά παραρτήματα, όπως και τα υπόλοιπα μνημόνια, προέβλεπε σημαντικές περικοπές και εκατοντάδες αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσε μέχρι τότε το κράτος.
Η ψήφισή του εξασφάλισε απαραίτητη χρηματοδότηση και “ξεκλείδωσε” τη μείωση του χρέους, που έγινε γνωστή ως PSI. Όμως ήμασταν ίσως στην πιο σκοτεινή στιγμή της ελληνικής κρίσης. Η αναταραχή στη χώρα, που είχε χάσει 15% του ΑΕΠ της μέσα σε δύο χρόνια, ήταν τόσο μεγάλη που λίγοι ασχολήθηκαν τότε με ένα σύντομο απόσπασμα στο Παράρτημα 5 του νόμου. Εκεί έγραφε ότι, στο πλαίσιο της μείωσης του μη μισθολογικού εργασιακού κόστους, πρέπει “να υιοθετηθεί νομοθεσία να κλείσουν μέσα σε 6 μήνες μικροί φορείς ειδικού σκοπού που ασχολούνται με κοινωνικές δαπάνες οι οποίες δεν αποτελούν προτεραιότητα”.
Οι δύο φορείς “που δεν αποτελούν προτεραιότητα” στους οποίους αναφερόταν το απόσπασμα ήταν ο Οργανισμός Εργατικής Εστίας και ο Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας. Ο πρώτος, ο πιο μικρός σε μέγεθος από τους δύο, είχε ως αντικείμενο τη “μετεργασιακή μέριμνα” (προγράμματα οικονομικών διακοπών και κουπόνια μειωμένου εισιτηρίου σε θέατρα και άλλα θεάματα), αλλά και την υποστήριξη της λειτουργίας των συνδικάτων.
Ο δεύτερος, ο ΟΕΚ, πραγματοποιούσε την κρατική στεγαστική πολιτική για τους μισθωτούς εργαζόμενους. Στην πραγματικότητα, ήταν ο οργανισμός που επί έξι δεκαετίες “έτρεχε” τα πιο μαζικά έργα στέγασης που πραγματοποιούνταν στη χώρα, είτε αυτά ήταν κατασκευαστικά είτε αφορούσαν στήριξη για την απόκτηση σπιτιού από την αγορά.
Το 2012, όταν έκλεισε ο ΟΕΚ, τα μέσα ενημέρωσης και οι πολιτικοί ασχολούνταν με άλλες περικοπές του δεύτερου μνημονίου, όπως αυτές των συντάξεων. Επομένως, εκτός από τη μικρή αναφορά του ίδιου του μνημονίου σε “μείωση του μη μισθολογικού κόστους”, δεν υπάρχουν άλλες πληροφορίες που να εξηγούν την απόφαση.
Γιατί μπορεί η Ελλάδα και οι δανειστές της να συμφώνησαν τελικά τότε να κλείσουν τον ΟΕΚ; Όταν κάποιος κάνει την ερώτηση σε ανθρώπους, οι οποίοι είχαν κάποια σχέση με τον οργανισμό εκείνη την περίοδο, οι απαντήσεις που παίρνει είναι διάφορες: “Ίσως θεωρήθηκε ότι το κράτος δεν μπορεί να λειτουργεί ως τράπεζα ή ως κατασκευαστική εταιρεία”· “Δεν υπήρχε τότε επείγον στεγαστικό πρόβλημα: το ποσοστό ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα είναι αρκετά υψηλό και εκείνη την περίοδο, λόγω της κρίσης, οι τιμές και τα ενοίκια ήταν χαμηλά”· “Ίσως σκέφτηκαν ότι όπου υπάρχουν δημόσια έργα υπάρχει και διαφθορά ή ότι ο οργανισμός ήταν ανταγωνιστικός προς τον ιδιωτικό τομέα”· “Κυκλοφορεί ένα ‘ράδιο αρβύλα’ ότι έλειπαν περίπου 300 εκατομμύρια ευρώ για να κλείσει η συμφωνία για το μνημόνιο, ένα ποσό που αντιστοιχούσε περίπου στο αποθεματικό του οργανισμού τότε”.
Τον Απρίλιο του 2013, ο ΟΕΚ τυπικά απορροφήθηκε από τον τότε ΟΑΕΔ (πλέον ΔΥΠΑ). Όμως στην πραγματικότητα σταμάτησε κάθε νέα δραστηριότητα. Σταμάτησε να εκδίδει νέα δάνεια, να επιδοτεί το επιτόκιο στεγαστικών δανείων ή να δίνει επιδόματα ενοικίου. Σταμάτησε, επίσης να σχεδιάζει νέους οικισμούς και να κατασκευάζει κατοικίες. Από τότε μέχρι σήμερα, η λειτουργία του αφορά όσα είχαν σχεδιαστεί ή μείνει “ανοιχτά” πριν από το 2012: παρακολούθηση δανείων που είχαν ήδη εκδοθεί και ολοκλήρωση των έργων που είχαν ήδη αρχίσει.
Αντιπαροχή για “μικρούς παίκτες”
Πώς φτάσαμε όμως στο μεγάλο κενό της στεγαστικής πολιτικής; Το ελληνικό κράτος, παρότι είχε κάποια στεγαστική πολιτική, αυτή δεν ήταν ποτέ πολύ ισχυρή και οργανωμένη, αντίστοιχα με άλλες χώρες της Βόρειας και Κεντρικής Ευρώπης. Ποια ήταν η παρέμβαση του κράτους για να αποκτήσουν σπίτι οι Έλληνες; “Στην Ελλάδα το κράτος δεν ασχολήθηκε ποτέ ιδιαίτερα σοβαρά με τη στέγαση“, παρατηρεί ο επίκουρος καθηγητής Πολεοδομίας και Διαχείρισης Ακινήτων στην Πολυτεχνική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Νίκος Τριανταφυλλόπουλος. “Υπήρξαν ασφαλώς ο ΟΕΚ και κάποιες προσπάθειες να δημιουργηθούν στεγαστικές τράπεζες, όπως παλιότερα η Κτηματική και η Στεγαστική Τράπεζα και να διευκολυνθεί έτσι η έκδοση στεγαστικών δανείων. Όμως, η στεγαστική πολιτική ασκήθηκε κυρίως με έναν έμμεσο τρόπο, με την ενθάρρυνση της αντιπαροχής, αλλά και με καταπατήσεις και έπειτα νομιμοποιήσεις αυθαιρέτων. Η κοινωνική κατοικία, ενώ υπήρξε κι αυτή, δεν αναπτύχθηκε ποτέ σε τέτοια κλίμακα ώστε να κάνει σημαντική διαφορά”.
Παρόμοια είναι και η οπτική του ομότιμου καθηγητή Ανθρώπινης Γεωγραφίας στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Θωμά Μαλούτα: “Στην Ελλάδα είχαμε ένα αναπτυξιακό μοντέλο το οποίο ήταν αρκετά διαφορετικό από αυτό των ευρωπαϊκών βιομηχανικών χωρών, που έβλεπαν τη στέγαση ως έναν τρόπο για να εξασφαλίσουν την ύπαρξη και την επιβίωση των εργαζομένων”, λέει. “Στην Ελλάδα, η εποχή της μεγάλης γεωγραφικής μετακίνησης από την επαρχία προς τις πόλεις μεταπολεμικά δεν ήταν ακριβώς μια εποχή εκβιομηχάνισης: όσοι έφυγαν από την ύπαιθρο δεν έβρισκαν εύκολα δουλειά ούτε στις πόλεις -σχεδόν άλλοι τόσοι, άλλωστε, μετανάστευσαν στο εξωτερικό. Επομένως, ούτε το κράτος ούτε οι εργοδότες είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον να διατηρήσουν τους εργαζόμενους ευχαριστημένους και σε επαρκή αριθμό.
Σε αυτό το πλαίσιο, η στέγαση έγινε περισσότερο ατομικό και οικογενειακό μέλημα παρά δημόσιο. Έπρεπε να ‘στήσεις’ τη δική σου ιδιοκατοίκηση, λίγο-πολύ με τα δικά σου χέρια. Αντίστοιχα, το πολιτικό σύστημα φρόντισε να περιχαρακώσει τον τομέα της κατοικίας ως έναν χώρο που μπορούσαν να λειτουργήσουν και να αναπαράγονται οι μικροί παίκτες: ο μικρός οικοπεδούχος και ο μικρός κατασκευαστής. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990 ήταν πολύ δύσκολο για τις τράπεζες να εμπλακούν με τον στεγαστικό τομέα. Από την άλλη μεριά ο μικρός εργολάβος ήταν προστατευμένος από την είσοδο των μεγάλων κατασκευαστικών εταιρειών στην αγορά. Ο μεγάλος δεν είχε, ανά μονάδα, μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους από αυτό που είχε ο μικρός. Έτσι, οι μεγάλες κατασκευαστικές εταιρείες, που θα μπορούσαν να πραγματοποιήσουν μεγαλύτερα, κρατικά ή ιδιωτικά έργα κατοικιών εν πολλοίς απείχαν”.
Η αντιπαροχή, δηλαδή η ανταλλαγή γης με διαμερίσματα, ήταν μια συναλλαγή που επέτρεψε σε πολλούς Έλληνες να αποκτήσουν σπίτι χωρίς να το πληρώσουν με μετρητά και καθόρισε σε μεγάλο βαθμό την ανάπτυξη της Αθήνας και άλλων ελληνικών πόλεων. Το ντοκιμαντέρ “Χτίστες, νοικοκυρές και η οικοδόμηση της σύγχρονης Αθήνας” (2021), βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο της Ιωάννας Θεοχαροπούλου -αντίστοιχα η παραγωγή και η έκδοση χρηματοδοτήθηκαν από το Ίδρυμα Ωνάση-, καταγράφει με λεπτομέρεια την εποχή της αντιπαροχής, από τη δεκαετία του 1950 και έπειτα. Παρακολουθεί αρκετές προσωπικές ιστορίες, κυρίως οικοδόμων και εργολάβων και των συζύγων τους. Στη διάρκεια του ντοκιμαντέρ, ένας “χτίστης” αφηγείται το πώς κουβάλησε λάσπη με έναν τενεκέ από το ισόγειο, για να χτίσει τον έκτο όροφο μιας πολυκατοικίας. Μία από τις “νοικοκυρές” θυμάται πώς βοήθησε τον σύζυγό της να χτίσει το δικό τους σπίτι -έπρεπε να βιαστούν για να είναι έτοιμο πριν έρθει ο χειμώνας. Την ίδια εποχή δεν ήταν ασυνήθιστο οι οικοδόμοι να κάνουν τις δικές τους μικρές αισθητικές παρεμβάσεις στα σχέδια των πολυκατοικιών που ετοίμαζαν οι μηχανικοί -ένα συνηθισμένο παράδειγμα είναι τα μοτίβα των τοίχων έξω από τα παράθυρα των λουτρών.
Οι ανθρώπινες ιστορίες γύρω από το χτίσιμο της πόλης φανερώνουν εν πολλοίς την απουσία μιας σημαντικής κεντρικής παρέμβασης, ενός σχεδίου. Ωστόσο, αναδεικνύουν και την ιδιαιτερότητα της Αθήνας, τουλάχιστον στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. “Γυρίζοντας το ντοκιμαντέρ είδαμε μία-μία τις προκαταλήψεις μας για την Αθήνα να καταπέφτουν”, λέει ο Τάσος Λάγγης, ο οποίος μαζί με τον Γιάννη Γαϊτανίδη έγραψε το σενάριο και σκηνοθέτησε το φιλμ. “Είμαι ένας άνθρωπος περίπου 50 ετών και μεγάλωσα ακούγοντας συχνά για το κακό που έκανε η αντιπαροχή στις πόλεις, ότι η Αθήνα ‘δεν βλέπεται’. Με την εμπειρία του ντοκιμαντέρ όλο αυτό κατέρρευσε. Γνωρίσαμε ανθρώπους που τότε ήταν νέοι και χτυπημένοι από τη μεταπολεμική φτώχεια. Το μοναδικό πράγμα που ήθελαν ήταν ό,τι θέλουμε κι εμείς σήμερα: να ζήσουν με την οικογένειά τους σε ένα σπίτι με καλές συνθήκες, ασφαλείς υγειονομικές συνθήκες και με μια προοπτική προκοπής. Άρχισαν με αυτό το όνειρο, με αυτές τις ανάγκες και το κατάφεραν. Αυτή η οπτική της Αθήνας, ως μιας πόλης που χτίστηκε με βάση αυτά τα συναισθήματα και τις επιθυμίες, ήταν μια μεγάλη έκπληξη για εμένα. Η Αθήνα δεν μπορεί να συγκριθεί ούτε με πόλεις στην Τουρκία και στη Μέση Ανατολή, ούτε όμως με ευρωπαϊκές πόλεις, όπως η Ρώμη ή το Παρίσι. Είναι κάτι μοναδικό, το οποίο ίσως επειδή μας είναι τόσο οικείο έχει γίνει, κατά κάποιον τρόπο, αόρατο”.
Από την άλλη πλευρά, τα όποια μέτρα του κράτους για τη στέγαση ήταν περιορισμένα σε κλίμακα και εφαρμόζονταν πάντοτε στο περιθώριο -σπανιότερα οδήγησαν την ανάπτυξη των πόλεων ή της άλλαξαν κατεύθυνση. Εξάλλου, αφορούσαν μόνο συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού.
Κάποιες γνωστές παρεμβάσεις έγιναν για να αποκτήσουν γη οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία μετά το 1922, ενώ σε πολλές ελληνικές πόλεις χτίστηκαν προσφυγικοί οικισμοί (η Δημόσια Επιχείρηση Πολεοδομίας και Στέγασης που πραγματοποίησε μια επιτυχημένη ανάπλαση στα προσφυγικά του Ταύρου σταμάτησε κι αυτή να λειτουργεί το 2010). Το ελληνικό κράτος φρόντισε επίσης να στεγάσει κάποιους φοιτητές με τις φοιτητικές εστίες, να διευκολύνει τους άστεγους και, μέχρι πρόσφατα, τους πρόσφυγες το πρώτο διάστημα μετά την αναγνώριση του ασύλου.
Τι ήταν ο ΟΕΚ;
Ημεγαλύτερη, με διαφορά, ομάδα για τη στέγαση της οποίας μερίμνησε κάπως το ελληνικό κράτος ήταν οι μισθωτοί εργαζόμενοι. O OEK, ένας οργανισμός που λειτούργησε από το 1954 και για 58 ακόμη χρόνια, εισέπραττε από το ΙΚΑ ένα μικρό μέρος των εισφορών των εργοδοτών (στο 0,75% όταν έκλεισε) και του μισθού των εργαζομένων (1%), προκειμένου να πραγματοποιεί προγράμματα στέγασης. Ήταν δηλαδή ένας αυτοχρηματοδοτούμενος οργανισμός, που δεν επιβάρυνε τον κρατικό προϋπολογισμό, αφού οι εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών χρηματοδοτούσαν ολόκληρη τη δραστηριότητά του, ακόμη και τους μισθούς του προσωπικού.
Συνολικά, το ποσό από τις εισφορές αυτές ήταν σημαντικό, κοντά στα 650 εκατομμύρια ευρώ ετησίως τα τελευταία χρόνια πριν από το κλείσιμο, αλλά συνήθως το ΙΚΑ απέδιδε πολύ λιγότερα, συχνά λιγότερα από τα μισά. Ταυτόχρονα με το κλείσιμο του ΟΕΚ το 2012, καταργήθηκε η σχετική εισφορά των εργοδοτών, ενώ το 2020, οκτώ χρόνια αργότερα, καταργήθηκε η αντίστοιχη εισφορά των εργαζομένων.
Ο ΟΕΚ ήταν ένας μάλλον ασυνήθιστος οργανισμός στο πλαίσιο του ελληνικού Δημοσίου. Πριν από το κλείσιμο, εργάζονταν εκεί περίπου 730 εργαζόμενοι: μεταξύ τους ήταν 200 πολιτικοί μηχανικοί, αρχιτέκτονες, τοπογράφοι, γεωπόνοι ή γεωφυσικοί και 100 οικονομολόγοι, μαθηματικοί ή λογιστές. Μαζί με κάποιους συμβασιούχους και με τους μαθητευόμενους των προγραμμάτων stage, το προσωπικό είχε κάποια στιγμή προσεγγίσει τους 1.000 εργαζομένους σε τοπικά γραφεία, σε όλες τις περιφέρειες της χώρας.
Φυσικά, ο ΟΕΚ δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Αν υπήρχε κάτι ασυνήθιστο ήταν το ότι είχε σχετικά μικρή δραστηριότητα σε σύγκριση με άλλους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς οργανισμούς. Για παράδειγμα, αντίστοιχοι αυστριακοί και ολλανδικοί φορείς διαχειρίζονται (με πολύ διαφορετικά μοντέλα από το ελληνικό) περισσότερο από το 20% του συνόλου των κατοικιών στις χώρες τους. Όλοι οι σχετικοί οργανισμοί στην Ευρώπη συμμετέχουν στη συνομοσπονδία παρόχων κοινωνικής κατοικίας Housing Europe και συνολικά διαχειρίζονται σχεδόν 25 εκατομμύρια κατοικίες. Η Ελλάδα δεν συμμετέχει πια, παρά μόνο μέσω της Αναπτυξιακής Μείζονος Αστικής Θεσσαλονίκης, που εντάχθηκε τους τελευταίους μήνες έχοντας δημοσιεύσει μια σχετική μελέτη το 2020.
Όπως συμβαίνει συχνά με την ελληνική δημόσια διοίκηση, έτσι και στην περίπτωση του πρώην ΟΕΚ, τα δημόσια διαθέσιμα δεδομένα σπανίζουν. Σύμφωνα με υπολογισμούς που είχε κατά καιρούς δημοσιοποιήσει ο οργανισμός (χωρίς σχολαστική τεκμηρίωση) συνολικά 700.000 νοικοκυριά υποστηρίχθηκαν οικονομικά στο να αποκτήσουν ή να νοικιάσουν σπίτι όσο καιρό αυτός λειτουργούσε: 100.000 αγόρασαν έτοιμη κατοικία με δάνειο, 362.000 έχτισαν σπίτι με δάνειο, 238.000 επισκεύασαν το σπίτι τους με δάνειο και 100.000 (ή πιθανόν περισσότεροι) κάθε χρόνο λάμβαναν επίδομα ενοικίου συνολικού ύψους 1.000 έως 1.200 ευρώ. Αντίστοιχα, περίπου 500 οικισμοί κοινωνικών κατοικιών στεγάζουν μέχρι σήμερα περίπου 50.000 νοικοκυριά.
Ο ΟΕΚ έδινε περισσότερα δάνεια, απ’ ό,τι κατασκεύαζε κατοικίες. Τα δάνεια και τα επιδόματα συνήθως αποτελούσαν περισσότερο από το 70% των εξόδων του οργανισμού. Όμως κι αυτό δεν ίσχυε πάντοτε. Για παράδειγμα, μετά το 2007, όταν οι τρίτεκνοι αναγνωρίστηκαν ως πολύτεκνοι, τότε οι μισθωτοί τρίτεκνοι έγιναν αμέσως δικαιούχοι στεγαστικού δανείου. Τα έξοδα για δάνεια αυξήθηκαν ξαφνικά κατά επιπλέον 160-195 εκατ. ευρώ τον χρόνο και το μέρος των εξόδων του ΟΕΚ που αφορούσε δάνεια είχε εκτιναχθεί στο 95% μέσα σε δύο χρόνια.
Τα επιδόματα ενοικίου στα μέσα της δεκαετίας του 2000 κόστιζαν περισσότερο από 150 εκατ. ευρώ τον χρόνο. Όμως, τότε οι υπηρεσίες του Δημοσίου δεν “συνομιλούσαν” τόσο συχνά η μία με την άλλη και η διασταύρωση των στοιχείων των δικαιούχων ήταν πιο δύσκολη. Εργαζόμενοι στον πρώην οργανισμό λένε ότι “η διαδικασία της διασταύρωσης ίσως δεν ήταν πάντα εξαντλητική”. Από την άλλη μεριά, το 2012 η Ελλάδα έμεινε χωρίς καμία επιδότηση του ενοικίου για πέντε χρόνια μέχρι το 2017. Τότε θεσπίστηκε ένα νέο, χαμηλό επίδομα, ως όρος του μνημονίου, και δίνεται μέχρι σήμερα από τον ΟΠΕΚΑ.
Συγκριτικά με το σύνολο των κατοικιών στη χώρα, οι κατοικίες που κατασκεύασε ο ΟΕΚ είναι λίγες και, επομένως, δεν έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην ανάπτυξη των ελληνικών πόλεων. Αλλά άφησαν αποτύπωμα, κυρίως στις πιο μικρές πόλεις. Οι κατοικίες αυτές συνήθως χτίζονταν μακριά από το κέντρο και, επομένως, ήταν ένας έμμεσος τρόπος να επεκταθούν οι πόλεις προς μια κατεύθυνση. Μια σειρά από απαραίτητες εγκαταστάσεις, όπως το δίκτυο ηλεκτροδότησης ή η αποχέτευση, έφτασαν σε αρκετές περιοχές της Ελλάδας προκειμένου να εξυπηρετήσουν τους δικαιούχους του ΟΕΚ. Αφού υπήρχε νερό, ρεύμα και αποχέτευση, πολύ περισσότεροι έχτιζαν στις ενδιάμεσες περιοχές.
Ο πρώην OEK διαχειριζόταν τη γη (σε κάποιες περιπτώσεις την αγόραζε), την ενέτασσε στο σχέδιο πόλης αν ήταν εκτός, εκπονούσε πολεοδομική μελέτη, δημοπρατούσε την κατασκευή και την επέβλεπε. Έπειτα επέλεγε, μέσω κλήρωσης, τους δικαιούχους και καθόριζε το τίμημα που αυτοί θα πλήρωναν.
Οι κατοικίες του ΟΕΚ, συνήθως εμβαδού 80 έως 130 τ.μ. σε διώροφα ή τετραώροφα κτήρια, υπάρχουν σε οικισμούς σε όλη την επικράτεια. Παρότι οι δύο πιο μεγάλοι, με διαφορά, οικισμοί τους οποίους έχτισε ο ΟΕΚ βρίσκονται στην Αττική, οι κοινωνικές κατοικίες είναι περισσότερες στην περιφέρεια.
Η ελληνική εκδοχή της κοινωνικής κατοικίας εστίαζε σχεδόν αποκλειστικά στην ιδιοκτησία και την ιδιοκατοίκηση. Στις περισσότερες χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης οι κοινωνικές κατοικίες διατίθενται συνήθως προς ενοικίαση, δημιουργώντας μία, κατά κάποιον τρόπο, παράλληλη αγορά, που “ανταγωνίζεται” τα ενοίκια της ελεύθερης αγοράς -και πιθανόν συμβάλλει στο να μειωθούν. Επιπλέον, μια τέτοια αγορά ενοικιαζόμενης κοινωνικής κατοικίας δημιουργεί ένα “απόθεμα” κατοικιών, το οποίο το κράτος μπορεί να παραχωρεί, με χαμηλό ενοίκιο, σε όσους πληρούν τα σχετικά κριτήρια κάθε χρονική στιγμή. Στην Ελλάδα, οι κοινωνικές κατοικίες παραχωρούνταν στον δικαιούχο έναντι χαμηλού αντιτίμου, και αφότου το πλήρωνε γινόταν ο ίδιος ιδιοκτήτης τους, ανεξάρτητα από την οικονομική κατάστασή του αργότερα.
Επομένως, η στιγμή που θα γινόταν η κλήρωση για τους δικαιούχους είχε ξεχωριστή σημασία. Αρκετοί από τους συνομιλητές μας για τις ανάγκες αυτού του άρθρου περιέγραψαν, όχι χωρίς ειρωνεία, αυτή την περίοδο σαν “μια μεγάλη γιορτή”, όπου “εμφανίζονταν όλες οι αρχές του κράτους”.
Πόσο όμως θα πλήρωναν τελικά οι δικαιούχοι για το καινούργιο σπίτι τους; Είναι κάτι που το μάθαιναν μετά από πολύ καιρό. Μετά την κλήρωση άρχιζε η διαδικασία υπολογισμού του κόστους της κατασκευής και καθορισμού του αντιτίμου της κάθε κατοικίας. Το προσωπικό του ΟΕΚ συνυπολόγιζε το κόστος της γης και της ανέγερσης του οικισμού και της κατοικίας, και υπολόγιζε ένα ενιαίο κόστος ανά τ.μ. για τους κατοίκους του κάθε οικισμού. Τη δεκαετία του 2000 αυτό το κόστος ήταν συνήθως κοντά στα 400 ευρώ, παρότι υπήρχαν οικισμοί που χρεώνονταν πολύ περισσότερο, ακόμα και περισσότερο από τα διπλάσια. Ήταν μια χρονοβόρα διαδικασία. Ο καθορισμός του κόστους μπορεί να διαρκούσε αρκετά χρόνια και, στο μεταξύ, ο δικαιούχος πλήρωνε ένα αντίτιμο κάθε μήνα, έναντι. Δεν ήταν ασυνήθιστο δικαιούχοι ή σύλλογοι οικιστών να ισχυρίζονται ότι η κατοικία τους ή ο οικισμός τους έχει κακοτεχνίες και να διεκδικούν χαμηλότερο αντίτιμο, αφότου είχαν ήδη μετακομίσει.
Την τελευταία δεκαετία, οι, πολύ λιγότεροι, εργαζόμενοι του πρώην ΟΕΚ (και αναλογικά, ακόμα λιγότεροι μηχανικοί) που έχουν παραμείνει στη ΔΥΠΑ ουσιαστικά διαχειρίζονται μόνο ανοιχτές υποθέσεις. Από τη φύση των ρυθμίσεων που θεσπίστηκαν στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας, καταλαβαίνει κάποιος ότι η διαχείριση που ασκούσε ο οργανισμός δεν ήταν πάντα ιδανική. Πέντε χρόνια μετά το κλείσιμο, το 2017, ορίστηκε μέγιστη τιμή ανά τ.μ. για τους οικισμούς που δεν είχαν ακόμη τιμολογηθεί και ανακοινώθηκαν πολύ ευνοϊκές ρυθμίσεις για όσους ακόμη χρωστούσαν.
Πολλά από τα δάνεια του ΟΕΚ ήταν “κόκκινα”. Το 2018 ρυθμίστηκαν με πολύ ευνοϊκές ρυθμίσεις και με κούρεμα τόκων υπερημερίας. Ταυτόχρονα, παραμένει μέχρι σήμερα ο γρίφος της αξιοποίησης της αρκετά μεγάλης περιουσίας του πρώην ΟΕΚ: σύμφωνα με ανεπίσημους υπολογισμούς, πρόκειται για εκτάσεις τουλάχιστον 4.500 στρεμμάτων σε όλη την Ελλάδα, συνήθως δωρεές δήμων ή περιφερειών, στην πολύ μεγάλη πλειοψηφία τους εκτός σχεδίου πόλης.
Ένα χωριό από το μέλλον
Υπάρχει ένα “παιδί” της ελληνικής στεγαστικής πολιτικής, που σήμερα έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον. Βόρεια της Αθήνας, στην Πεύκη, βρίσκεται το Ηλιακό Χωριό, δηλαδή 435 κατοικίες, οργανωμένες σε κτήρια δύο, τεσσάρων και έξι ορόφων. Πρόκειται για τον δεύτερο μεγαλύτερο οικισμό του ΟΕΚ, μετά το Ολυμπιακό Χωριό με τις 2.300 κατοικίες. Το Ηλιακό Χωριό σχεδιάστηκε την περίοδο 1978 έως 1981 από το γραφείο του αρχιτέκτονα Αλέξανδρου Τομπάζη και κατασκευάστηκε μέχρι το 1989 με τέτοιο τρόπο ώστε τα κτήρια να είναι ενεργειακά αποδοτικά με πολλούς, καινοτόμους τρόπους.
Τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 δεν υπήρχε η συζήτηση περί κλιματικής αλλαγής και ήμασταν πολύ μακριά από τους αλλεπάλληλους κύκλους των σημερινών προγραμμάτων “Εξοικονομώ”. Όμως τότε ο κόσμος άφηνε πίσω του δύο μεγάλες πετρελαϊκές κρίσεις. “Tο Ηλιακό Χωριό ήταν ένα πιλοτικό έργο στα σπάργανα της ενασχόλησης με την ‘ηλιακή’ όπως ονομάστηκε αρχικά αρχιτεκτονική ή τον βιοκλιματικό σχεδιασμό, όπως τον αποκαλούμε σήμερα“, λέει ο αρχιτέκτονας Άκης Τηλεμάχου, ο οποίος είναι σήμερα συνεργάτης του γραφείου Τομπάζη. Στο “χωριό” συνυπήρχαν συστήματα μόνωσης μαζί με, ιδιαίτερα καινοτόμα για την εποχή, “ενεργητικά συστήματα”, που σχεδιάστηκαν για να παρέχουν θέρμανση και ζεστό νερό στις κατοικίες εξοικονομώντας ενέργεια. Τότε χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα τεχνολογίες όπως το αποκεντρωμένο σύστημα αντλιών θερμότητας, συλλέκτες αέρος, επίπεδοι συλλέκτες νερού, διεποχιακή αποθήκευση θερμότητας με συλλέκτες νερού και μια μεγάλη υδατοδεξαμενή όγκου 600 κυβικών μέτρων.
Τα “ενεργητικά” συστήματα αυτά είχαν σχεδιαστεί ως μια πιθανή απάντηση στις πετρελαϊκές κρίσεις: με πιο ενεργειακά αποδοτικές κατοικίες οι άνθρωποι ήταν λιγότερο εξαρτημένοι από την τιμή του πετρελαίου και από το καρτέλ του ΟΠΕΚ. Το ενδιαφέρον μάλιστα για το πόσο καλά μπορεί να λειτουργούν οι πρωτοπόρες ενεργειακές κατοικίες ήταν ευρύτερο: το γερμανικό Υπουργείο Έρευνας και Τεχνολογίας πλήρωσε το μεγαλύτερο μέρος του κόστους της μελέτης για την ανάπτυξη του Ηλιακού Χωριού. Αντίστοιχα, ερευνητές του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης μετρούσαν, τα πρώτα χρόνια μετά τα εγκαίνια, την απόδοση των συστημάτων.
Μια βόλτα στο Ηλιακό Χωριό σήμερα μαρτυρά ότι τα περισσότερα από αυτά τα συστήματα δεν δουλεύουν όπως σχεδιάστηκαν -κάποια δεν λειτούργησαν ποτέ. Στις ταράτσες των σπιτιών τα περισσότερα ηλιακά πάνελ είναι φθαρμένα. Άλλα έχουν πλέον απομακρυνθεί· οι σιδεριές στις οποίες στηρίζονταν χάσκουν γυμνές και σε κάποιες από αυτές οι κάτοικοι έχουν στερεώσει συμβατικούς ηλιακούς θερμοσίφωνες. Σποραδικά εμφανίζονται πεταμένα μονωτικά υλικά. Τελικά, το 2019 το Ηλιακό Χωριό έκανε ό,τι θεωρητικά δεν είχε ανάγκη να κάνει: συνδέθηκε με το δίκτυο του φυσικού αερίου.
Γιατί όμως, παρότι η αρχική ιδέα πίσω από την κατασκευή του Ηλιακού Χωριού με τα χρόνια γινόταν ολοένα και πιο επίκαιρη, το ίδιο το χωριό φαινόταν να την εγκαταλείπει; Οι πρώτες αξιολογήσεις του ΑΠΘ διαπίστωναν ότι οι κάτοικοι, παρότι είχαν εκπαιδευτεί γύρω από τα συστήματα που είχαν τότε εγκατασταθεί, δυσκολεύονταν να τα λειτουργήσουν με σωστό τρόπο. Τοποθετούσαν έπιπλα στους νότιους τοίχους, τα οποία “έκλειναν” τους τοίχους θερμικής αποθήκευσης σε κάποια από τα κτήρια του οικισμού και έτσι τον χειμώνα τα σπίτια ήταν πιο κρύα. “Αν κάποιος αφήνει τα παντζούρια κλειστά ή την τέντα κατεβασμένη στον χώρο του ‘θερμοκηπίου’ κατά τη διάρκεια μιας χειμωνιάτικης μέρας ή έχει τοποθετήσει έπιπλα ή πράγματα που σκιάζουν π.χ. τον πάγκο νερού, γιατί αυξήθηκαν οι ανάγκες της οικογενείας του σε χώρους, θα υπάρξει μείωση του κέρδους θερμότητας που περιμένουμε“, εξηγεί ο Άκης Τηλεμάχου.
Από την άλλη πλευρά, πόσο εύκολο ήταν οι άνθρωποι που ζούσαν εκεί να έχουν τον νου τους σε όλα αυτά τα άγνωστα και απαιτητικά συστήματα, ενώ παράλληλα συνέχιζαν τις δουλειές τους και τις ζωές τους; Και, όσο οι σχετικές τεχνολογίες βελτιώνονταν, γιατί δεν αναβαθμίστηκαν τα ίδια τα συστήματα; “Πέραν της συντήρησης των έργων ή της κατάρτισης των κατοίκων, έργα των οποίων η λειτουργία ή και η ίδια η φύση βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε εκτενή χρήση μηχανολογικών ή άλλων τεχνολογιών, κινδυνεύουν εύκολα να θεωρηθούν παρωχημένα με τους σύγχρονους ρυθμούς εξέλιξης των αντίστοιχων τεχνολογιών. Για να εξασφαλίζεται η λειτουργία τους, θα πρέπει να εξασφαλίζεται και η ενημέρωση ή η αναβάθμισή τους. Επιπλέον τα τελευταία χρόνια είχαμε σχετικά φθηνή ενέργεια”, λέει ο Άκης Τηλεμάχου.
Ωστόσο, θα ήταν άδικο το αποτύπωμα του Ηλιακού Χωριού να περιοριστεί μόνο στα συστήματα που δεν λειτούργησαν. Είναι σίγουρα ενδιαφέρον, ίσως το πιο ενδιαφέρον, ότι το ελληνικό κράτος έκανε μια τέτοια υπέρβαση. Είχε την ικανότητα να φανταστεί και να προκρίνει, ακόμη και κατ’ εξαίρεση της συνηθισμένης δραστηριότητας του ΟΕΚ, την κατασκευή ενός τέτοιου οικισμού εκείνη την περίοδο.
Πέρα από αυτό, το Ηλιακό Χωριό παραμένει περισσότερο από 30 χρόνια αργότερα ένας ζωντανός οικισμός. Τα κτήρια έχουν σωστό προσανατολισμό, είναι οργανωμένα σε κομψά οικοδομικά τετράγωνα με επαρκή δημόσιο χώρο, με πλατείες και αίθρια -πράγματα τα οποία σπανίζουν στις ελληνικές πόλεις. Είναι επίσης πιθανό να συνέβαλε στο “ζωντάνεμα” ολόκληρης της περιοχής. Περπατώντας από το Μαρούσι προς την τοποθεσία του, επί πολλά οικοδομικά τετράγωνα τα περισσότερα κτήρια φαίνεται να έχουν χτιστεί τουλάχιστον μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1980, παράλληλα ή αργότερα από τον οικισμό.
Όπως ένας μυς του ανθρώπινου σώματος, έτσι και μια κρατική υπηρεσία, αν μείνει αδρανής για πολύ καιρό ατροφεί. Μετά το κλείσιμο του ΟΕΚ το 2012 και τη μη αντικατάστασή του από κάτι άλλο, το ελληνικό κράτος έχασε τη δυνατότητα να “τρέχει” αντίστοιχα έργα. Δεν μπορεί πια να ασκεί στεγαστική πολιτική και, μέσα από αυτή, να επιδρά θετικά στην ανάπτυξη των πόλεων, να φαντάζεται ένα βιώσιμο μέλλον και να προσαρμόζεται σε αυτό.
——-
Μετά από μια δεκαετία χωρίς στεγαστική πολιτική, ήρθε μια δύσκολη στεγαστική κρίση. Πώς μπορεί να σχεδιαστούν τα κατάλληλα μέτρα από το μηδέν, αποφεύγοντας τα λάθη του παρελθόντος; Ποιος θα τα εφαρμόσει, πόσοι και ποιοι άνθρωποι; Πόσα χρήματα χρειάζονται και πώς μπορεί να βρεθούν, αλλά και να έχουν τον μικρότερο δυνατό δημοσιονομικό αντίκτυπο; Και, τελικά, μετά την εμπειρία των μνημονίων, μπορεί να ξαναβρεί το ελληνικό κράτος την ικανότητά του να υπερβεί την εποχή του, αυτή τη φορά με επιτυχία;
Είναι ένα σημαντικό πρώτο βήμα, το να γίνουν οι παραπάνω ερωτήσεις και να απασχολήσουν τον δημόσιο διάλογο. Όμως, πώς μπορεί να μοιάζουν οι απαντήσεις; Σε αυτό το σημείο, είναι χρήσιμο κάποιος να στρέψει το βλέμμα του έξω από τη χώρα, στην υπόλοιπη Ευρώπη. Διαφορετικές χώρες έχουν άλλους τρόπους να ασκούν στεγαστική πολιτική, οι οποίοι σχηματίστηκαν σε διαφορετικές συνθήκες. Είναι δύσκολο, και πιθανόν καταδικασμένο να αποτύχει, τα μέτρα που πήρε μια χώρα να μεταφερθούν αυτούσια στο περιβάλλον μιας άλλης. Όμως, οι διαφορετικές οπτικές πάνω στο ζήτημα της στέγασης φανερώνουν τα προβλήματα που πρέπει να λυθούν και τις επιλογές που υπάρχουν.
Ενοικιαζόμενες κοινωνικές κατοικίες στην Αυστρία
Το 1995 ο “starchitect” Ζαν Νουβέλ, που μεταξύ άλλων έχει σχεδιάσει τη Φιλαρμονική του Παρισιού και την επέκταση του Εθνικού Μουσείου Τέχνης στη Μαδρίτη, παρέδωσε τα σχέδιά του για την αναμόρφωση του πρώτου από τους τέσσερις πύργους του Gasometer. Σχεδόν ταυτόχρονα, ακόμη τρεις αυστριακοί αρχιτέκτονες παρέδωσαν αντίστοιχα σχέδια για τους υπόλοιπους τρεις πύργους. Τα Gasometers, τέσσερις μεγάλες, κυκλικές δεξαμενές γκαζιού (με ύψος 70 και διάμετρο 60 μέτρα η καθεμία) κοντά στο κέντρο της Βιέννης χτίστηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα. Όμως, στα μέσα της δεκαετίας του 1990 ήταν έρημες ήδη επί περισσότερα από 30 χρόνια.
Τα σχέδια του Νουβέλ και των υπόλοιπων αρχιτεκτόνων προέβλεπαν την αναμόρφωση των δεξαμενών σε χώρους συναυλιών, εμπορικά κέντρα, κινηματογράφους, γυμναστήρια, φοιτητικές εστίες και κατοικίες. Το έργο ολοκληρώθηκε τελικά έξι χρόνια αργότερα και μεταμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό ολόκληρη την περιοχή. Σήμερα, αποτελεί από μόνο του μια ζωντανή γειτονιά όπου κινούνται καθημερινά ή κατοικούν περισσότεροι από 4.000 άνθρωποι. Ο χώρος έχει αποκτήσει πλέον και τουριστικό ενδιαφέρον: εκεί πραγματοποιούνται τακτικά ξεναγήσεις για όσους θέλουν να μάθουν περισσότερα για τις παλιές δεξαμενές και για την ανάπλασή τους.
Ωστόσο, αξίζει κάποιος να σταθεί λίγο περισσότερο στις κατοικίες μέσα στα Gasometers. Από τις 800 συνολικά κατοικίες, οι περισσότερες, περίπου 600, είναι κοινωνικές κατοικίες. Ιδιοκτήτης είναι ο δήμος της Βιέννης και τα διαμερίσματα διατίθενται για ενοικίαση σε δικαιούχους των αντίστοιχων προγραμμάτων κοινωνικής στέγασης. Οι ενοικιαζόμενες κοινωνικές κατοικίες είναι κάτι μάλλον συνηθισμένο στην Αυστρία. Στη Βιέννη, μια πόλη 1,9 εκατομμυρίων κατοίκων, ο δήμος καθώς και κάποιοι μη κερδοσκοπικοί συνεταιρισμοί διαχειρίζονται περίπου 200.000 ενοικιαζόμενες κοινωνικές κατοικίες. Σε ολόκληρη τη χώρα, 1 στις 5 κατοικίες είναι ενοικιαζόμενη κοινωνική κατοικία, ενώ η Αυστρία είναι μία από τις μόλις έξι χώρες του ΟΟΣΑ όπου, από το 2010 μέχρι το 2018, το ποσοστό αυτών των κατοικιών αναλογικά με το σύνολο αυξήθηκε. Τα κριτήρια για τους δικαιούχους ενοικίασης κοινωνικών κατοικιών είναι ιδιαίτερα γενναιόδωρα: έχει υπολογιστεί ότι περιλαμβάνουν τη μεγάλη πλειοψηφία, περίπου 80%, των νοικοκυριών στη χώρα.
“Το σύστημα κοινωνικής στέγασης στην Αυστρία άρχισε με την εκβιομηχάνιση”, εξηγεί η πρέσβης της χώρας στην Αθήνα, Ερμίνε Πόπελερ. “Σε κάποια μέρη, όπως στη Στυρία, η ανάπτυξη αυτή συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με τη βιομηχανία: εκεί υπήρχε μεγάλη ανάγκη για εργάτες στα ορυχεία. Από την άλλη πλευρά, η Βιέννη, ως έδρα του οίκου των Αψβούργων στις αρχές του 19ου αιώνα ήταν πολύ ελκυστική για τους ανθρώπους να μείνουν και να εργαστούν. Επομένως δημιουργήθηκε και εκεί μια σημαντική ανάγκη για στέγαση. Η πόλη της Βιέννης αποφάσισε τότε να αρχίσει το σύστημα της κοινωνικής κατοικίας ενώ, παράλληλα, δημιουργήθηκαν και οι πρώτοι συνεταιρισμοί”.
Πώς λειτουργεί όμως στην πράξη ένα τόσο παλιό σύστημα, όπου η παρέμβαση του κράτους είναι τόσο σημαντική; Πώς οργανώνεται; “Η κάθε πόλη έχει τα δικά της κριτήρια για τους δικαιούχους“, εξηγεί η Ερμίνε Πόπελερ. “Οι εκατοντάδες μη κερδοσκοπικοί συνεταιρισμοί στέγης χρηματοδοτούνται μέσω ειδικών δανείων από στεγαστικές τράπεζες. Εισπράττουν επίσης εισφορές από τους δήμους και φυσικά εισπράττουν τα ενοίκια που πληρώνουν οι δικαιούχοι. Με αυτό τον τρόπο έχουν κεφάλαιο που το χρησιμοποιούν για τη διαχείριση των κατοικιών και για τις απαραίτητες επενδύσεις σε υποδομές”.
Παρότι η Αυστρία επιδοτεί κάποια δάνεια ή σπανιότερα παρέχει χρηματοδότηση για την απόκτηση σπιτιού σε πολύ φτωχά νοικοκυριά, η βάση της αυστριακής στεγαστικής πολιτικής είναι οι ενοικιαζόμενες κοινωνικές κατοικίες. Είναι μάλλον αναμενόμενο ότι τα ενοίκια, που καθορίζονται κυρίως από την περιοχή και από το κόστος κατασκευής της κοινωνικής κατοικίας είναι αισθητά χαμηλότερα από αυτά της ελεύθερης αγοράς. Πρόκειται για μια παράλληλη αγορά ακινήτων. Επηρεάζει άραγε αυτό τις τιμές στην ελεύθερη αγορά; “Σίγουρα, υπάρχει μια σύνδεση της κρατικά επιδοτούμενης αγοράς κατοικίας με την ελεύθερη”, λέει η Ερμίνε Πόπελερ. “Αυτό βέβαια δεν ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις. Για παράδειγμα, οι τιμές των πολυτελών κατοικιών ακολουθούν τη διεθνή αγορά πολυτελών κατοικιών χωρίς να επηρεάζονται από ό,τι συμβαίνει στην κοινωνική κατοικία”.
Συνδυασμός πολλών παρεμβάσεων στη Γαλλία
ΗΓαλλία είναι κι αυτή μια χώρα με ιδιαίτερα ανεπτυγμένο σύστημα ενοικιαζόμενων κοινωνικών κατοικιών: περίπου 14% του συνόλου των κατοικιών στη χώρα λειτουργούν με αυτό τον τρόπο. Ωστόσο, η χρηματοδότηση του συστήματος διαφέρει από την αντίστοιχη της Αυστρίας. “Υπάρχει ένας ειδικός μηχανισμός, το 1% των μισθών για τη στέγη”, λέει ο Γάλλος πολεοδόμος, αναπληρωτής καθηγητής στο τμήμα real estate του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον, Αρτούρ Ακολέν. “Πλέον βέβαια η εισφορά για την κοινωνική κατοικία έχει μειωθεί στο 0,45%, αλλά έχει μείνει το όνομα. Αυτό το ποσοστό κρατείται από όλους τους μισθούς που πληρώνονται στη χώρα από επιχειρήσεις ενός μεγέθους και πάνω, και παρέχει κεφάλαιο στην ενοικιαζόμενη κοινωνική κατοικία. Ένα μικρότερο μέρος του χρησιμοποιείται για την υποστήριξη της αγοράς κατοικίας. Οι επιχειρήσεις έχουν επίσης κάποιο λόγο στο πώς μοιράζονται αυτά τα χρήματα και κάποιες φορές ζητούν επιπλέον προνόμια για τους εργαζόμενους του κλάδου τους”.
Πρόκειται επίσης για ένα σύστημα νεότερο από αυτό της Αυστρίας. Σχεδόν ταυτόχρονα με την ανοικοδόμηση μετά τον πόλεμο, οι Γάλλοι μετακινήθηκαν μαζικά από την περιφέρεια προς τις πόλεις, δημιουργώντας έτσι νέες ανάγκες στέγασης. Για να ικανοποιηθούν οι νέες ανάγκες, τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 οι αρχές κατασκεύασαν τεράστια συγκροτήματα κοινωνικών κατοικιών με εκατοντάδες διαμερίσματα το καθένα στα προάστια των γαλλικών πόλεων. Πολλά από αυτά τα συγκροτήματα εξελίχθηκαν σε γκέτο. “Παρότι έχουν γίνει νεότερες επενδύσεις στην εκ νέου ανάπτυξη, είναι γεγονός ότι σε πολλά από αυτά τα πρώτα συγκροτήματα σήμερα υπάρχει φτώχεια και παραβατικότητα”, εξηγεί ο Αρτούρ Ακολέν.
Ωστόσο, η ιστορία δεν τελειώνει εκεί. Από τις περίπου 5 εκατομμύρια κοινωνικές κατοικίες που λειτουργούν στη Γαλλία, πολλές, περίπου 2 εκατομμύρια, προστέθηκαν τα τελευταία 20 χρόνια. “Πρόκειται συνήθως για πιο μικρά συγκροτήματα 10, 20 ή 30 διαμερισμάτων, διάσπαρτα σε περιοχές των πόλεων, ακόμα και σε πιο ακριβές περιοχές στο κέντρο του Παρισιού. Γίνεται μεγάλη προσπάθεια πλέον να πραγματοποιούνται μικρότερα έργα, πιο ενταγμένα στην κάθε περιοχή όπου αναπτύσσονται. Επιπλέον, και τα μεγαλύτερα καινούργια έργα διαθέτουν κατοικίες τόσο στην ελεύθερη αγορά όσο και στην κρατικά επιδοτούμενη”, λέει ο Αρτούρ Ακολέν και αναφέρεται σε ένα έργο που βρίσκεται σε εξέλιξη, στη συνοικία Clichy-Batignolles στο Παρίσι.
Στον χώρο ενός παλιού αμαξοστασίου, σε μια έκταση 540 στρεμμάτων στο 17ο διαμέρισμα του Παρισιού λειτουργούν ήδη τα νέα δικαστήρια, ένας ουρανοξύστης ύψους 160 μέτρων που σχεδίασε ο Ρέντσο Πιάνο. Απέναντι από τα δικαστήρια, γύρω από ένα μεγάλο πάρκο 100 στρεμμάτων όπου βρίσκονται τρία κρατικά θέατρα, γραφεία, σχολεία και καταστήματα, κατασκευάζονται 3.400 κατοικίες, με τις μισές από αυτές να ενοικιάζονται, ή να είναι προγραμματισμένο να ενοικιαστούν ως κοινωνικές κατοικίες. Οι δικαιούχοι επιλέγονται με πολλά, διαφορετικά κριτήρια ανά περιοχή και για ένα τέτοιο καινούργιο διαμέρισμα σε ελκυστική τοποθεσία η αναμονή μέχρι να μετακομίσουν στο νέο σπίτι τους μπορεί να ξεπεράσει τα πέντε χρόνια.
Φυσικά, το να υπάρχουν κοινωνικές κατοικίες σε δημοφιλείς περιοχές δεν έχει μόνο θετικά. Έφερε και ένα περίεργο είδος παραβατικότητας: “Ο γαλλικός Τύπος έχει γράψει για περιπτώσεις δικαιούχων που νοίκιαζαν ‘δεύτερο χέρι’ κοινωνικές κατοικίες μέσω Airbnb και βεβαίως πλήρωσαν πρόστιμο. Μετά από αυτές τις περιπτώσεις οι δήμοι έθεσαν κάποιους επιπλέον περιορισμούς”, λέει ο Αρτούρ Ακολέν.
Ταυτόχρονα, με την ενοικίαση σπιτιών, το γαλλικό κράτος δίνει επίσης ένα αρκετά σημαντικό επίδομα ενοικίου, το οποίο δικαιούνται περίπου τα μισά νοικοκυριά που ζουν στο ενοίκιο, ακόμα και στις κοινωνικές κατοικίες. Το επίδομα αυτό κυμαίνεται από το ένα τρίτο έως το μισό του συνόλου του ενοικίου.
Σε κάποιο βαθμό όλα αυτά τα μέτρα, μαζί με άλλους παράγοντες, είναι πιθανό να αποδίδουν: το ποσοστό των ενοικιαστών που πληρώνουν περισσότερο από το 40% του εισοδήματός τους στο ενοίκιο είναι σχετικά μικρό -8% στις πόλεις, 3% στην περιφέρεια.
Ωστόσο, παρότι το γαλλικό σύστημα είναι σε κάποιο βαθμό αυτοχρηματοδοτούμενο -λόγω του “1% των μισθών για τη στέγη”- είναι επίσης ιδιαίτερα παρεμβατικό και πολυδάπανο. Θα μπορούσε να είναι διαφορετικά; “Δεν υπάρχει μαγική λύση”, εκτιμάει ο Αρτούρ Ακολέν. “Η στέγη είναι ακριβή και είναι επίσης ακριβό να συντηρηθεί. Αν θέλεις να είναι σε μια καλή τοποθεσία, η τιμή της γης είναι επίσης ακριβή. Επομένως πρέπει να βρεις τρόπους να βγαίνει αυτή η εξίσωση, πράγμα που σημαίνει τη δέσμευση σημαντικών πόρων. Στις ΗΠΑ, όπου ζω και εργάζομαι, κυκλοφορεί πολύ η ιδέα ότι αν κάνεις την αγορά να λειτουργήσει ή αν βρεις τα κατάλληλα κίνητρα δεν χρειάζεται να ξοδέψεις τόσα πολλά. Όμως, όταν σε κάθε περίπτωση το εισόδημα του νοικοκυριού δεν επαρκεί για να πληρώσει το κόστος της στέγης, πρέπει να βρεις κάποιον τρόπο να το επιδοτήσεις. Αυτός ο τρόπος μπορεί να είναι, λίγο ή πολύ, έμμεσος αλλά και αυτό ακόμα κοστίζει”.
Η διαφορετική περίπτωση της Ισπανίας
Ησυζήτηση με την Ισπανίδα Κλάρα Μαρτίνεζ-Τολεδάνο, επίκουρη καθηγήτρια χρηματοοικονομικών στο Imperial College του Λονδίνου έφτασε κάποια στιγμή στα επιδόματα ενοικίου. “Έχω αμφιβολίες σχετικά με την αποτελεσματικότητα των επιδομάτων ενοικίου”, λέει. “Οι ιδιοκτήτες, εφόσον γνωρίζουν ότι οι ενοικιαστές λαμβάνουν το επίδομα, έχουν την επιλογή να το ενσωματώσουν αργά ή γρήγορα στο ποσό του ενοικίου. Έτσι είναι πιθανό το επίδομα, ή ένα μέρος του, να καταλήγει τελικά στον ιδιοκτήτη και όχι στον ενοικιαστή που αντιμετωπίζει βασικά το πρόβλημα”.
Τα αντίστοιχα επιδόματα ενοικίου θεσπίστηκαν σχετικά πρόσφατα στην Ισπανία και, προς το παρόν, καλύπτουν μόνο κάποια χαμηλά εισοδήματα και ένα μικρό μέρος του ενοικίου, ειδικά στις πόλεις. “Τελικά, το μέτρο δεν επηρέασε πολλούς ανθρώπους επειδή υπάρχουν όλοι αυτοί οι περιορισμοί”, λέει η Μαριόνα Σεγκού, επίκουρη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο CY Cergy στο Παρίσι, η οποία έχει ασχοληθεί εκτενώς με το θέμα της στέγασης. “Το μέτρο αυτό είχε μάλιστα και συγκεκριμένο προϋπολογισμό, οπότε πολλοί το ζήτησαν αλλά κάποια στιγμή τελείωσαν τα χρήματα και χρειάστηκε να βρεθούν νέοι πόροι”.
Η Ισπανία, όπως και η Ελλάδα, με τα μέτρα που θέσπισε διαχρονικά, ενθάρρυνε τους ανθρώπους να αποκτήσουν ή να χτίσουν σπίτι, και όχι να νοικιάσουν. “Η αγορά σπιτιού είναι κάπως σαν ‘το ισπανικό όνειρο’, κάθε Ισπανός ονειρευόταν να έχει ένα σπίτι”, εξηγεί η Μαριόνα Σεγκού. “Υπάρχει μια παροιμία στα ισπανικά που λέει ότι ‘τα τούβλα δεν πέφτουν ποτέ’ εννοώντας ότι η επένδυση σε ένα σπίτι είναι πάντα καλή, επειδή είναι ασφαλής. Αλλά δεν είναι μόνο μια ασφαλής επένδυση, είναι και κερδοφόρα. Αυτή την κουλτούρα την ενθάρρυναν επίσης οι κυβερνήσεις. Αυτά φυσικά τα λέγαμε πριν από την κρίση. Η Ισπανία υπέφερε πολύ την προηγούμενη δεκαετία από μια φούσκα στην κατασκευή κατοικιών και στα στεγαστικά δάνεια, η οποία έσκασε με μαζικούς πλειστηριασμούς”.
Αφού οι Ισπανοί ήθελαν να γίνουν ιδιοκτήτες, οι κυβερνήσεις τούς βοηθούσαν. Η στεγαστική πολιτική του κράτους ήταν κι αυτή προσανατολισμένη στην ιδιοκτησία. Το κράτος κυρίως επιδοτούσε δάνεια και έχτιζε σπίτια τα οποία αργότερα παραχωρούσε σε δικαιούχους. Σήμερα, τρεις στους τέσσερις Ισπανούς έχουν ιδιόκτητο σπίτι, ποσοστό επίσης αντίστοιχο με το ελληνικό (73%) και αρκετά υψηλότερο από της Αυστρίας (54%) και της Γαλλίας (65%). Αντίστοιχα, οι ενοικιαζόμενες κοινωνικές κατοικίες είναι σχετικά ανύπαρκτες (λιγότερο από 2% του συνόλου των κατοικιών).
“Το γεγονός ότι μέχρι πολύ πρόσφατα οι κοινωνικές κατοικίες ήταν προς πώληση και όχι προς ενοικίαση δημιούργησε πρόβλημα”, λέει η Μαριόνα Σεγκού. “Ουσιαστικά, αυτό έδωσε τη δυνατότητα σε κάποιους να αγοράσουν σπίτι σε χαμηλή τιμή ως δικαιούχοι, και μετά από 30 χρόνια οι ίδιοι ή τα παιδιά τους μπορούσαν να πουλήσουν το σπίτι στην τιμή της αγοράς και να έχουν μεγάλο κέρδος. Αυτό φυσικά συμφέρει τους δικαιούχους, αλλά με αυτό τον τρόπο το κράτος χάνει σταδιακά όλες τις μονάδες κοινωνικής κατοικίας και εξαναγκάζεται να χτίζει συνεχώς”.
Το 2021, η Ισπανία άλλαξε λίγο τη στρατηγική της και περιέλαβε στο σχέδιό της για το Ταμείο Ανάκαμψης ένα φιλόδοξο έργο ανάπτυξης 20.000 ενεργειακά αποδοτικών κοινωνικών κατοικιών που θα διατεθούν προς ενοικίαση ως κοινωνικές κατοικίες. Εν πολλοίς πρόκειται για ακίνητα της Sareb, της κρατικής τράπεζας (“bad bank”) στην οποία κατέληξαν χιλιάδες ακίνητα που εκπλειστηριάστηκαν την προηγούμενη δεκαετία. Ωστόσο, η Μαριόνα Σεγκού διατηρεί τις αμφιβολίες της: “Είναι πολύ πιθανό τα σπίτια αυτά να βρίσκονται σε περιοχές όπου οι άνθρωποι δεν θέλουν να ζήσουν. Είναι ένα θέμα που επανέρχεται συνέχεια στον δημόσιο διάλογο, ότι υπάρχουν τρία εκατομμύρια άδεια σπίτια στην Ισπανία. Ναι, αυτό ισχύει αλλά αυτά τα σπίτια ίσως να μην είναι στις μεγάλες πόλεις ή στα περίχωρά τους. Υπάρχει αναντιστοιχία με τις ανάγκες. Θα εκπλαγώ αν από τις 20.000 κατοικίες της ‘bad bank’ οι μισές είναι σε περιοχές με κάποια ζήτηση. Ακόμα και αν είναι, οι 20.000 κατοικίες για τα δεδομένα της Ισπανίας είναι ένας πολύ μικρός αριθμός για να κάνει κάποια αισθητή διαφορά”.
Διαβάστε Μια Συνοπτική Παρουσίαση Της Έρευνας (PDF)
Το θέμα της στέγασης βρίσκεται σταθερά ψηλά στον ισπανικό δημόσιο διάλογο. Ωστόσο, ακόμη και μετά τις αυξήσεις των τελευταίων ετών οι Ισπανοί, κατά μέσο όρο, δεν πληρώνουν τόσο πολλά, όσο π.χ. οι Έλληνες, για στέγαση: πληρώνουν 11% του εισοδήματός τους (έναντι 34%) στις πόλεις. Όμως, οι πιο νέοι και οι πιο φτωχοί, αντιμετωπίζουν δυσανάλογο πρόβλημα, ειδικά σε περιοχές που για διάφορους λόγους οι τιμές αυξάνονται με πολύ γρήγορο ρυθμό. Αυτή η συνθήκη δημιούργησε σημαντική πίεση για τη ρύθμιση των πλατφορμών βραχυχρόνιας μίσθωσης, αφού συνέπεσε χρονικά με την εξάπλωσή τους.
Η Μαριόνα Σεγκού συμμετείχε σε μια ερευνητική ομάδα που επιχείρησε να μετρήσει τον αντίκτυπο της εισόδου του Airbnb στη Βαρκελώνη το 2015. Η μελέτη αυτή πράγματι διαπίστωσε (στατιστικά) σημαντική αύξηση των ενοικίων μετά την έλευση του Airbnb. Η αύξηση αυτή μάλιστα ήταν τριπλάσια στις πολύ τουριστικές περιοχές, δηλαδή εκείνες με πολλές καταχωρήσεις στην πλατφόρμα. “Φαίνεται ότι το Airbnb αύξησε τις τιμές, αλλά όχι εξωπραγματικά. Από ερευνητική σκοπιά μπορούμε να πούμε ότι σίγουρα παρατηρούμε μια αύξηση, αλλά δεν μπορούμε να πούμε ότι το Airbnb προκάλεσε το σύνολο της αύξησης των ενοικίων την ίδια περίοδο. Κάποιοι χρησιμοποίησαν την έρευνά μας για να πουν ‘είδατε η επίδραση δεν είναι τόσο μεγάλη, δεν πρέπει να ανησυχούμε τόσο’. Άλλοι είπαν ‘βλέπετε κάτι υπάρχει εδώ, πρέπει να παρέμβουμε'”, λέει η Μαριόνα Σεγκού.
Ωστόσο, ο διάλογος για την επίδραση των πλατφορμών είναι ακόμη ζωηρός και οι ειδικοί δεν έχουν καταλήξει με κάποια βεβαιότητα σε ένα συμπέρασμα. Την ίδια στιγμή, πολλές πόλεις δεν έχουν τον χρόνο να περιμένουν το συμπέρασμα -η μεγάλη άνοδος των ενοικίων τις έχει οδηγήσει στο να επιβάλλουν περιορισμούς σε τουριστικές περιοχές. Μία από αυτές τις πόλεις είναι η Βαρκελώνη. Τον Σεπτέμβριο του 2020, η τοπική κυβέρνηση της Καταλονίας επέβαλε περιορισμούς στο ύψος του ενοικίου που μπορούν να ζητήσουν οι ιδιοκτήτες από τους ενοικιαστές τους σε κάποιες τουριστικές περιοχές της περιφέρειας, ανάμεσά τους και το κέντρο της Βαρκελώνης. Ο περιορισμός παρέμεινε σε ισχύ μόνο ενάμιση χρόνο, μέχρι τον περσινό Μάρτιο, καθώς έπειτα κατέπεσε στο ισπανικό Συνταγματικό Δικαστήριο.
Η σχετικά μικρή διάρκεια των περιορισμών, καθώς και το γεγονός ότι υπήρχαν αξιόπιστα δεδομένα σχετικά με τα ποσά των ενοικίων και τις νέες ενοικιάσεις σπιτιών (πρέπει να δηλώνονται υποχρεωτικά σε ηλεκτρονική πλατφόρμα) πυροδότησαν έναν ακόμη κύκλο μελετών. Σε μία από αυτές συμμετείχε η Μαριόνα Σεγκού και εξηγεί τα συμπεράσματά της: “Βρήκαμε μια σημαντική μείωση στα ενοίκια στις περιοχές που επέβαλαν τον περιορισμό, της τάξης του 5-6%. Όμως, δεν βρήκαμε μείωση του αριθμού των νέων συμβολαίων μετά τη θέσπιση των μέτρων. Οπότε δεν υπήρχε αντίκτυπος στην προσφορά, οι ιδιοκτήτες φαίνεται ότι συνέχισαν να νοικιάζουν τα σπίτια τους με τον ίδιο ρυθμό, σε λίγο χαμηλότερες τιμές. Ωστόσο, αυτά που βρίσκουμε είναι πιθανόν μια βραχυπρόθεσμη επιρροή. Κάποιος μπορεί να υποθέσει π.χ. ότι ο αντίκτυπος στην προσφορά δεν φαίνεται στον πρώτο χρόνο αλλά θα γίνει αισθητός αργότερα”.
——
Όπως δείχνουν οι ιστορίες άλλων χωρών, πολλά από τα προβλήματα είναι κοινά, τουλάχιστον στην Ευρώπη. Η συγκέντρωση επενδυτικού ενδιαφέροντος σε ακίνητα στα κέντρα των πόλεων, μια δεκαετία μείωσης, στασιμότητας ή αναιμικών αυξήσεων στα εισοδήματα μετά την παγκόσμια κρίση του 2008 και η είσοδος νέων επιλογών εκμετάλλευσης των ακινήτων από τους ιδιοκτήτες τους, όπως το Airbnb, έφεραν νέα προβλήματα παντού. Ταυτόχρονα, δημιουργούνται ολοένα και πιο επιτακτικές ανάγκες ανακαινίσεων και ενεργειακής αναβάθμισης. Στην Ελλάδα, φαίνεται ότι οι ίδιες προκλήσεις είναι πιο έντονες από οπουδήποτε στην Ευρώπη.
Οδύσσεια στην Αθήνα
“Το συμπέρασμα που έβγαλα από την εμπειρία αναζήτησης σπιτιού στην Αθήνα είναι ότι αν θέλουμε σαν ζευγάρι κάποια στιγμή να μετακινηθούμε προς το κέντρο της πόλης χρειαζόμαστε και οι δύο μια δεύτερη δουλειά επειγόντως“, λέει η Λίνα Γιάνναρου. Η δημοσιογράφος της “Καθημερινής” κατέγραψε πρόσφατα το σαφάρι της (ή “Οδύσσεια“, όπως γράφει ο τίτλος του σχετικού άρθρου) για την εύρεση ενός διαμερίσματος στο κέντρο της Αθήνας. Περιγράφει με αρκετή λεπτομέρεια όσα είδε εκείνη την περίοδο: σπίτια με σοβαρές ελλείψεις, πλημμελώς συντηρημένα, ή και ακατάλληλα για κατοίκηση με τους ιδιοκτήτες να ζητούν δυσανάλογα υψηλά ενοίκια. Εντυπωσιάστηκε τόσο, που, όπως λέει σήμερα, αναρωτήθηκε “αν αξίζει να ‘ματώσεις’ οικονομικά για να βρίσκεσαι κοντά σε θέατρα, μπαρ και εστιατόρια που δεν θα έχεις χρόνο να επισκεφθείς”.
Δεν ήταν όμως μόνο τα σπίτια και οι τιμές που της έκαναν εντύπωση, αλλά ακόμη και η συμπεριφορά που αντιμετώπισε. “Οι μεσίτες κατέβαλαν πραγματικά ελάχιστη προσπάθεια να μου ‘πουλήσουν’ ένα σπίτι”, θυμάται. “Έκανα δεκάδες ραντεβού, ούτε ένας δεν έκανε τηλεφώνημα follow up για να ρωτήσει εάν τελικά ενδιαφέρομαι, να συμπληρώσει κάποια πληροφορία, να προτείνει ίσως άλλο διαμέρισμα. Μέχρι σήμερα δεν έχω καταλάβει εάν ήταν επειδή είναι τόσο πολλοί οι ενδιαφερόμενοι ή επειδή, αντίθετα, αντιλαμβάνονται ότι με αυτές τις τιμές είναι δύσκολο να υπάρξει συμφωνία”.
Μια άσχημη εικόνα
Όλα μαρτυρούν ότι δεν πρόκειται απλώς για κακή τύχη της δημοσιογράφου. Τα επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας αποτυπώνουν με σαφήνεια την αύξηση: ο δείκτης των τιμών των διαμερισμάτων φαίνεται ότι θα κλείσει για το 2022 κατά περισσότερο από 10% αυξημένος, συγκριτικά με το 2021 (τα στοιχεία είναι προσωρινά και εκκρεμεί το τέταρτο τρίμηνο). Στα νέα διαμερίσματα, πενταετίας, στην Αθήνα, η αύξηση μπορεί να ξεπεράσει το 13%. Αλλά και το 2021, η αύξηση συγκριτικά με το 2020 ήταν μικρότερη, αλλά σημαντική: περίπου 7,5% στο σύνολο της χώρας.
Η ιστοσελίδα “σπιτόγατος“, όπου καταχωρίζονται μαζικά αγγελίες ακινήτων προς πώληση και ενοικίαση, δημοσιεύει αναλυτικά στοιχεία για τις τιμές ανά περιοχή. Δεν είναι επίσημα στοιχεία, αλλά είναι πολύ πιθανό να είναι ενδεικτικά. Σε 48 από τις 62 περιοχές για τις οποίες δημοσιεύονται δεδομένα (περίπου ταυτίζονται με τις Περιφερειακές Ενότητες) σημειώθηκε αύξηση των ενοικίων το τελευταίο τρίμηνο του 2022, συγκριτικά με την ίδια εποχή το 2021. Σε δεκατέσσερις από αυτές η αύξηση ξεπερνάει το 10%. Στην Αρκαδία, στο Κιλκίς, στο Λασίθι και στη Μεσσηνία η αύξηση των ενοικίων, στις αγγελίες του σπιτόγατου, ξεπερνάει το 20%. Από αυτές τις τέσσερις περιοχές μόνο το Κιλκίς “πέφτει” κάτω από τα 5 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο.
Από την άλλη πλευρά, είναι δύσκολο, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε οποιαδήποτε χώρα, τα εισοδήματα και ειδικά οι μισθοί να ακολουθήσουν αντίστοιχους ρυθμούς αύξησης. Επιπλέον, η κρίση της προηγούμενης δεκαετίας παραμένει αισθητή στα εισοδήματα των Ελλήνων. “Βγαίνοντας από την κρίση, η αγορά κατοικίας και ακινήτων έγινε αντικείμενο ενδιαφέροντος για ξένους επενδυτές. Αυτό οδήγησε τις τιμές της αγοράς και των ενοικίων προς τα πάνω”, λέει ο Θωμάς Μαλούτας. “Τα εισοδήματα όμως δεν ακολούθησαν την ίδια πορεία, οπότε η ψαλίδα άνοιξε ακόμη περισσότερο. Αυτό έχει δημιουργήσει στεγαστικά ζητήματα με αρκετή οξύτητα”.
Ωστόσο, είναι σημαντικό, ερμηνεύοντας τα παραπάνω στοιχεία να έχει κάποιος κατά νου το υψηλό ποσοστό ιδιοκτησίας, περίπου 73% του πληθυσμού. Επίσης, τα ακίνητα αποτελούν, κατά μέσο όρο, το 70% της περιουσίας ενός νοικοκυριού. Επομένως, η μεγάλη πλειοψηφία, σχεδόν 3 στους 4 βλέπουν τα τελευταία χρόνια την αξία της περιουσίας τους να αυξάνει, χωρίς συνήθως να αντιμετωπίζουν το ψυχολογικό βάρος της “Οδύσσειας” αναζήτησης σπιτιού. Το 63% μένει στην ιδιόκτητη κατοικία του.
Τι συμβαίνει όμως με τους υπόλοιπους, με το 27% που δεν είναι ιδιοκτήτες και με όσους δεν μένουν στο σπίτι τους; Τα πράγματα εκεί είναι πραγματικά δύσκολα. Σύμφωνα με τη Eurostat, τα ελληνικά νοικοκυριά που δεν ιδιοκατοικούν πληρώνουν για στέγαση το μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματός τους μεταξύ των χωρών της ΕΕ, περίπου 37%. Περίπου 1 στα 3 νοικοκυριά που ζουν στις πόλεις πληρώνουν ακόμη πιο πολλά, περισσότερο από 40% του εισοδήματός τους για στέγαση -επίσης το πιο μεγάλο ποσοστό στην Ευρώπη. Το πρόβλημα είναι ακόμα πιο έντονο για τα πιο φτωχά νοικοκυριά. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, το φτωχότερο 20% των ελληνικών νοικοκυριών πληρώνει 43% (διάμεση τιμή) του εισοδήματός του στο ενοίκιο. Σύμφωνα με δημοσκόπηση του ινστιτούτου Eteron, 3 στους 4 ενοικιαστές ηλικίας 18 έως 44 ετών δηλώνουν ότι το ενοίκιο που πληρώνουν τους προκαλεί άγχος.
Πέρα από το άμεσο πρόβλημα της στέγασης για ένα αξιοσημείωτο μέρος του πληθυσμού, η κατάσταση αυτή έχει δημιουργήσει και άλλα, λιγότερο προφανή προβλήματα. Ένα από αυτά είναι η ανισότητα: οι ιδιοκτήτες βλέπουν την περιουσία τους να αποκτά μεγαλύτερη αξία, ενώ την ίδια ώρα οι ενοικιαστές δυσκολεύονται και αγχώνονται ολοένα και περισσότερο. Είναι επίσης πιθανό η αύξηση των ενοικίων να αφορά δυσανάλογα τους νέους και, με αυτό τον τρόπο να επιδεινώνει το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας. Οι Έλληνες εγκαταλείπουν το πατρικό τους κατά μέσο όρο μετά τα 29, δηλαδή αργότερα από τον μέσο Ευρωπαίο (στα 26,5). Το ποσοστό των νέων 25 έως 34 ετών που ιδιοκατοικούν έμεινε περίπου μισό μέσα σε 13 χρόνια, από το 2005 μέχρι το 2018. Στη δημοσκόπηση του Eteron, 1 στους 10 ενοικιαστές απάντησε ότι το ζήτημα των ενοικίων τον αναγκάζει να αναβάλει τη δημιουργία οικογένειας ή την απόκτηση παιδιών.
Οι πιθανές λύσεις
Ηκρίση φαίνεται ότι είναι αρκετά βαθιά και ότι δεν θα λυθεί εύκολα. Υπάρχουν όμως λύσεις; Υπάρχουν μέτρα που μπορούν να κάνουν κάποια διαφορά; Με το τέλος του ΟΕΚ το 2012, και με την κατάργηση των εισφορών που τον συντηρούσαν, η στεγαστική πολιτική στην Ελλάδα έπεσε στο κενό. Η απουσία της είναι πιθανό να συνέβαλε στη σημερινή δύσκολη κατάσταση. Πώς μπορεί όμως να μοιάζει μια σύγχρονη στεγαστική πολιτική; Πού χρειάζεται να έχουν το βλέμμα τους όσοι θα τη σχεδιάσουν;
Μια προφανής κατεύθυνση είναι τα άδεια κτήρια. Σύμφωνα με την προηγούμενη απογραφή, του 2011, το 35% του συνόλου των κατοικιών στην Ελλάδα, 2,2 εκατομμύρια κατοικίες, ήταν κενές -οι 600.000 από αυτές στην Αττική. Αν εξαιρέσει κάποιος εξοχικά ή δεύτερες κατοικίες, μένουν 900.000 κατοικίες και 314.000 στην Αττική. Πιο πρόσφατα στοιχεία, που προέρχονται από την ΑΑΔΕ και έχει δημοσιοποιήσει η κυβέρνηση, συνηγορούν σε μια παρόμοια τάξη μεγέθους: 770.000 κενές κατοικίες (όπως δηλώνονται στο Ε2) σε όλη την Ελλάδα. Μια καλύτερη και πιο συστηματική καταγραφή αυτών των εκατοντάδων χιλιάδων σπιτιών μπορεί να δείξει περισσότερα για τις προοπτικές αξιοποίησής τους: Σε ποια κατάσταση βρίσκονται; Πού ακριβώς βρίσκονται; Τι ζήτηση υπάρχει για τις περιοχές στις οποίες βρίσκονται;
“Η αξιοποίηση των κενών κατοικιών είναι ένα κομβικό σημείο για την αντιμετώπιση των προβλημάτων στέγασης”, λέει ο επικεφαλής του οικονομικού γραφείου του πρωθυπουργού, Αλέξης Πατέλης. “Αλλά είναι και η βέλτιστη πρακτική, δεδομένων των περιορισμών που εκ των πραγμάτων θα θέσει η κλιματική μετάβαση στο συνολικό κτηριακό απόθεμα. Η Ελλάδα έχει, άλλωστε, τον υψηλότερο αριθμό κατοικιών ανά κάτοικο μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ. Η συγκράτηση των τιμών θα έρθει και από την ενεργοποίηση της προσφοράς”.
Ένα ακόμη βασικό σημείο σχετίζεται με την εισαγόμενη ζήτηση και τις πλατφόρμες σαν το Airbnb. Το 2019, το Airbnb είχε ξεπεράσει τα 125.000 καταχωρισμένα καταλύματα σε όλη την Ελλάδα. Παρότι ισχύει από το 2017 η υποχρέωση δήλωσης των εισοδημάτων από πλατφόρμες και, σε κάποιες περιπτώσεις, υπάρχει όριο ημερών που μπορεί κάποιος να διαθέσει το ακίνητό του στην πλατφόρμα, η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι μπορούν να γίνουν περισσότερα. “Η βραχυχρόνια μίσθωση έχει μπει πάρα πολύ έντονα στην ελληνική πραγματικότητα“, λέει ο Θωμάς Μαλούτας. “Έχει μειώσει την προσφορά στην ενοικιαζόμενη κατοικία και, μειώνοντας την προσφορά, συμβάλλει στην αύξηση των ενοικίων. Υπάρχει ένα μεγάλο πεδίο παρέμβασης, όπως δείχνει και η διεθνής εμπειρία. Βεβαίως, έχει παίξει και έναν θετικό ρόλο -για παράδειγμα, έχουν αναβαθμιστεί πολλά κτήρια με αυτό τον τρόπο”. Αντίστοιχοι περιορισμοί στις “χρυσές βίζες”, όπως ο πρόσφατος διπλασιασμός του ορίου από 250.000 σε 500.000 ευρώ για κάποιες περιοχές, πιθανόν να μετριάσουν κάπως τη ζήτηση από το εξωτερικό και, έτσι, να έχουν κάποια επίδραση στις τιμές. Όμως κι εδώ άλλες χώρες λαμβάνουν πολύ πιο δραστικά μέτρα: η Πορτογαλία πρόσφατα κατάργησε εντελώς τη χρυσή βίζα.
Τον προηγούμενο Σεπτέμβριο η κυβέρνηση ανακοίνωσε ένα ιδιαίτερα φιλόδοξο πακέτο μέτρων για τη στέγαση ύψους 1,8 δισεκατομμυρίων ευρώ, που ισχυρίζεται ότι θα ωφελήσουν 137.000 δικαιούχους. Αυτό περιλαμβάνει την επιδότηση επιτοκίου για στεγαστικά δάνεια σε νέους, προγράμματα επιδότησης ανακαινίσεων και ενεργειακών αναβαθμίσεων για κενά σπίτια και για νέους, αύξηση φοιτητικών επιδομάτων στέγασης, ακόμα και ένα σύστημα “κοινωνικής αντιπαροχής”, όπου το Δημόσιο θα διαμορφώσει κενά κτήρια σε κατοικίες και θα τα νοικιάσει με χαμηλό ενοίκιο σε δικαιούχους. Πολλά, ίσως τα περισσότερα από αυτά τα προγράμματα και τα μέτρα ξεπερνούν τον εκλογικό κύκλο που διανύουμε και, επομένως, οι λεπτομέρειες της εφαρμογής τους και ο αντίκτυπός τους θα φανούν στο μέλλον. Τα υπόλοιπα κόμματα έχουν καταθέσει κι αυτά τις προτάσεις τους για την αντιμετώπιση του στεγαστικού προβλήματος, εστιάζοντας τόσο στους περιορισμούς στις πλατφόρμες όσο και στην επανεκκίνηση του θεσμού της κοινωνικής κατοικίας.
Ο διάλογος για τη στεγαστική πολιτική στην Ελλάδα έχει ανοίξει ξανά. Η εμπειρία του παρελθόντος αλλά και η εμπειρία των άλλων χωρών έχουν φυσικά πολύτιμα μαθήματα να δώσουν. Πώς μπορεί να δημιουργηθεί από το μηδέν ένα νέο μοντέλο στεγαστικής πολιτικής που θα είναι αυτοχρηματοδοτούμενο και βιώσιμο, ώστε να μην εξαρτάται από τη διάθεση αναπτυξιακών πόρων ή από τον δημοσιονομικό χώρο κάθε χρονιάς; Πώς θα ενσωματώσει τις νέες προκλήσεις που έφεραν πιο σύγχρονοι τρόποι εκμετάλλευσης των ακινήτων; Πώς θα αμβλύνει τελικά τις ανισότητες πριν “ξεφύγουν”, χωρίς να ανακόψει την ανάπτυξη της αγοράς ακινήτων; Οι ερωτήσεις αυτές θα μας απασχολούν συχνά στο άμεσο μέλλον.
Πηγή: dianeosis.org