Ενώ η Κίνα σχεδιάζει επίθεση στη Ταιβάν, όταν αυτό θα την βολεύει,ενδεχομένως σε βάθος χρόνου,χρήσιμο είναι να δούμε κάποιες πτυχές της σχετικής στρατηγικής της
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Ο καθηγητής Διοίκησης των Επιχειρήσεων Ζαγεντις Σκαθ, με θητεία σε μεγάλα κινεζικά πανεπιστήμια, είναι σαφέστατος. “Οι Κινέζοι ηγέτες, μας λέει, είτε πολιτικοί είτε οικονομικοί, δεν έχουν για την ισχύ την ίδια αντίληψη με τους Ευρωπαίους και τους Αμερικανούς. Παρά το γεγονός ότι στη σημερινή Κίνα λειτουργούν πάνω από 400 δυτικές σχολές και Ινστιτούτα Μάνατζμεντ,αυτό που ενδιαφέρει την κινεζική ελιτ, είναι η μέσω του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας, να φτάσει και να ξεπεράσει την Αμερική από πλευράς ισχύος. Αυτό θα το κάνουν με τρόπους και μέσα, όχι πολύ γνωστά στη Δύση και στα οποία σπανίως αναφέρονται τα ΜΜΕ…”
Κατά την καθηγήτρια Οριάνα Μάστρο, του Πανεπιστημίου Τζωρτζτάουν, “η Κίνα επι σειρά ετών, στο επίπεδο αυτό έκανε ολίγον την πάπια ώστε οι ενεργειες και δράσεις της να μην προκαλούν υποψίες και ανησυχίες ως προς τις παγκόσμιες φιλοδοξίες της,ιδιαιτερα στον ευρύ ασιατικό χώρο
Στο πλαίσιο αυτό ανεξάρτητα από ιστορικά προηγούμενα επίδειξης ισχύος, η Κίνα, έχει αναζητήσει νέες πηγές επιρροής και τις έχει χρησιμοποιήσει με τρόπους που δεν είχαν προηγουμένως επιχειρηθεί.
Στον πολιτικό χώρο, η Κίνα έχει αναλάβει ένα συνδυασμό συγκεκαλυμμένων ενεργειών και δημόσιας διπλωματίας για να συνδιαμορφώσει και να εξουδετερώσει την ξένη αντίσταση. Για να διαμορφώσει τον διάλογο σε ευαίσθητα θέματα, έχει δημιουργήσει εκατοντάδες Ινστιτούτα Κομφούκιου σε πανεπιστήμια σε όλο τον κόσμο και έχει ιδρύσει αγγλόφωνα μέσα ενημέρωσης για την διάδοση της αφήγησης του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Κινέζοι μυστικοί πράκτορες μέχρι που έχουν στρατολογήσει Κινέζους πολίτες, οι οποίοι σπουδάζουν στο εξωτερικό για να ενεργούν ως πληροφοριοδότες και για να μεταδίδουν όσα λένε οι Κινέζοι φοιτητές και καθηγητές για την χώρα τους. Στην Αυστραλία , τη Νέα Ζηλανδία και λιγώτερο στην Ευρώπη, όπου παίζει η σύμμαχος Ρωσία, η Κίνα προσπάθησε να επηρεάσει πιο άμεσα την πολιτική, δίδοντας κρυφά χρήματα σε υποψήφιους και πολιτικές ομάδες που την εξυπηρετούσαν και την εξυπηρετούν ασφαλώς.
Το Πεκίνο ήταν ιδιαίτερα καινοτόμο στην χρήση της οικονομικής ισχύος. Η στρατηγική εδώ ήταν η χρηματοδότηση υποδομών στον αναπτυσσόμενο κόσμο, προκειμένου να δημιουργηθούν εξαρτημένες και συνεπώς ενδοτικές ξένες κυβερνήσεις. Ως γνωστόν οι προσπάθειες αυτές έχουν πάρει τη μορφή της Πρωτοβουλίας Ζώνη και Οδός (Belt and Road Initiative), ενός μαζικού περιφερειακού έργου υποδομών που δρομολογήθηκε το 2013. Η Κίνα δαπάνησε περίπου 400 δισεκατομμύρια δολάρια για την πρωτοβουλία (και υποσχέθηκε εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια περισσότερα) και έχει πείσει 86 χώρες και διεθνείς οργανισμούς να υπογράψουν περίπου 100 σχετικές συμφωνίες συνεργασίας. Η κινεζική βοήθεια, η οποία λαμβάνει κυρίως τη μορφή δανείων από τράπεζες που ελέγχονται από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας, δεν συνοδεύεται από τις συνηθισμένες Δυτικές προϋποθέσεις. Δεν υπάρχουν απαιτήσεις για μεταρρυθμίσεις της αγοράς ή για καλύτερη διακυβέρνηση. Αυτό που όντως ζητά η Κίνα από τους αποδέκτες, ωστόσο, είναι η υποταγή σε μια σειρά ζητημάτων, συμπεριλαμβανομένης της μη αναγνώρισης της Ταϊβάν.
Όπως έχει γράψει η αναλυτής Nadege Rolland, η Belt and Road Initiative «αποσκοπεί να επιτρέψει στην Κίνα να χρησιμοποιήσει καλύτερα την αυξανόμενη οικονομική της επιρροή για να επιτύχει τους τελικούς πολιτικούς στόχους της χωρίς να προκαλέσει μια αντισταθμιστική αντίδραση ή μια στρατιωτική σύγκρουση». Το κλειδί είναι ότι το Πεκίνο έχει αφήσει να είναι διφορούμενες οι στρατιωτικές διαστάσεις αυτού του σχεδίου, δημιουργώντας αβεβαιότητα στην Ουάσινγκτον σχετικά με τις πραγματικές προθέσεις του. Πολλοί παρατηρητές αναρωτήθηκαν κατά πόσο η Πρωτοβουλία Belt and Road θα έχει τελικά ισχυρό στρατιωτικό στοιχείο, αλλά αυτό χάνει το νόημα. Ακόμα κι αν η Πρωτοβουλία δεν είναι το προοίμιο μιας παγκόσμιας στρατιωτικής παρουσίας σε αμερικανικό στυλ -και μάλλον δεν είναι- η Κίνα και πάλι θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την οικονομική και πολιτική επιρροή που δημιουργείται από το σχέδιο αυτό για να περιορίσει την εμβέλεια της αμερικανικής ισχύος. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να πιέσει τα εξαρτημένα κράτη στην Αφρική, τη Μέση Ανατολή και τη Νότια Ασία να αρνηθούν στον αμερικανικό στρατό το δικαίωμα να εισέρχεται στον εναέριο χώρο τους ή να έχει πρόσβαση σε εγκαταστάσεις επί του εδάφους τους.
Ο επιχειρηματικός χαρακτήρας της Κίνας δεν περιορίζεται μόνο στους οικονομικούς και πολιτικούς τομείς. Έχει επίσης ένα συστατικό σκληρής ισχύος. Πράγματι, ίσως πουθενά το Πεκίνο δεν ήταν πιο επιχειρηματικό από όσο στην στρατιωτική του στρατηγική. Το δόγμα του για την «αντι-πρόσβαση/άρνηση περιοχής» (anti-access/area-denial, A2/AD), ήταν ένα απαύγασμα καινοτομίας: Με το να αναπτύσσει σχετικά χαμηλού κόστους ασύμμετρες στρατιωτικές ικανότητες, η χώρα ήταν σε θέση να περιπλέξει πολύ το όποιο σχέδιο των ΗΠΑ προς βοήθεια της Ιαπωνίας, των Φιλιππίνων ή τns Ταϊβάν σε περίπτωση πολέμου. Για άλλη μια φορά, αντί να αντιμετωπίσει τις Ηνωμένες Πολιτείες για να σπρώξει τον στρατό τους έξω από την περιοχή Ασίας-Ειρηνικού, η Κίνα ενεπλάκη σε πιο λεπτές δραστηριότητες, όπως η παρενόχληση αμερικανικών πλοίων και αεροσκαφών με μη στρατιωτικά μέσα, κάτι που της επιτρέπει να διατηρήσει έναν βαθμό δυνατότητας άρνησης και αποθαρρύνει μια αντίδραση των ΗΠΑ. Χάρη σε τέτοιες τακτικές, η Κίνα έχει σημειώσει σημαντικά πολιτικά και εδαφικά οφέλη χωρίς να περάσει το όριο για μια ανοικτή σύγκρουση με τις Ηνωμένες Πολιτείες ή τους συμμάχους τους.
Το ερώτημα τώρα είναι τι θα κάνει η σκληρή κινεζικη ηγεσία με δεδομένη την πανδημία,τη διεθνη οικονομικη κάμψη και το φθινοπωρινό συνέδριο του ΚΚΚίνας, το οποίο είναι αποφασιστικό για τη μονιμοποίηση του Χι στην εξουσία.
Όταν, την δεκαετία του 1970, ο Ντενγκ άρχισε να επιδιώκει τους «τέσσερις εκσυγχρονισμούς» -της γεωργίας, της βιομηχανίας, της επιστήμης και τεχνολογίας, και της εθνικής άμυνας- άφησε τον στρατιωτικό εκσυγχρονισμό τελευταίο. Καθ’ όλη την δεκαετία του ’80, η Κίνα επικεντρώθηκε αρχικά στην οικοδόμηση της οικονομίας της εν συνεχεία συμπλήρωσε την ανθούσα οικονομική δύναμή της με πολιτική επιρροή, συμμετέχοντας σε διεθνείς θεσμούς κατά την διάρκεια της δεκαετίας του ’90 και της πρώτης δεκαετίας αυτού του αιώνα. Στην στροφή της χιλιετίας, ο στρατός της Κίνας ήταν ακόμα αξιοσημείωτα πίσω.
Σήμερα το σκηνικό αυτό αλλάζει άρδην. Η Κίνα, όπως φαίνεται στην κρίση της Ταιβάν, δεν είναι πλέον ένας αφανής πρωταγωνιστής της διεθνούς πραγματικότητας. Μέσα από πρωτοβουλίες, δράσεις και εκδηλώσεις που δενσυσκοτίζουν πλέον τις στρατιωτικές της φιλοδοξίες, παίζει το παιχνίδι της ισχύος το οποίο στις περιοχές του Ινδικού – Ειρηνικού κάθε άλλο παρά χωρίς αποτελέσματα είναι. Και το δεύτερο ερώτημα είναι σε ποιό βαθμό ο Πούτιν με την εισβολή στην Ουκρανία “τάραξε” την τακτική αυτή … ξυπνώντας τη Δύση…?
Μήπως η ουκρανική κρίση εναι μια μεγάλη πρόβα τζενεραλε ‘οπου ο καθένα ς μετρά και εκτιμά τι μπορεί πλέον να κάνει, εως που και πώς?