…και το μάθημα της Ιερουσαλήμ
Η κίνηση Ερντογάν να μετατρέψει το «πετράδι του στέμματος» της Κωνσταντινούπολης σε τζαμί έχει στόχο να συσπειρώσει τους ακροδεξιούς εθνικιστές. Η ιστορία δείχνει ότι υπάρχει και άλλος δρόμος.
Του David Gardner
Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν όρισε την περασμένη εβδομάδα με διάταγμα πως η ηλικίας 1.500 ετών Αγία Σοφία, ο Βυζαντινός καθεδρικός ναός που μετατράπηκε σε τζαμί, που μετατράπηκε σε μουσείο, θα μετατραπεί και πάλι σε τζαμί. Αυτό το «πετράδι του στέμματος» στον μαγευτικό ορίζοντα της Κωνσταντινούπολης γίνεται «όπλο μαζικού αποπροσανατολισμού».
Φέτος, η πανδημία του κορωνοϊού αύξησε τις πιέσεις στην καταρρέουσα οικονομία. Η επιτυχία του κ. Ερντογάν έχει περισσότερο να κάνει με το ιστορικό του να φέρνει ισχυρή οικονομική ανάπτυξη παρά με την ισλαμιστική παλιγγενεσία. Η ικανότητα να «παρέχει», υπερνικά την πολιτική της «ταυτότητας». Αυτό ισχύει διπλά τώρα, που οι αρχές των πόλεων που διοικούνται από τους εχθρούς του έχουν υπεραποδώσει της εθνικής κυβέρνησης στην αντιμετώπιση της έκτακτης ανάγκης της Covid-19.
Το διάταγμα για την Αγία Σοφία δεν έχει να κάνει μόνο με τον θρησκευτικό σωβινισμό. Είναι βαθμονομημένο ώστε να συσπειρώσει τους ακροδεξιούς εθνικιστές από τους οποίους εξαρτάται όλο και περισσότερο ο κ. Ερντογάν. Αναμένοντας την κατακραυγή από το εξωτερικό, από τον Πάπα Φραγκίσκο μέχρι τον Πατριάρχη της Ρωσίας Κύριλλο, από την UNESCO μέχρι την ΕΕ, από τον Λευκό Οίκο μέχρι το Κρεμλίνο, ο κ. Ερντογάν είχε έτοιμη την απάντηση: «Εσείς κυβερνάτε την Τουρκία ή εμείς;»
Ωστόσο, αυτό το κήρυγμα πιθανότατα έχει περιορισμένη αξία για το εσωτερικό της Τουρκίας. Ούτε θα κάνει αγαπητό τον κ. Ερντογάν στους ισχυρούς του φίλους: τον πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν της Ρωσίας, ο οποίος έχει αναλάβει τον ρόλο του υπέρμαχου της Ορθόδοξης Εκκλησίας παγκοσμίως, ή τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ, ο οποίος θα βασιστεί στους ευαγγελιστές χριστιανούς ψηφοφόρους για την επανεκλογή του τον Νοέμβριο. Στην Ευρώπη, εάν η προσπάθεια της Τουρκίας για ένταξη στην ΕΕ ήταν ήδη ετοιμοθάνατη, το διάταγμα για την Αγία Σοφία πιθανότατα είναι το πιστοποιητικό θανάτου.
Η Αγία Σοφία ολοκληρώθηκε το 537 από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α’, πριν την έλευση του Ισλάμ. Έγινε τζαμί μετά την οθωμανική κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, ιδρυτής της Τουρκικής Δημοκρατίας, τη μετέτρεψε αργότερα σε μουσείο το 1934. Η αποκατάστασή της ως παγκόσμιας κληρονομιάς για την Τουρκία ήταν μια πλουραλιστική κίνηση, παραπέμποντας σε ένα κοσμικό μέλλον, εν μέρει για να στραφεί η προσοχή από το πώς η καταρρέουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία άδειασε την Τουρκία από Χριστιανούς μέσω των μαζικών σφαγών Αρμενίων, Ασσυρίων και Ελλήνων.
Αποτελεί υπενθύμιση πως η πολιτική των «ταυτοτήτων» γίνεται ιδιαίτερα θανάσιμη, όταν σε αυτήν προστεθεί η θρησκεία. Ωστόσο, υπάρχουν διάφορα συγκριτικά παραδείγματα. Η Ιερουσαλήμ ιστορικά είναι ο πιο αμφιλεγόμενος και εύφλεκτος χώρος στον κόσμο, μια τριπλή ιερή πόλη για τους Εβραίους, τους Χριστιανούς και τους Μουσουλμάνους, οι παραδόσεις των οποίων βρίσκονται στον πυρήνα της. Και αυτή η πόλη έχει δει τρομακτικές σφαγές. Όταν οι Χριστιανοί σταυροφόροι κατέλαβαν την Ιερουσαλήμ το 1099, εκτιμάται πως έσφαξαν 70.000 Μουσουλμάνους και Εβραίους. Όμως η Ιερουσαλήμ υπήρξε επίσης ένα γήπεδο αβρότητας και ανοχής.
Όταν οι μουσουλμανικοί στρατοί συνέτριψαν τους Βυζαντινούς στη Συρία και κατέκτησαν την Ιερουσαλήμ το 637, ο Ομάρ, ο δεύτερος χαλίφης μετά τον θάνατο του Προφήτη Μωάμεθ, αρνήθηκε την πρόσκληση του πατριάρχη να προσευχηθεί στο Ναό του Παναγίου Τάφου, που κατά τη χριστιανική παράδοση στεγάζει τον τάφο του Ιησού, προτού Αυτός αναστηθεί (και είναι χτισμένος πάνω στα ερείπια ενός ρωμαϊκού ναού της Αφροδίτης).
Ο Ομάρ φοβήθηκε πως μπορεί να θεωρηθεί σήμα για μετατροπή της εκκλησίας σε τζαμί. Ξεκαθάρισε επίσης τα σκουπίδια στο Όρος του Ναού, που ο Ομάρ αποκάλεσε το ιερό του Δαυίδ, αλλά που οι Βυζαντινοί το χρησιμοποιούσαν ως στάβλο.
Αυτό έδειξε μια κατανόηση πως οι συναισθηματικά ιερές παραδόσεις δεν είναι παιχνίδι. Ακόμα και σήμερα, μετά την προσάρτηση και τον εποικισμό της Αραβικής Ανατολικής Ιερουσαλήμ από το Ισραήλ και την αναγνώριση από τον κ. Τραμπ ολόκληρης της Ιερής Πόλεως ως πρωτεύουσας του Ισραήλ, οι Ισραηλινοί επιβάλλουν απαγόρευση σε μη μουσουλμανικές προσευχές εντός του Χαράμ αλ-Σαρίφ που στεγάζει τον Θόλο του Βράχου, και το τέμενος Αλ Άκσα, της τρίτης ιερότερης τοποθεσίας του Ισλάμ.
Αντίθετο παράδειγμα είναι η περίπτωση του Μπάμπρι Μασζίντ στην Αγιοντία της βόρειας Ινδίας. Εκεί, ένα τέμενος του 16ου αιώνα κατεδαφίστηκε το 1992 από ακόλουθους του Ραστρίγια Σουαγαμσεβάκ Σανγκ (RSS), μητρικής οργάνωσης Ινδουιστών ρατσιστών του κυβερνώντος κόμματος Μπαρατίγια Τζανάτα. Ο Ναρέντρα Μόντι, ο νυν πρωθυπουργός της Ινδίας, είναι ισόβιο μέλος του RSS. Πέρυσι τον Νοέμβριο, το ανώτατο δικαστήριο της Ινδίας έδωσε το «πράσινο φως» για την κατασκευή ενός ναού πάνω στα ερείπια του τζαμιού, που θα είναι αφιερωμένος στον Άρχοντα Ραμ, ινδουιστικής θεότητας που κατά τους ισχυρισμούς του RSS γεννήθηκε εκεί.
Θα παραμείνει, όμως, αυτή η θριαμβευτική στιγμή βασανιστικά απροσπέλαστη, προκειμένου να διατηρηθεί η κινητοποίηση της ινδουιστικής παλιγγενεσίας; Ή θα αναληφθεί δράση προκειμένου να τρομοκρατηθεί η μουσουλμανική μειονότητα των 200 εκατ. ατόμων στην Ινδία, η οποία χαρακτηρίζεται ως «πέμπτη φάλαγγα» που προσκηνά τη Μέκκα;
Οι δύο αυτές περιπτώσεις δίνουν εναλλακτικές από τις οποίες μπορεί να επιλέξει ο κ. Ερντογάν. Φαίνεται να προτιμά το μοντέλο Μόντι για να παρουσιάσει τη μεγάλη σουνιτική μουσουλμανική μειονότητα της Τουρκίας ως τα θύματα. Δεν είναι γι’ αυτόν η ανθρωπιστική φόρμουλα του Χαλίφη Ομάρ στην Ιερουσαλήμ, πόσω μάλλον η παγκόσμια λύση που έδωσε ο Ατατούρκ για την Αγία Σοφία, που την πρόσφερε σε άτομα όλων των θρησκειών ή σε κανέναν.