Η αλήθεια για τα Δεκεμβριανά… Του Διονύση Κ. Καραχάλιου

950

Μία συγκλονιστική ιστορική περιγραφή η οποία καταρρίπτει μύθους και φέρνει στο προσκήνιο δραματικές πραγματικότητες που δείχνουν πόση ζημιά προκάλεσαν στη χώρα οι πραγματικοί εχθροί της 

Του Διονύση Κ. Καραχάλιου

Κάθε χρόνο, κατά την επέτειο των Δεκεμβριανών, σύμπασα η Αριστερά επαναλαμβάνει την δική της ερμηνεία των γεγονότων, σύμφωνα με την οποία η «αντίδραση», με την υποκίνηση των Άγγλων, επιτέθηκε απρόκλητα κατά του «λαού», που διαδήλωνε ειρηνικά στην πλατεία Συντάγματος, θέλοντας να «πνίξει» τον αγώνα του για την «απελευθέρωση» της χώρας… 

Ένα χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της παραμορφωτικής ερμηνείας των γεγονότων μας προσέφερε το δημοσιογραφικό όργανο του ΚΚΕ1, εβδομήντα έξι χρόνια μετά τα «Δεκεμβριανά»:  

«Ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα του ΕΑΜ, από νωρίς το πρωί χιλιάδες κόσμου άρχισαν να συρρέουν στις προσυγκεντρώσεις που είχαν οριστεί σε κάθε λαϊκή συνοικία της Αθήνας και του Πειραιά. Σύντομα, τα δεκάδες ρυάκια λαού συνέκλιναν σε μια τεράστια λαοθάλασσα με κατεύθυνση την πλατεία Συντάγματος. Καθώς η κεφαλή της πορείας πλησίαζε την πλατεία, οι αστυνομικές δυνάμεις, που ήταν παραταγμένες μπροστά στο κτίριο του Αρχηγείου της Αστυνομίας (γωνία Πανεπιστημίου και Βασιλίσσης Σοφίας), άνοιξαν πυρ στο άοπλο πλήθος. Οι πυροβολισμοί πύκνωσαν από διάφορες κατευθύνσεις, σκορπώντας το θάνατο: 21 νεκροί και 140 τραυματίες ο απολογισμός της θρασύδειλης αυτής επίθεσης. Η λαϊκή μάζα υποχώρησε. Όταν όμως κόπασαν τα πυρά και δόθηκε το σήμα από την οργανωτική επιτροπή του συλλαλητηρίου, ξεχύθηκε και πάλι με ορμή, ανακαταλαμβάνοντας την πλατεία. Στις 14.30 το Α’ ΣΣ του ΕΛΑΣ εξέδωσε «Διαταγή επιχειρήσεων» για τον αφοπλισμό των αστυνομικών τμημάτων και της Χωροφυλακής, ενώ το ίδιο βράδυ τμήματα της Ορεινής Ταξιαρχίας κινήθηκαν και εγκαταστάθηκαν στα Παλιά Ανάκτορα, στο Μετοχικό Ταμείο Στρατού και στο Πανεπιστήμιο»…  

Η προσεκτική ανάγνωση αυτής της περικοπής είναι ιδιαιτέρως αποκαλυπτική: Σύμφωνα με το επίσημο δημοσιογραφικό όργανο του ΚΚΕ, μετά την θρασύδειλη  επίθεση (των αστυνομικών δυνάμεων) και πριν καλά-καλά συνέλθει από τον θάνατο 21 δικών της  ανθρώπων,  η λαϊκή μάζα ξεχύθηκε και πάλι με ορμή και ο ΕΛΑΣ εξέδωσε «Διαταγή επιχειρήσεων» για τον αφοπλισμό των αστυνομικών τμημάτων και της Χωροφυλακής! Δηλαδή, ενώ, υποτίθεται ότι, υπήρξε  απόλυτος αιφνιδιασμός του «λαού» από την «απρόκλητη επίθεση της αντίδρασης», ο ΕΛΑΣ, «σαν έτοιμος από καιρό» έδωσε το σύνθημα για αφοπλισμό των αστυνομικών τμημάτων και της Χωροφυλακής! Μόνον η μυθοπλαστική ικανότητα των ινστρουχτόρων της Αριστεράς θα μπορούσε να επινοήσει αυτή την άμεση επιχειρησιακή ετοιμότητα για σύγκρουση με τον ένοπλο «εχθρό» από ένα πλήθος ΑΟΠΛΩΝ αμάχων, που, υποτίθεται, ελάμβανε μέρος σε μια απολύτως ειρηνική διαδήλωση… 

  Όμως, παρά την διαστρεβλωτική εμμονή της Αριστεράς και παρά τις προσπάθειες της μεταπολιτευτικής στρατευμένης ιστοριογραφίας να επιβάλλει τη ανιστόρητη άποψη ότι, η μάχη της Αθήνας ήταν αποτέλεσμα «της απρόκλητης επίθεσης   της αστυνομίας κατά του άοπλου λαού που είχε συγκεντρωθεί για να διαδηλώσει ειρηνικά στο Σύνταγμα στις 3 Δεκεμβρίου 1944», η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική και την επιβεβαιώνουν τα γραπτά «ντοκουμέντα», τα προερχόμενα από την ίδια την  Αριστερά. 

Η επίσημη γραμμή του ΚΚΕ, για την «εαμική αντίσταση» προέβλεπε ότι «μόλις κλονισθεί η στρατιωτική δύναμη του Άξονα, το ξεσήκωμα του λαού θα είναι αναπόφευκτο και τότε στο κόμμα μας θα πέσει το ιστορικό καθήκον να οργανώσει την εξέγερση αυτή του λαού και να μπει επικεφαλής, φροντίζοντας να εφαρμοστούν όλοι οι νόμοι και οι κανόνες της ένοπλης εξέγερσης και του εμφυλίου πολέμου»2. Δηλαδή, για το Κ.Κ.Ε., η προοπτική της αποδυνάμωσης του Άξονα δεν εκλαμβανόταν ως αφετηρία για την απελευθέρωση της χώρας από τις κατοχικές δυνάμεις και την επιστροφή του λαού στα ειρηνικά του έργα, μετά από 4 ½ χρόνια μαύρης κατοχής, αλλά ως πρώτης τάξεως ευκαιρία  για «το ξεσήκωμα του λαού», με στόχο την κατάληψη της εξουσίας, με «τους νόμους και τους κανόνες της ένοπλης εξέγερσης και του εμφυλίου πολέμου». 

Την επομένη της απελευθέρωσης της  Αθήνας από την γερμανική κατοχή, «στις 13 του Οκτώβρη», ο «Ριζοσπάστης» έγραφε στην πρώτη του σελίδα με μεγάλα, κεφαλαία, γράμματα: «ΖΗΤΩ Η ΛΕΥΤΕΡΗ ΑΘΗΝΑ ΜΑΣ», ενώ ο Γιάννης Ζέβγος3, με άρθρο του, εξηγούσε ότι η μεγάλη αυτή μέρα της απελευθέρωσης ήταν ταυτόχρονα και το «ΞΕΚΙΝΗΜΑ ΓΙΑ ΚΑΙΝΟΥΡΙΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ»4. Ποιοι ήταν οι «καινούριοι αγώνες», το «ξεκίνημα» των οποίων αναγγέλθηκε πανηγυρικά και σε τι απέβλεπαν, ενώ η Αθήνα εόρταζε την απελευθέρωσή της; Τι άλλο περίμενε ο λαός της Αθήνας (και ολόκληρος ο ελληνικός λαός) πέρα από τον τερματισμό της εφιαλτικής κατοχής και την απόκτηση της ελευθερίας του;  

Ήδη, από τον Σεπτέμβριο του 1942, ένα χρόνο μετά την ίδρυση του ΕΑΜ, ο μέγιστος διανοούμενος του Κ.Κ.Ε, ο Δημήτρης Γληνός (τον οποίο δυστυχώς αποδέχονται ως «απαστράπτουσα διάνοια» και πολλοί «αδιάβαστοι» αστοί…), δημοσιεύει ένα προπαγανδιστικό κομμουνιστικό μανιφέστο, με τον σκόπιμα παραπλανητικό τίτλο «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ». Στο 7ο κεφάλαιο, με τίτλο «Οι Μορφές της Πάλης», ο «δημοκράτης» Γληνός διατυπώνει το ιδεολογικό πλαίσιο, στο οποίο θα στηριζόταν, μετά από λίγο καιρό, όλη η αχαλίνωτη μανία των σαδιστών μακελάρηδων της ΟΠΛΑ. Ιδού τι έγραψε ο μεγάλος διανοούμενος της Αριστεράς, «ο ολοκληρωμένος άνθρωπος» και «ο πιο σοφός και πιο αγνός άνθρωπος της Νεοελληνικής ιστορίας» (!), όπως τον αποκαλεί, προλογίζοντας το πόνημά του, ο Γιάννης Ζέβγος: 

«Να μην επιτρέπετε στις γυναίκες σας, στις αδερφές σας, στις μανάδες σας, στις κόρες σας, στους συγγενείς σας γενικά, να συναναστρέφονται με τους ξένους. Να μαστιγώνετε με κάθε τρόπο και να καυτηριάζετε τις ερωτικές σχέσεις με τους ξένους. Να στιγματίζετε τις γυναίκες που παραδίνονται. Κάθε γυναίκα που παραδίνεται στους ξένους είναι κιόλας χαφιές και προδότισσα. Να μεταχειρίζεστε γι’ αυτές εξευτελιστικά επίθετα και χαραχτηρισμούς και να κάνετε γνωστό πως μετά τον πόλεμο θα χαραχτεί και στα δυο τους μάγουλα με ανεξίτηλα γράμματα ένα μεγάλο κεφαλαίο «Π», που θα σημαίνει «Πόρνη» και «Προδότισσα»[…] 

Να κυνηγάτε και να στιγματίζετε όλους τους χαφιέδες, τους προδότες, τους καταδότες, τους συνεργάτες της Γκεστάπο και των Καραμπινιέρων να τους περιβάλλετε με την κοινή καταφρόνηση και με την απειλή τις φοβερώτερης τιμωρίας[…] 
Όλες αυτές οι ενέργειες, οι τόσο απλές, έχουνε μεγίστη σημασία και να μην τις παραλείπετε ποτέ» 5.   

Ο Άγις Στίνας, αρχικά στέλεχος του ΚΚΕ και μετέπειτα τροτσκιστής, σχολιάζει ως εξής τις προαναφερόμενες «δημοκρατικές» απόψεις του Γληνού και την εφαρμογή τους στην πράξη από την ΟΠΛΑ: «Χιλιάδες αθώοι άνθρωποι και ανθρωπάκια χάσανε τη ζωή τους, δίχως να ξέρουν την αιτία, ούτε αυτοί, ούτε εκείνοι που τους σκότωσαν. Σκότωσαν γυναίκες γιατί, από την πείνα τους ή για να σώσουν τα παιδιά τους, δίνονταν, για καμιά πανιότα ή καμιά κονσέρβα, σε Ιταλούς ή Γερμανούς στρατιώτες […] Σκότωσαν γυναίκες γιατί πλένανε ρούχα Ιταλών ή Γερμανών στρατιωτών.  Σκότωσαν εργάτες γιατί δούλευαν σε γερμανικές επιχειρήσεις…».  Και αναφερόμενος στην ηθικό αυτουργό αυτών των «γενναίων» πράξεων, ο Στίνας γράφει: «Τη συνταγή για το είδος της ποινής που θα πρέπει να επιβαλλόταν σε τέτοιες περιπτώσεις την δίνει μια από τις μεγαλύτερες αυθεντίες της ‘‘προοδευτικής διανόησης’’. Πρέπει, γράφει, με πυρωμένο σίδερο να σημαδεύουμε το μέτωπό τους με ένα Π, που θα σήμαινε προδότισσα και πόρνη. Το αμάρτημά τους ήταν πολύ σοβαρό για τον ‘‘Δάσκαλο’’. Προσβάλλανε την εθνική αξιοπρέπεια και υπήρχε και κίνδυνος να μπασταρδέψουν τη ράτσα. Αυτό το βιβλίο του Γληνού ‘‘ Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ’’ πρέπει να μείνει για να το διαβάσουν οι επόμενες γενιές με τη σύσταση φυσικά σ’ αυτούς να εφοδιαστούν με αντιασφυξιογόνο μάσκα για να προφυλάξουν τον εαυτό τους από τα δηλητήρια, που δίχως αυτήν, θα αναπνέανε από κάθε λέξη και από κάθε σελίδα αυτού του βιβλίου»6!…  

Μέσα σ’ αυτό το ιδεολογικό πλαίσιο, όπου το μίσος και το εκδικητικό μένος του «διανοούμενου» Γληνού οδηγούσε στον στιγματισμό, στην διαπόμπευση και συνήθως στην δολοφονία των «εχθρών του λαού», το ΚΚΕ ετοίμαζε το έδαφος για την κατάληψη της εξουσίας, μόλις οι συνθήκες κρίνονταν ώριμες. Αφού πέτυχε την εξόντωση όλων σχεδόν των εθνικών ανταρτικών ομάδων (πλην βεβαίως του ΕΔΕΣ, που η δράση του περιορίστηκε κυρίως στην Ήπειρο) και άπλωσε – σε καιρό γερμανικής κατοχής – την κυριαρχία του τρόμου σε όλη σχεδόν την Ελλάδα, ήταν φυσικό να σχεδιάσει και την κατάληψη της Αθήνας. Επ’ αυτού δεν αφήνει καμία αμφιβολία ο Γιάννης Ιωαννίδης, πρώην κουρέας και οργανωτικός γραμματέας του ΚΚΕ κατά την περίοδο της κατοχής. Γράφει, συγκεκριμένα7: 

Για το πρόβλημα του ΕΔΕΣ εμείς είχαμε πάντα υπόψη μας ότι μια μέρα θάρθουμε σε σύγκρουση και θα τους εκκαθαρίσουμε αυτούς. Πάντα. Αυτό δεν έλειψε ποτέ από το μυαλό μας. Ότι αυτούς έπρεπε να τους εξουδετερώσουμε. Έτσι που να μην έχουμε από την πλάτη μας τίποτε, ώστε αν φτάσουμε να δώσουμε την μάχη της Αθήνας ο ΕΔΕΣ να μην υπάρχει για να μας κάνει τσιριτσάνζουλες […] 

Την προγραμματισμένη επίθεση κατά του ΕΔΕΣ, για την εξουδετέρωσή του, πριν από την μάχη της Αθήνας, επιβεβαιώνει και ο «αγιογράφος» του Βελουχιώτη,                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                               Διονύσης Χαριτόπουλος8. Αναφερόμενος σε έκθεση του Α. Τζήμα (ο οποίος ήταν, επί κατοχής πολιτικός επίτροπος του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ) προς το Πολιτικό Γραφείο του κόμματος διευκρινίζει: «Ο Γ. Σιάντος9 (κατευθυνόμενος προς το βουνό για να αναλάβει   καθήκοντα πολιτικού ηγέτη στο Στρατηγείο του ΕΛΑΣ), χωρίς προηγούμενη συνεργασία και κατατόπιση από το Γεν. Στρατηγείο δίνει εντολή της έναρξης των δικών μας επιχειρήσεων εναντίον του Ζέρβα […] Δεν περιμένει ούτε δυο μέρες για να φθάσει στο Γεν. Στρατηγείο του ΕΛΑΣ». 

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Γρηγόρης Φαράκος, που διετέλεσε Γενικός Γραμματέας του Κ.Κ.Ε. πριν από τον Χαρ. Φλωράκη (1989-1991), καταλογίζει στην κομματική ηγεσία, την κατά την διάρκεια του 1943 έλλειψη επιχειρηματικής δραστηριότητας του ΕΛΑΣ κατά των Γερμανών, ως εξής: «Σε βιβλία συμπολεμιστών του Άρη ελάχιστα γίνεται αναφορά στις πολεμικές επιχειρήσεις του 1943. Θεωρώ, ωστόσο πως, αν οι κριτικές παρατηρήσεις για τη μαχητική δράση εκείνης της περιόδου έχουν, στο βαθμό που έχουν, κάποια βάση, τουλάχιστον στον Άρη, δεν μπορεί να φορτωθεί η ευθύνη»10. Δηλαδή, με απλά λόγια, η απασχόληση του ΕΛΑΣ και ειδικά του Άρη, με την εξόντωση των εθνικών  αντιστασιακών οργανώσεων, δεν άφηνε χρόνο, στους «γενναίους μαχητές» του, για να ασχοληθούν με τους Γερμανούς… 

Και ενώ η ηγεσία του Κ.Κ.Ε. φρόντιζε, σύμφωνα με τα ανωτέρω, να διασφαλίσει βιαίως την κυριαρχία του στην ύπαιθρο χώρα, δεν παρέλειπε να ετοιμάζεται για τον κύριο στόχο της: την Αθήνα. Όταν είναι δεδομένη, αναμφισβήτητη και γενικά παραδεκτή, η προσπάθεια του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, κατά την διάρκεια της κατοχής, να εξοντώσεις τις εθνικές αντιστασιακές οργανώσεις και να μονοπωλήσει την αντίσταση, πως θα ήταν δυνατόν να μην θέλει και την επιβολή της κυριαρχίας του μετά την απελευθέρωση της χώρας; Και πως θα μπορούσε να την διεκδικήσει διαφορετικά, χωρίς δηλαδή ένοπλο αγώνα, όταν, όπως αναφέρει, με ανατριχιαστική ωμότητα, ο τότε οργανωτικός γραμματέας του ΚΚΕ και ιδρυτής της ΟΠΛΑ Γιάννης Ιωαννίδης: Από τα μέσα του 1943 εγώ είπα στο Θόδωρο, τον Έκτορα (πρόκειται για τον ταγματάρχη Θεόδωρο Μακρίδη, ειδικό στρατιωτικό σύμβουλο του Κ.Κ.Ε.) «να κάνει ένα σχέδιο κατάληψης των Αθηνών με βάση τις δυνάμεις που υπάρχουν και που μπορούμε εμείς να έχουμε και τις δυνάμεις που έχουν αυτοί και που μπορούν να φέρουν»11. Και συμπληρώνει, επ’ αυτού, ο Γρηγ. Φαράκος12: «Με την έκθεση Μακρίδη γίνεται φανερό ότι το ‘σχέδιο’ εκείνο δεν αφορούσε μόνον την απελευθέρωση της Αθήνας, αλλά και την αντιμετώπιση του προβλήματος της εξουσίας […] Αβίαστα προκύπτει ότι ο βασικός σκοπός του ‘σχεδίου’ ήταν η ετοιμότητα για την διεκδίκηση της εξουσίας και ένοπλα, αν χρειαστεί και εναντίον των Άγγλων […] Ως πιθανός χρόνος εφαρμογής των σχεδίων, θεωρούνταν η στιγμή αποχώρησης των κατοχικών στρατευμάτων και μετά απ’ αυτήν».  

Πέρα όμως από το σχέδιο στρατιωτικής κατάληψης της Αθήνας, που είχε εκπονήσει εγκαίρως ο Μακρίδης, η προετοιμασία για την άλωση της εξουσίας περιελάμβανε και άλλες αγαθοεργούς σκοπούς και θεάρεστες πράξεις. Αναφέρει, με πρωτοφανή κυνισμό, ο Ιωαννίδης13 

«Εμείς είχαμε την ΟΠΛΑ και ξέραμε όλους τους συνεργάτες των Γερμανών (Σ.Σ.: Ως γνωστόν συνεργάτες των Γερμανών αποκαλούνταν από το ΚΚΕ σχεδόν όλοι όσοι αρνούνταν να προσχωρήσουν στις τάξεις του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ…) Εμείς είχαμε επισημάνει μαζί με τον Στέργιο τον Αναστασιάδη (τον επί κεφαλής της ΟΠΛΑ) τα πρόσωπα εκείνα που με την πρώτη ρήξη θα έπρεπε να πιάσουμε και να εξουδετερώσουμε. Ώστε αυτοί, οι εγγλέζοι και οι άλλοι, να μην έχουν άνθρωπο που να τους εξυπηρετεί. Αυτή η σκέψη μου ήταν σκέψη που την κάναμε μαζί με τον Γληνό προτού ακόμη βγούμε στο βουνό. Ο Γληνός είχε αυτή τη σκέψη επειδή είχε και πείρα από άλλα πραξικοπήματα που γινόντουσαν από παλιά στην Αθήνα. Και μούλεγε: Γιάννη, θα πιάσουμε πέντε έξι χιλιάδες ανθρώπους στην Αθήνα και στον Πειραιά και μια αντίστοιχη αναλογία στην Θεσσαλονίκη και σε μερικές άλλες μεγάλες πόλεις. Θα τους πιάσουμε ξαφνικά με μια έφοδο. Εφόσον θα ξέρουμε που κάθεται ο καθένας από αυτούς. Θα τους πιάσουμε, θα τους εξουδετερώσουμε και έπειτα αυτοί θα μείνουν ξεκρέμαστοι […] Αυτοί που θα μείνουν, γιατί με πέντε έξι χιλιάδες δεν τους πιάνεις όλους, θα χώσουν το κεφάλι τους στο καβούκι τους και δεν θα κινηθούν […] Εμείς θα τους εξουδετερώναμε γιατί κάναμε επανάσταση και η επανάσταση δεν ξέρει άλλα. Τα άλλα είναι πράσινα άλογα. Όταν κάνεις εμφύλιο πόλεμο δεν τον κάνεις με συναισθηματισμό. Κάνεις εμφύλιο πόλεμο. Θα εξουδετερώσεις τον εχθρό με όλα τα μέσα […] Το πιάσιμο, χωρίς να κόβεις κεφάλια κλπ. είχε αρχίσει από πριν (την απελευθέρωση). Όταν εγώ πήγα στην Αθήνα η υπόθεση είχε προωθηθεί στο ελάχιστο και έβαλα ζήτημα: Βαράτε.  Εμείς μέσα στην κυβέρνηση, οι υπουργοί εκεί πέρα κλπ., αλλά εμείς λέγαμε: Πιάστε, όσο εμείς είμαστε στην εξουσία και δεν μπορεί κανείς να μας πειράξει. […] Δεν μπήκε ζήτημα να καταγγείλουμε τη συμφωνία της Καζέρτας… Δε θάταν σοβαρό. Τουλάχιστον τώρα τους αποκοίμιζες και λιγάκι, ότι δεν θα αντιμετωπίσουν αμέσως πολεμική ενέργεια του ΕΛΑΣ εναντίον τους. Αυτό μας έδινε και καιρό να οργανωθούμε καλύτερα να κάνουμε τον εθνικό στρατό να κάνουμε καλύτερα τη δουλειά μας[…].  

Και συνεχίζει ο Γιάννης Ιωαννίδης14: 

«Φροντίζαμε να εξοπλίζουμε τους δικούς μας και να αφοπλίζουμε τους άλλους και συγχρόνως να δίνουμε μάχες ώστε να μην εξατμίζεται η πολεμική διάθεση των δικών μας της Αθήνας. Μέσα σ’ αυτή τη δράση να αναπτύσσεται η μαχητικότητα των δικών μας».   

Δεν αφήνει καμία αμφιβολία ο τότε οργανωτικός γραμματέας του ΚΚΕ, δηλαδή ο υπ’ αριθμό 2 στην κομματική ιεραρχία της εποχής εκείνης, για τις πραγματικές προθέσεις των κομμουνιστών: Την συμφωνία της Καζέρτας την υπέγραψαν για να κερδίσουν χρόνο και για να ξεγελάσουν,  να αποκοιμίσουν,  τους «εχθρούς» τους. Η απόφαση για τις συλλήψεις, τις ομηρίες και τις δολοφονίες  είχε ληφθεί, χωρίς συναισθηματισμούς, πολύ νωρίτερα, «προτού ακόμη βγούμε στο βουνό». Πολύ πριν από την 3η Δεκεμβρίου, ο Ιωαννίδης είχε δώσει το σύνθημα «Βαράτε», εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι κομμουνιστές συμμετείχαν στην κυβέρνηση Παπανδρέου και, συνεπώς, «δεν μπορεί κανείς να μας πειράξει». Και παράλληλα ο Έκτορας είχε έτοιμο το σχέδιο για την βίαιη κατάληψη της εξουσίας! Και για την προετοιμασία της οποίας φρόντιζαν να «προπονούνται», εξοπλίζοντας τους δικούς τους, αφοπλίζοντας τους αντιπάλους τους και δίνοντας μάχες για να αναπτύσσεται η ετοιμότητα των «μαχητών» τους… Εν καιρώ γερμανικής κατοχής και όχι εναντίον των Γερμανών, αλλά εναντίον Ελλήνων!… 

Όπως δε επισημαίνει ρητώς ο Γ. Ιωαννίδης: «Από τον Αύγουστο (του 1944) βάλαμε τη γραμμή να μπάσουμε οπλισμό μέσα στην Αθήνα. Τότε αρχίσαμε»15. Παραδέχεται δηλαδή, με απόλυτη σαφήνεια, που δεν επιτρέπει αμφιβολίες, ότι, ενώ ακόμη η χώρα (φυσικά και η Αθήνα) στέναζε υπό την ξενική κατοχή, οι κομμουνιστές, έμπαζαν οπλισμό μέσα στην Αθήνα! Και όχι βέβαια για να πολεμήσουν τους Γερμανούς, ούτε ασφαλώς για να παρελάσουν ειρηνικά, μετά την αποχώρηση των τελευταίων… 

Που, όμως, έβρισκαν τα όπλα οι «μαχητές» του ΕΛΑΣ. αφού, όπως ο Ιωαννίδης παραδέχεται «την στιγμή που βγήκα εγώ στο βουνό, την 1η του Μάρτη 1944, δεν είχαμε ούτε δέκα οπλισμένους»;16 Ο ίδιος είναι και εδώ αποκαλυπτικός, «κονιορτοποιώντας» τα μεταγενέστερης επινόησης «παραμύθια» του ΚΚΕ. Ένα σημαντικό μέρος του οπλισμού τους προσέφεραν οι μισητοί τους Άγγλοι!: «Έκαναν ρίψεις δυο τρείς φορές. Μάς έριψαν πιστόλια, οπλοπολυβόλα και πολυβόλα και ορισμένες στολές. Εγώ συνεχώς ζητούσα οπλισμό, μόνο οπλισμό […] Αυτός λοιπόν ο οπλισμός που μας ρίξαν και ήταν εντελώς καινούργιος στάλθηκε μέσα στην Αθήνα. Τρείς ή τέσσερεις ρίψεις μας κάναν με πενήντα ή εξήντα οπλοπολυβόλα κλπ., δε θυμάμαι ακριβώς πόσα ήταν. Αυτά όλα πήγαν κατευθείαν στην Αθήνα»17 

Την εικόνα συμπληρώνει ο ιστορικός και στέλεχος του ΕΛΑΣ, Σόλων Γρηγοριάδης: «Ήταν βράδυ της 4ης Οκτωβρίου 1943, όταν στο Κοινό Γενικό Στρατηγείο των ανταρτών στο Περτούλι, ξαφνικά ο ιταλός στρατηγός Ινφάντε κυκλώθηκε από μια ομάδα Ελασιτών και διατάχτηκε να παραδώσει το ατομικό του περίστροφο. Από την στιγμή εκείνη η μεραρχία Πινερόλο άλλαζε ρόλο: Από συμπόλεμος γινόταν αιχμάλωτος […] η μοίρα των αφοπλισθέντων Ιταλών από την ημέρα εκείνη υπήρξε τρομερή. Αφέθηκαν σε οικτρά στρατόπεδα, σε τρύπες ή λασποκαλύβες. Κυνηγημένοι με πανικό από εδώ και από εκεί με τις άπαυστες εκκαθαριστικές εξορμήσεις των Γερμανών, εγκαταλελειμμένοι από τους πάντες, θερίστηκαν ομαδικώς. Κατά δεκάδες μάζευαν τους νεκρούς στους απάνθρωπους καταυλισμούς τους κάθε πρωί και τους ρίχναν σε ομαδικούς τάφους». 

  Τι είχε συμβεί; Μετά την σύναψη ανακωχής μεταξύ της Ιταλίας (κυβέρνηση του στρατάρχη Μπαντόλιο) και των Συμμάχων, η οποία ανακοινώθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 1943, η μεραρχία Πινερόλο ήταν η μόνη επί ελληνικού εδάφους μεγάλη ιταλική μονάδα, τμήματα της οποίας συμφώνησαν να συνεργαστούν με την ελληνική αντίσταση. Το γεγονός επιβεβαιώθηκε με πρωτόκολλο, που υπογράφηκε τρεις (3) ημέρες αργότερα, (11.09.1943), στην Πύλη Τρικάλων,  από τον στρατηγό Ινφάντε, από τους Σαράφη, Βελουχιώτη και Σαμαρινιώτη, εκ μέρους του ΕΛΑΣ, από τον συνταγματάρχη Ραυτόπουλο, εκ μέρους του ΕΔΕΣ και  από τον Κρις Γουντχάους, εκ μέρους της βρετανικής αποστολής. Φυσικά το πρωτόκολλο δεν προέβλεπε την αιχμαλωσία του στρατηγού Ινφάντε και των στρατιωτών του. Άλλα οι «γενναίοι μαχητές» του ΕΛΑΣ, ήθελαν τας όπλα της μεραρχίας, όχι για να τα χρησιμοποιήσουν εναντίον των Γερμανών, αλλά για να έχουν την υπεροχή σε όπλα, μετά την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων, που όλοι σύντομα περίμεναν. «Και δεν τους πήραν μόνον τα όπλα, αλλά και τις αρβύλες και τις χλαίνες και τις κουβέρτες. Για να ντύσουν τους δικούς τους», επισημαίνει ο Σόλων Γρηγοριάδης. Και συμπληρώνει ο Άγις Στίνας αναφερόμενος στην «μεταχείριση» των ανδρών της μεραρχίας από τον ΕΛΑΣ: «Αυτή η πράξη του ΕΛΑΣ είναι ένα από τα πιο απάνθρωπα και τα πιο κτηνώδη εγκλήματα του πολέμου»18 

Την άρνηση αφοπλισμού του ΕΛΑΣ εξηγεί ως εξής ο Σπύρος Αβδούλος, στέλεχος του ΚΚΕ και του ΕΑΜ: « Η απόφαση για την κατηγορηματική άρνηση αφοπλισμού του ΕΛΑΣ, που με απόλυτη βεβαιότητα οδηγούσε προς την ένοπλη ρήξη, είχε παρθεί νωρίτερα από την δική μας πλευρά. Τα σοβαρότερα προμηνύματα, τα σημάδια αυτής της απόφασης ήταν η παραίτηση των έξι υπουργών της Αριστεράς και τι πιο σημαντικό, η ανακοίνωση την ίδια ημέρα, στις 2/12 ότι ιδρύθηκε η Κ.Ε. του ΕΛΑΣ και ότι θέτει τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ κάτω από τις διαταγές της. Η ανακοίνωση αυτής της απόφασης αποτελούσε στην πραγματικότητα μια επαναστατική πράξη»19. Πράγματι: Ποιό το νόημα της παραίτησης των 6 υπουργών της Αριστεράς και η ταυτόχρονη επανασύσταση της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΛΑΣ, η οποία, μάλιστα, έθεσε τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ κάτω από τις διαταγές της, όταν στην Καζέρτα είχε συμφωνηθεί η υπαγωγή όλων των ανταρτικών δυνάμεων υπό την κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Γεωργίου Παπανδρέου, η οποία έθεσε αυτές τις δυνάμεις υπό τις διαταγές του στρατηγού Σκόμπι; Η απάντηση είναι προφανής: Υπό τις συνθήκες εκείνες, η στάση του ΚΚΕ και του ΕΛΑΣ αποτελούσε συνειδητή επιλογή ένοπλης εξέγερσης. 

Σύμφωνα με την επίσημη άποψη του ΚΚΕ, όπως αυτή, κατά λέξη, διατυπώνεται στην σχετική κομματική έκδοση20, «τη νύκτα της 30ης του Νοέμβρη προς την 1η του Δεκέμβρη πραγματοποιήθηκε συνεδρίαση της ΚΕ του ΕΑΜ, όπου συζητήθηκαν οι εξελίξεις. Στη συνεδρίαση αυτή αποφασίστηκε να γίνει σχετική έκκληση στις κυβερνήσεις της Βρετανίας, της Σοβιετικής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτείων, να κηρυχθεί παλλαϊκή απεργία το Σάββατο 2 του Δεκέμβρη, να οργανωθεί παλλαϊκή συγκέντρωση στην πλατεία Συντάγματος, στις 11 το πρωί της επόμενης μέρας και να πραγματοποιηθεί παλλαϊκό συλλαλητήριο διαμαρτυρίας. Η συνεδρίαση της ΚΕ του ΕΑΜ κράτησε μέχρι τα ξημερώματα της 1ης του Δεκέμβρη, το πρωί της οποίας, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη διαταγή μονομερούς αφοπλισμού του ΕΛΑΣ, παραιτήθηκαν από την κυβέρνηση οι ΕΑΜίτες υπουργοί. Την ίδια μέρα οργανώθηκαν σε όλη την Ελλάδα μεγάλες και μαχητικές εκδηλώσεις, που στρέφονταν κατά της κυβέρνησης του Παπανδρέου και των Άγγλων επεμβασιών. Στις 2 του Δεκέμβρη πραγματοποιήθηκε με τεράστια επιτυχία η παλλαϊκή απεργία στην Αθήνα και στον Πειραιά. – συγχρόνως όμως αποβιβάστηκαν στο Φάληρο 6.000 Άγγλοι στρατιώτες και δύο ελληνικά φασιστικά τάγματα από την Αίγυπτο. Το πρωί της ίδιας ημέρας, εξάλλου η ΚΕ του ΕΑΜ ζήτησε και πήρε άδεια από την κυβέρνηση για το συλλαλητήριο της Κυριακής – τα μεσάνυκτα, ωστόσο, της ίδιας ημέρας, ο Παπανδρέου ανακάλεσε την άδεια, είτε προφανώς για να δοκιμάσει την αντοχή και την αποφασιστικότητα του ΕΑΜ και του λαϊκού κινήματος, είτε για να βρει πρόσχημα, για τα όσα ήδη σχεδίαζε μαζί με τους Άγγλους για την επόμενη μέρα». 

Η περιγραφή των γεγονότων από την επίσημη γραφίδα του ΚΚΕ δεν επιτρέπει αμφιβολίες για την εγκυρότητα των κομματικών απόψεων, όπως αυτές διατυπώνονται στο εν λόγω κείμενο. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο τίθενται τα εξής εύλογα ερωτήματα: 

  • Ισχυρίζεται το ΚΚΕ ότι, από την ΚΕ του ΕΑΜ υποβλήθηκε έκκληση στις κυβερνήσεις της Βρετανίας, της Σοβιετικής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτείων (για) να κηρυχθεί παλλαϊκή απεργία το Σάββατο 2 του Δεκέμβρη, να οργανωθεί παλλαϊκή συγκέντρωση στην πλατεία Συντάγματος, στις 11 το πρωί της επόμενης μέρας και να πραγματοποιηθεί παλλαϊκό συλλαλητήριο διαμαρτυρίας. Δεν μας αποκαλύπτει όμως, εάν υπήρξε απάντηση σ’ αυτή την έκκληση από την πλευρά (προφανώς των πρεσβειών) των τριών χωρών και πολύ περισσότερο δεν μας διαφωτίζει για την θέση που είχε λάβει η ΚΕ του ΕΑΜ για την πιθανότητα άρνησης των ξένων κυβερνήσεων να αποδεχθούν την έκκλησή της. Ή μήπως η έκκληση υποβλήθηκε, απλά και μόνον για λόγους εντυπώσεων και χωρίς η ΚΕ του ΕΑΜ να έχει την πρόθεση να συμμορφωθεί με την θέση των ξένων κυβερνήσεων, σε περίπτωση που αυτή δεν συμφωνούσε με την δική της θέση;  
  • Ποιο ακριβώς ήταν το νόημα της υποβολής της έκκλησης αυτής, στις κυβερνήσεις ξένων χωρών, όταν, με βάση την Συμφωνία της Καζέρτας21, αρμόδια για την τήρηση της τάξεως ήταν η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του Γ. Παπανδρέου, στην οποία συμμετείχαν και κομμουνιστές υπουργοί;  
  • Το ΚΚΕ, με την ως άνω ιστορική περιγραφή, υποστηρίζει ότι,  το πρωί της 1ης Δεκεμβρίου, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη διαταγή μονομερούς αφοπλισμού του ΕΛΑΣ, παραιτήθηκαν από την κυβέρνηση οι ΕΑΜίτες υπουργοί.  Όμως, γεγονός που αποκρύπτει το ΚΚΕ, στις 29 Νοεμβρίου, δηλαδή δύο ημέρες πριν από την παραίτηση των ΕΑΜιτών υπουργών, ο Γ. Σιάντος είχε τηλεγραφήσει στις κομμουνιστικές οργανώσεις: «Η κατάσταση είναι εξαιρετικά κρίσιμη. Η αντίδραση είναι έτοιμη να αρχίσει εμφύλιο πόλεμο επιμένοντας στην διατήρηση της Ορεινής Ταξιαρχίας. Διαφωτίστε τον κόσμο. Πάρτε όλα τα μέτρα για την αντιμετώπιση οποιουδήποτε ενδεχομένου. Το δίκιο είναι με το μέρος μας. Έχετε εμπιστοσύνη στην πολιτική μας και στις δυνάμεις μας»22. Συνεπώς η δυσαρέσκεια του ΚΚΕ υπήρχε πριν από την 1η Δεκεμβρίου, ήταν δε αδικαιολόγητη: ΚΑΙ διότι η διατήρηση της Ορεινής Ταξιαρχίας (όπως και του Ιερού Λόχου) είχε συμφωνηθεί στην Καζέρτα, τεθείσα, όπως και ο ΕΛΑΣ, υπό τις διαταγές της Ελληνικής κυβέρνησης ΚΑΙ διότι ο αφοπλισμός των ανταρτών του ΕΛΑΣ, πλην της ταξιαρχίας, που είχε συμφωνηθεί στην Καζέρτα να συγκροτηθεί από τμήματα του ΕΛΑΣ, είχε επίσης συμφωνηθεί στην ιταλική πόλη. Επομένως, η παραίτηση των κομμουνιστών υπουργών από την κυβέρνηση Παπανδρέου δεν οφειλόταν σε παραβίαση της Συμφωνίας της Καζέρτας, αλλά στην μη αποδοχή της απαίτησης των κομμουνιστών να παραβιαστεί η Συμφωνία, την οποία είχαν αποδεχθεί και υπογράψει οι εκπρόσωποί τους! 
  • Στο προαναφερόμενο επίσημο κείμενό του, το ΚΚΕ αναφέρεται στην απόβαση δύο ελληνικών φασιστικών ταγμάτων από την Αίγυπτο! Πρόκειται για την συνήθη κομμουνιστική πρακτική να κατονομάζει ως «φασιστική» οποιαδήποτε  στρατιωτική δύναμη δεν ανήκε στις τάξεις του ΚΚΕ ή δεν βρισκόταν υπό τον έλεγχό του. Εν προκειμένω δε, επρόκειτο για τμήματα του εθνικού στρατού, που είχαν ανδραγαθήσει κατά του «Άξονα» στις επιχειρήσεις της Αφρικής!… Και μόνον ο χαρακτηρισμός τους ως φασιστικών αποκαλύπτει τις αληθείς προθέσεις, που κυριαρχούσαν, τότε, στην σκέψη των ηγετικών στελεχών του ΚΚΕ και εξηγεί την προαποφασισμένη πορεία  προς τον «ματωμένο Δεκέμβρη»… 
  • Τέλος, ο ισχυρισμός του ΚΚΕ ότι, ο Παπανδρέου ανακάλεσε την άδεια (για την διοργάνωση του συλλαλητηρίου), είτε προφανώς για να δοκιμάσει την αντοχή και την αποφασιστικότητα του ΕΑΜ και του λαϊκού κινήματος, είτε για να βρει πρόσχημα, για τα όσα ήδη σχεδίαζε μαζί με τους Άγγλους για την επόμενη μέρα, απλώς επιβεβαιώνει την αλήθεια που τόσο πολύ ενοχλεί σήμερα την Αριστερά: Η υποβολή του αιτήματος προς την κυβέρνηση για την χορήγηση αδείας υποδηλώνει, εμμέσως πλην σαφώς, ότι οι κομμουνιστές δεν είχαν την παραμικρή αμφιβολία για το δικαίωμα της Ελληνικής κυβέρνησης, ως μόνης αρμόδιας, να δεχθεί το αίτημα ή να το απορρίψει.   Η υπογραφή τους στην Καζέρτα δεν αφήνει αμφιβολία επ’ αυτού. Συνεπώς, τίθεται το ερώτημα: Υπέβαλαν το αίτημα για να προκαλέσουν; Περίμεναν να απορριφθεί για να δράσουν, παραβιάζοντας την κυβερνητική απαγόρευση; Και εφ’ όσον, υποτίθεται ότι, υποπτεύονταν τις προθέσεις του Παπανδρέου, όπως φανερώνει το ως άνω κείμενο ( …για να βρει πρόσχημα, για τα όσα ήδη σχεδίαζε μαζί με τους Άγγλους για την επόμενη μέρα), γιατί η «φιλειρηνική» τους διάθεση δεν τους απέτρεψε από την διενέργεια του συλλαλητηρίου; Γιατί έπρεπε, σώνει και καλά, να επιτρέψουν στον Γ. Παπανδρέου να δοκιμάσει την αντοχή και την αποφασιστικότητα του ΕΑΜ και του λαϊκού κινήματος, όπως εγκαίρως οι ίδιοι είχαν υποπτευθεί; Και, επί τέλους, γιατί αφού είχαν, τόσο καλά, αντιληφθεί τα «σκοτεινά σχέδια» του Γ. Παπανδρέου και των Άγγλων, δεν προφυλάχτηκαν, έτσι ώστε να εμποδίσουν τις εξελίξεις (που είχαν προβλέψει) και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να αποτρέψουν τον «ματωμένο Δεκέμβρη», που, κατά την σταθερή, διαχρονική άποψη της Αριστεράς, ήταν έργο της «αντίδρασης» και του «ξένου ιμπεριαλισμού» κατά του «Ελληνικού λαού»; Ενώ, ταυτόχρονα, δοξάζουν και τιμούν τον «Μεγάλο Δεκέμβρη»23, που δεν θα υπήρχε (και συνεπώς δεν θα διαλαλούσαν σήμερα το «μεγαλείο» του) αν ΔΕΝ πραγματοποιούσαν το συλλαλητήριο εκείνης της ημέρας!…    

Εν τω μεταξύ, αψηφώντας τις διαταγές του Παπανδρέου και του Σκόμπι, η Εθνική Πολιτοφυλακή δεν παρέδωσε τον οπλισμό της. Η πεποίθηση του λαϊκού κινήματος ήταν σταθερή και ξεκάθαρη: «Τα όπλα δεν τα δίνουμε»24! Πλήρης δηλαδή επιβεβαίωση και εφαρμογή της κομματικής εντολής για την διατήρηση των όπλων, για τα οποία επισημαίνει ο Γιάννης Ιωαννίδης25: «Αυτοί (οι Εγγλέζοι) ξέραν πόσα (όπλα) πήραμε από τους Ιταλούς. Δεν ήξεραν και δεν μπορούσαν να ξέρουν πόσα πήραμε από τους Γερμανούς […] Μετά που πήραμε τον οπλισμό από τους Ιταλούς και κατά το 1944 αναπτύχθηκε το αντάρτικο. Πιο μπροστά δεν είχαμε πυρομαχικά, δεν είχαμε… Είμαστε αδύνατοι από αυτή την πλευρά. Εμείς όμως είχαμε πάρει όπλα και από τους Ιταλούς, που δεν τα είχαν μάθει οι Εγγλέζοι. Και είχαμε και μέσα στην Αθήνα, και μέσα σε άλλες πόλεις»… Πολύ απλά: Με τα όπλα που είχαν πάρει από τους εχθρούς, Γερμανούς και Ιταλούς, οι κομμουνιστές ετοιμάζονταν να κτυπήσουν τους Έλληνες «εχθρούς» τους…  

Σύμφωνα με την επίσημη ιστορική άποψη του ΚΚΕ26, στις «2 Δεκέμβρη […] Οι δυνάμεις του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, από τη μεριά τους, είχαν ριχτεί στη μάχη για την επιτυχία του συλλαλητηρίου. Θα αψηφούσαν την απαγόρευση. Ο ΕΛΑΣ θα έπαιρνε μέρος, αλλά άοπλος, ‘‘πρωτοπορία και περιφρούρηση της εκδήλωσης’’, ενώ όλες οι κομματικές ΕΑΜικές και ΕΛΑΣίτικες δυνάμεις θέτονταν σε επιφυλακή. Η διοίκηση του Α΄ Σώματος Στρατού του ΕΛΑΣ μεταφέρθηκε στην Κυψέλη, δίπλα στην Κομματική Οργάνωση Αθήνας (ΚΟΑ) του ΚΚΕ για παν ενδεχόμενο».   

Φυσικά δεν επρόκειτο η κομματική εξιστόρηση των γεγονότων, η οποία στηρίζεται στην πεισματικά επαναλαμβανόμενη διαβεβαίωση για τον «άοπλο» λαό, που διαδήλωνε «ειρηνικά», να αναφέρει ότι ο ΕΛΑΣ θα έπαιρνε μέρος «οπλισμένος» στο συλλαλητήριο, για το οποίο, μάλιστα, «οι δυνάμεις του ΕΑΜ και του ΚΚΕ είχαν αψηφήσει την απαγόρευση» της κυβέρνησης!… Αλλά, αφού ο λαός ήταν «άοπλος» και η εκδήλωση στην οποία επρόκειτο να συμμετάσχει «ειρηνική», ποιος λόγος επέβαλε την μεταφορά του Α΄ ΣΣ του ΕΛΑΣ, την παραμονή της διαδήλωσης, στην Κυψέλη και μάλιστα, «για παν ενδεχόμενο»; Και ποιος ο λόγος της επιφυλακής όλων των κομματικών ΕΑΜικών και ΕΛΑΣίτικων δυνάμεων; Από που προέκυπτε η βεβαιότητα της σύγκρουσης, αν η πρόκλησή της δεν ήταν μέσα στις προθέσεις του ΚΚΕ; Και, ποιο νόημα είχε η σταθερή και ξεκάθαρη πεποίθηση του λαϊκού κινήματος: «τα όπλα δεν τα δίνουμε» 

Μια και μοναδική απάντηση υπάρχει για όλα αυτά τα ερωτήματα: Τα «Δεκεμβριανά» ήταν αποκλειστικά και μόνον εκδήλωση, έκφραση, εκπλήρωση της προειλημμένης απόφασης των κομμουνιστών για την βίαιη κατάληψη της εξουσίας…  

Και ξημέρωσε η 3η Δεκεμβρίου 1944…. Ο «Ριζοσπάστης»,  που κυκλοφορούσε, ήδη από τα χαράματα, έγραφε στην κορυφή της πρώτης του σελίδας: «Όλοι σήμερα στις 11 στο συλλαλητήριο του ΕΑΜ στο Σύνταγμα – Κάτω η κυβέρνηση του εμφυλίου πολέμου! Εμπρός για κυβέρνηση ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗΣ Εθνικής Ενότητας!». Το κύριο άρθρο, γραμμένο από τον Γιάννη Ζέβγο, με τίτλο «ΕΜΠΡΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ», αφού εξηγούσε  γιατί τα μεσάνυχτα της 1ης  προς την 2η Δεκέμβρη 1944 παραιτήθηκαν από την κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου όλοι οι υπουργοί και υφυπουργοί του ΕΑΜ, δεν άφηνε καμιά αμφιβολία για την σκοπιμότητα του συλλαλητηρίου στην πλατεία Συντάγματος: 

«Τώρα το λόγο τον έχει ο ελληνικός λαός. Οι μπαρουτοκαπνισμένοι μαχητές του ΕΛΑΣ, που τους ζητούν να παραδώσουν τα τιμημένα και κερδισμένα σε μάχες όπλα τους. Οι περήφανοι πολίτες της Αθήνας, που αντιμετώπισαν νικηφόρα τις ορδές των Γερμανών και των προδοτών. Όλοι οι δημοκράτες, όλοι όσοι πονάν την Ελλάδα και το λαό της θα βρεθούν ενωμένοι στις γραμμές του για να υπερασπίσουν τη λευτεριά του, τη ζωή του, τα δημοκρατικά του δικαιώματα, την εθνική ανεξαρτησία. Ο ελληνικός λαός θα σαρώσει την κυβέρνηση του εμφυλίου πολέμου και θα δημιουργήσει μια κυβέρνηση πραγματικής εθνικής ενότητας»… 

Άραγε, ποιος λόγος υπήρχε, αν δεν επρόκειτο για την έναρξη υλοποίησης του σχεδίου κατάληψης της εξουσίας, να λάβει χώρα μια εκδήλωση στο κέντρο της Αθήνας, με την επίκληση του «ελληνικού λαού» και των «τιμημένων όπλων των μπαρουτοκαπνισμένων μαχητών του ΕΛΑΣ» και με στόχο «το σάρωμα της κυβέρνησης» (από την οποία μόλις πριν λίγες ώρες είχαν παραιτηθεί οι κομμουνιστές υπουργοί της…),  εάν αυτή η εκδήλωση επρόκειτο να είναι ειρηνική, ενωτική και δημοκρατική; 

Ένα επί πλέον ερώτημα: Εάν το ΚΚΕ είχε αποδεχθεί την απαγόρευση του συλλαλητηρίου και, επομένως, δεν είχαν υπάρξει τα γεγονότα της 3ης Δεκεμβρίου, θα είχαν λάβει χώρα τα Δεκεμβριανά; Η εν προκειμένω καταφατική απάντηση της Αριστεράς στηρίζεται στην διατυμπανιζόμενη βεβαιότητά της ότι, η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη, διότι αυτή ήταν η πρόθεση της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου και των Άγγλων! Αλλά η βεβαιότητα αυτή στηρίζεται σε υπόθεση της οποίας η παραδοχή προκύπτει, όχι από την αποτίμηση και την ερμηνεία των γεγονότων και των συνθηκών της εποχής, αλλά από  την πιεστική ανάγκη του ΚΚΕ να αναδειχθεί πλήρως αμέτοχο της ευθύνης του «ματωμένου Δεκέμβρη», ενώ, στην πραγματικότητα, υπήρχε, ήδη, ο σχεδιασμός του και η ένοπλη προετοιμασία του για την σύγκρουση! 

Σύμφωνα με την επίσημη άποψη του κόμματος, «Με την καθοδήγηση του ΚΚΕ, δύο φορές, το Δεκέμβρη του 1944 και στην τρίχρονη πάλη του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ), το εργατικό κίνημα με επικεφαλής το ΚΚΕ και το σύμμαχο αγροτικό κίνημα συγκρούστηκαν ένοπλα με την αστική εξουσία […] Η πάλη του ΚΚΕ κατά την δεκαετία 1940-1949, με τον ένοπλο αγώνα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ το Δεκέμβρη του 1944 και το Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (1946-1949), αποτελεί τη μεγαλύτερη προσφορά του κόμματός μας στην εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, καθώς και τη μεγαλύτερη συμβολή του στη δράση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος κατά τον 20ο αιώνα»27. Η νομοτελειακή αντίληψη των κομμουνιστών για την εξέλιξη των γεγονότων έτσι ώστε «η εργατική τάξη, με τους συμμάχους της μισοπρολετάριους, φτωχούς αγρότες και αυτοαπασχολούμενους των πόλεων, να αγωνιστεί μέχρι την τελική λύση του προβλήματος της εξουσίας, την εγκαθίδρυση της εργατικής εξουσίας με την ανατροπή της αστικής εξουσίας»28 δεν επιτρέπει την παραμικρή αμφιβολία ότι ο «ματωμένος Δεκέμβρης», τον οποίο το ΚΚΕ θεωρεί «προσφορά του κόμματός μας στην εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα» και «τη μεγαλύτερη συμβολή του στη δράση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος κατά τον 20ο αιώνα», ήταν η σύγκρουση που ΕΠΡΕΠΕ να συμβεί, για να οδηγηθούν τα πράγματα στην επιδιωκόμενη κατάκτηση της εξουσίας…  

Επομένως, οι ισχυρισμοί της Αριστεράς για το συλλαλητήριο του «άοπλου» λαού και για τη «απρόκλητη» και «δολοφονική» επίθεση της αστυνομίας εναντίον του, ουδεμία ιστορική αξία έχουν, ως επιβεβαίωση των δήθεν αγαθών προθέσεων του ΚΚΕ. Ή, μάλλον, έχουν την αξία της εκ των υστέρων μετάθεσης των ευθυνών στην «αντίδραση»… Αν, πράγματι, το ΚΚΕ είχε αγαθές και φιλειρηνικές διαθέσεις, είχε κάθε λόγο να συμμορφωθεί με την απαγόρευση του συλλαλητηρίου από την κυβέρνηση Παπανδρέου και όχι να δίνει τον λόγο στους μπαρουτοκαπνισμένους μαχητές του ΕΛΑΣΌταν, σήμερα, το ΚΚΕ υπερηφανεύεται για «τον ένοπλο αγώνα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ το Δεκέμβρη του 1944 και το Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (1946-1949) (που) αποτελεί τη μεγαλύτερη προσφορά του κόμματός στην εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, καθώς και τη μεγαλύτερη συμβολή του στη δράση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος κατά τον 20ο αιώνα», είναι προφανές ότι αποδίδει τεράστιο ιστορικό και ιδεολογικό βάρος στην αναμέτρησή του με τις «εχθρικές» δυνάμεις, ανεξάρτητα από την αφορμή της, την οποία, όπως ήταν αναμενόμενο, αποδίδει στην «αντίδραση». Άλλωστε, από που θα αντλούσε αυτή την υπερηφάνεια, εάν δεν είχε συγκρουσθεί με τον ταξικό εχθρό, όπως επέβαλλαν οι μαρξιστικές – λενινιστικές αρχές, που διέπουν, ακατάπαυστα,  με την γρανιτένια μονολιθικότητά τους, την ιδεολογία και την δράση του;    

Και πάντως δεν πρέπει να περνά απαρατήρητη η ομολογία του Μίκη Θεοδωράκη, που συμμετείχε στο συλλαλητήριο και την εποχή εκείνη ήταν, όπως ο ίδιος γράφει, «β΄ γραμματέας της ΚΟΒ Νέας Σμύρνης, με αρμοδιότητα στον λεγόμενο παράνομο μηχανισμό, εκρηκτικά, όπλα, ανεφοδιασμός, σύνδεσμος με τον ΕΛΑΣ», αλλά, ταυτόχρονα και «απλός μαχητής στο Α΄ τάγμα, καθώς θεωρούσα απαραίτητη τη συμμετοχή μου και στα δύο». Επισημαίνει, λοιπόν, ο λαοφιλής Μίκης: «Στη διαδήλωση στις 3 του Δεκέμβρη η εντολή ήταν να ανέβουμε όλοι άοπλοι. Εκτός από τον γραμματέα της κάθε ΚΟΒ»29 

Περιττεύει η απορία για τον λόγο για τον οποίο μια ΚΟΒ (Κομματική Οργάνωση Βάσης) είχε «αρμόδιο» για τον «λεγόμενο παράνομο μηχανισμό, εκρηκτικά, όπλα, κλπ.», ενώ το κόμμα διαλαλούσε τις ειρηνικές και συμφιλιωτικές του διαθέσεις… Και, ακόμη περισσότερο, περιττεύει η αναζήτηση του λόγου για τον οποίο, στο (απαγορευμένο από την κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου) συλλαλητήριο της 3ης Δεκεμβρίου, οι γραμματείς των ΚΟΒ, έπρεπε, σύμφωνα με την εντολή του Κόμματος, να συμμετάσχουν ΟΠΛΙΣΜΕΝΟΙ!… 

Η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, στέλεχος, τότε, της ΕΠΟΝ, δίνει την δική της μαρτυρία, που δεν αφήνει αμφιβολία για το γεγονός της παρουσίας οπλισμένων «φουρών του ΕΛΑΣ» – όπως τους ονομάζει-  στο συλλαλητήριο, το οποίο, άλλωστε, δεν θεωρεί «ξεκάρφωτο», δηλαδή αποσυνδεδεμένο από το σύνολο των γεγονότων που οδήγησαν, τελικά, στην «Μάχη της Αθήνας»: 

«Τα Δεκεμβριανά δεν είναι ξεκάρφωτα. Είναι η συνέχεια μιας ολόκληρης ιστορίας […]. Εγώ θα ήθελα να πιάσω το νήμα από την ημέρα της Απελευθέρωσης της Αθήνας, στις 12 Οκτωβρίου του ’44. Είμαι 17 χρόνων. Κατεβαίνω στο Σύνταγμα και ξέρω ότι έχουμε ελευθερωθεί.[…]  Από το ’43 είμαι στην ΕΠΟΝ. Οπως και τώρα, έμενα στον Βύρωνα. Με το όνομα ‘‘Νίκη’’ και με καθοδηγητή τον ‘‘Αλέξη’’ (κατά κόσμον Χρήστο Πασαλάρη) ανήκω στην ομάδα της γειτονιάς Βύρωνας – Παγκράτι – Καισαριανή. Καθημερινά προσπαθούμε να κατεβάσουμε κόσμο στις διαδηλώσεις. Ο καιρός είναι ακόμα καλός, κι εγώ όπως περνώ από τα σπίτια λέω στις γριούλες που κάθονται έξω στις αυλές να έρθουν μαζί μου στη διαδήλωση. Και μια γριούλα μού λέει: ‘‘Θα έρθω όταν πια θα έρθει ο βασιλιάς’’. Εν τω μεταξύ έχει γίνει η κυβέρνηση, στην οποία μετέχουν και οι Εαμικοί… Τις πρώτες – πρώτες μέρες του Δεκέμβρη, στις 3, νομίζω, κατεβαίνουμε στη μεγάλη διαδήλωση. Γιατί; Γιατί μας αδικούν όλοι. Βρίσκομαι μπροστά στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία», στη γωνία. Απέναντι είναι τα παλιά ανάκτορα, όπως τα λέγαμε τότε. H σημερινή Βουλή. Στη στέγη βλέπω Έλληνες αστυνομικούς να πυροβολούν.[…] Από το Σύνταγμα προχωράμε, όλη η διαδήλωση, προς την Ομόνοια. Εκεί έγινε ο μεγάλος σκοτωμός. Πυροβολισμοί ακούγονταν από παντού, έβγαιναν από τα ξενοδοχεία… H διαδήλωση είχε φρουρούς τού ΕΛΑΣ, οι οποίοι και άρχισαν να πυροβολούν προς τα πάνω, προς τα ξενοδοχεία. Έγινε σαματάς. Όλοι χτυπούσαν μεταξύ τους. Την επομένη, αν θυμάμαι καλά, γίνεται η κηδεία των θυμάτων της διαδήλωσης. H διαδήλωση, αυτή τη φορά, είναι επίσημη, την επιτρέπουν, όπως επιτρέπουν και την κηδεία. Περνάμε μπροστά από τη «Μεγάλη Βρετανία» και στη συνέχεια από το ξενοδοχείο «King George», όπου μένουν οι Αμερικανοί. Και ξεσπούμε σε ζητωκραυγές υπέρ των Αμερικανών. Στην κηδεία δεν συνέβη τίποτε»30. 

Μετά απ’ όλα αυτά, εξηγείται πολύ εύκολα ο λόγος για τον οποίο η αριστερόστροφη ιστοριογραφία, έχει αφιερώσει χιλιάδες σελίδων, προκειμένου να πεισθούν οι επόμενες γενιές ότι, το ΚΚΕ υπήρξε τραγικό θύμα μιας συνομωσίας, που οργάνωσε «η ξένη και ντόπια αντίδραση» για να εμποδίσει το λαϊκό κίνημα στον ειρηνικό απελευθερωτικό του αγώνα!…   

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, τέθηκε σε εφαρμογή μια διαρκής και συστηματική προσπάθεια να αποδοθεί στο συλλαλητήριο της 3ης Δεκεμβρίου και στην «μάχη της Αθήνας» που ακολούθησε, ο φωτοστέφανος του μάρτυρα, για όλους όσοι έλαβαν μέρος στην προσπάθεια βίαιης κατάλυσης της αστικής εξουσίας από το ΚΚΕ και να προβληθεί ο «τιτάνιος και δίκαιος αγώνα» τους με επικολυρικές περιγραφές, γεμάτες υπεράνθρωπους ηρωισμούς και ημιθεϊκά ανδραγαθήματα,  που μόνον η μεγαλόπνοη αριστερόστροφη διανόηση είναι σε θέση να εμπνευσθεί και να αποτυπώσει με την ανεξάντλητη σε παραγωγικότητα γραφίδα της…  

Αξίζει η ενδεικτική παράθεση κάποιων από αυτά τα λογοτεχνικά «αριστουργήματα», όπως τα έχει διασώσει  το επίσημο δημοσιογραφικό όργανο του ΚΚΕ31 

  • «Ο μεγάλος Δεκέμβρης»- Μενέλαος Λουντέμης: 

«Η μάνα Αθήνα έσφιξε τα δόντια της, έδεσε σφιχτά τα μπόλια της και κατέβηκε να θάψει τα παιδιά της. Μια ολόκληρη μέρα παρήλαυνε η Αθήνα απ’ τους δρόμους της. Ποτέ δεν ήταν τόσο μεγάλη! Ήταν ωχρή, αδέκαστη, αποφασισμένη. 

Στις τρεις η ώρα ολόκληρη η Αθήνα γονάτισε. Ένα φαρδύ ματωμένο πανί συγκέντρωσε σε δυο γραμμές όλο το νόημα του όρκου και της απόφασης: 

“ΟΤΑΝ ΕΝΑΣ ΛΑΟΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ ΤΗΣ ΤΥΡΑΝΝΙΑΣ ΔΙΑΛΕΓΕΙ: ΤΙΣ ΑΛΥΣΙΔΕΣ `Η ΤΑ ΟΠΛΑ”». 

  • «Αθήνα 1941 – 1945»- Μέλπω Αξιώτη: 

«Πρώτη προσπάθειά μας στην Εθνική Αλληλεγγύη ήταν να συγκροτήσουμε σταθμούς επιδέσεως τραυμάτων. Κάθε 300 μέτρα φτιάξαμε από ένα. Κορίτσια έτρεχαν με ένα σεντόνι, με μια γάζα. Μια γριούλα φτωχή και κουρελιασμένη παρουσιάστηκε στα γραφεία μας και πρόσφερε 25 γραμμάρια ιώδιο. Δυο κορίτσια το μπαμπάκι απ’ το στρώμα της προίκας τους. Μέσα στις πρώτες 10 μέρες μπήκαν σε λειτουργία 29 νοσοκομεία σε σύνολο 2.494 σπίτια. Δίπλα σ’ αυτά, ειδικά «συνεργεία χαράς» δίνουν ψυχαγωγία στους τραυματίες. Άρχισαν να λειτουργούν σε πολλά νοσοκομεία βιβλιοθήκες… 

Ώρες κοιτούσε τους μεγάλους που ‘παιρναν οπλισμό. Στο τέλος κοκκινίζοντας, τόλμησε και είπε το αετόπουλο: ‘‘Δώστε κι εμένα συναγωνιστές, ένα όπλο. Πριν έρθω πήρα την ευχή της μάνας μου’’. 

 Σήμερα ένας τραυματίας μας πήδησε από το παράθυρο, επειδή του απαγορεύαμε να μετακινηθεί. Το ‘σκασε για να συνεχίσει τον αγώνα. Το κρεβάτι του το πήρε ο Θόδωρος από το Ν. Κόσμο 14 χρονών. Χτυπήθηκε στην επίθεση στο τάγμα Μακρυγιάννη. Ήταν γεμιστής οπλοπολυβόλου κι έριχνε τέλεια τη χειροβομβίδα. 

— Η 2η ταξιαρχία του ΕΛΑΣ αναλαμβάνει την επίθεση ενάντια στο τάγμα χωροφυλακής Μακρυγιάννη. Άρχισε με 60 άντρες. Σε 3 μέρες ανέβηκε στους 1.000 πολεμιστές. Με αυτό τον τρόπο σχηματίστηκαν όλες οι ταξιαρχίες μας. Από 50 άρχιζαν και ξεπερνούσαν τους 2.000, δεν είχαμε όπλα. Το πολύ – πολύ ένα ντουφέκι κάθε 2 άντρες. Οι μαχητές πολεμούσαν με βάρδιες…» 

  • «Οι γειτονιές του κόσμου»- Γιάννης Ρίτσος: 

«Ετσι τελείωσε ο Δεκέμβρης… 

Οι γειτονιές είναι έρημες… 

Τον ξύλινο σταυρό 

με τα πολλά ονόματα των λαϊκών ηρώων 

τον κάψαν στην πλατεία. Μονάχα το κράνος το ΕΛΑΣίτικο 

δεν έλιωσε στη φλόγα – απόμεινε 

πεταμένο στο δρόμο της έρημης γειτονιάς. 

Μα εμείς τα θυμόμαστε τα ονόματα 

και τ’ άλλα ονόματα που δεν είχαμε ακόμα προφτάσει 

να τα γράψουμε στους ξύλινους σταυρούς – τα θυμόμαστε… 

Κάτου από τους ίσκιους των αεροπλάνων 

κάτου από τους πυροβολισμούς. Η Αθήνα που μακραίνει 

σβήνει στο βάθος η Αθήνα. Ρίχνουμε μια ματιά από την Πάρνηθα. 

Η Αθήνα. Η Αθήνα. Οι καπνοί απ’ τις πυρκαϊές, 

κι οι σκιές των αεροπλάνων… 

σβήνοντας με τα μαύρα χέρια τους το χαμόγελο 

απ’ τις φτωχές συνοικίες, τις φτωχές, τις δοξασμένες συνοικίες… 

Ετσι τελείωσε ο Δεκέμβρης. 

Έριξε ο Λαός τον μπόγο του στον ώμο του 

Κι έφυγε ο Λαός. Δεν τον σηκώνει ο τόπος. 

Όπου δεν είναι λευτεριά δεν τον σηκώνει ο τόπος. 

Τραβάει πιο πάνου να μασήσει τον καημό του, 

Τραβάει πιο πάνου να στήσει το ταμπούρι του». 

Δεν χρειάζεται να σχολιάσει κανείς την μέχρι γελοιότητας άκρατη υπερβολή, που γίνεται εύκολα αντιληπτή από την απλή ανάγνωση αυτών των επικολυρικών περιγραφών: η Αθήνα, που μια ολόκληρη μέρα παρήλαυνε ωχρή, αδέκαστη και αποφασισμένη, το αετόπουλο που με την ευχή της μάνας του ζήτησε όπλο για να πολεμήσει, ο 14χρονος  γεμιστής οπλοπολυβόλου που έριχνε τέλεια τη χειροβομβίδα, τα κορίτσια που προσέφεραν το μπαμπάκι απ’ το στρώμα της προίκας τους (!), τα 29 (!) νοσοκομεία που μπήκαν σε λειτουργία σε 10 ημέρες (!)… Από κοντά και ο Ρίτσος να θαυμάζει το κράνος το ΕΛΑΣίτικο που δεν έλιωσε στη φλόγα  και να πνίγεται από την συγκίνηση καθώς τελείωσε ο Δεκέμβρης και ο Λαός έριξε τον μπόγο του στον ώμο του κι έφυγε ο (Λαός), γιατί όπου δεν είναι λευτεριά δεν τον σηκώνει ο τόπος ! Με αυτές τις εικόνες, που άλλοτε θυμίζουν τα κατορθώματα ανήλικων Ράμπο και άλλοτε δακρύβρεκτα μελό κακής ποιότητας, το ΚΚΕ διαιωνίζει τους μύθους του και καλλιεργεί τον φανατισμό των αφελών και των αδιάβαστων… Και όλα αυτά για να εξυμνηθεί ο «πόθος» για την λευτεριά εκείνων, που με την βία και το αίμα ήθελαν να σκλαβώσουν τους συμπατριώτες τους, για χάρη ενός απατηλού οράματος, που θα τους μετέτρεπε σε σιωπηλούς χειροκροτητές  μιας αδίστακτης νομενκλατούρας… 

Ενδιαφέρουσα, όμως, είναι και μια ακόμη περιγραφή της προσωπικής εμπειρίας του  Μίκη Θεοδωράκη  από τα γεγονότα της 3ης Δεκεμβρίου 194432: 

«…οι Καλλιθιώτες έκαναν την εξυπνάδα να μας προσπεράσουν. Το πλήρωσαν όμως ακριβά. Γιατί βρέθηκαν πριν από μας στην πλατεία Συντάγματος και δέχτηκαν πάνω τους όλα τα πυρά. Εβδομήντα τόσοι νεκροί, χώρια οι εκατοντάδες τραυματίες[…] Υποχωρήσαμε ως το Ζάππειο. Εκεί ανασυνταχτήκαμε. Δεν ξέρω πως βρέθηκα με μια γαλανόλευκη στο χέρι. Προχωρούσαμε τώρα τρέχοντας προς το Σύνταγμα. Τα τάνκς έριξαν και πάλι. Όμως αυτή τη φορά πάνω από τα κεφάλια μας […] Τότε είδα μπροστά μου τα πτώματα. Οι τραυματίες φώναζαν. Το αίμα μια παλάμη σε όλο το οδόστρωμα. Πως μου’ρθε να βουτήξω τη γαλανόλευκη στο αίμα. Όταν τη σήκωσα, είχε παντού κοκκινίλες και έσταζε αίμα μαύρο. Δεν ξέρω αλλά αυτή η εικόνα μας ηλέκτρισε…» 

Σύμφωνα με την επίσημη άποψη του ΚΚΕ οι νεκροί από τον «ειρηνικό λαό» ήσαν 21 ή 25. Ο Μίκης τους έβγαλε 70… Ο ίδιος μέτρησε, το αίμα μια παλάμη σε όλο το οδόστρωμα… Μα αν ήταν έτσι, και αν έριχναν τα τανκς, τότε οι νεκροί θα έπρεπε να ήταν χιλιάδες… Και, τέλος, η αιματοβαμμένη σημαία… Δεν μάθαμε ποτέ την τύχη της, παρ’ ότι ο Μίκης, λογικά, θα έπρεπε να την διασώσει, να την διαφυλάξει ως ιερό κειμήλιο και να την παραδώσει στην αιώνια μνήμη, καθώς, όπως ο ίδιος υποστηρίζει, στη συνέχεια των γεγονότων, συνάντησε στου Φιξ την μητέρα του και γύρισαν μαζί στο σπίτι, χωρίς να αναφέρει ότι έχασε ή εγκατέλειψε την σημαία…  

Οι επισημάνσεις αυτές δεν αναφέρονται για να υποτιμηθούν οι ανθρώπινες απώλειες, αυτές καθ’ εαυτές, αλλά για να υπογραμμισθεί η σκόπιμα επιχειρούμενη ψυχοπνευματική διέγερση και συγκινησιακή φόρτιση, προκειμένου να εδραιωθεί και να διαδοθεί ο κατασκευασμένος μύθος… Η υποτιθέμενη καλλιέπεια της λογοτεχνικής-ποιητικής περιγραφής, ο νοητικός πειθαναγκασμός δια της υπερβολής και ο δακρύβρεκτος ψευδολυρισμός, που, αν δεν προέρχονταν από την Αριστερά, θα χαρακτηρίζονταν ανούσιες κοινοτοπίες, πλάθουν και συντηρούν τον μύθο: πρακτική στην οποία  η αριστερόστροφη διανόηση είναι αξεπέραστη…  

Μετά την αποτυχία τους, παρά την λυσσώδη προσπάθειά τους να καταλάβουν το ηρωικό Σύνταγμα Μακρυγιάννη και την τελική συντριβή τους στην Αθήνα, οι κομμουνιστές δεν έβαλαν μυαλό. Υπέγραψαν την συμφωνία της Βάρκιζας, υποχρεώθηκαν να παραδώσουν τον οπλισμό τους, αλλά κάθε άλλο παρά υπήρξαν συνεπείς προς αυτή τους την υποχρέωση… Ομολογεί, χωρίς ίχνος ντροπής ο Ιωαννίδης33: «Εν τω μεταξύ κρύψαμε οπλισμό για να εξοπλίσουμε στρατό δύναμης 30.000 με πυροβόλα, οπλοπολυβόλα και 2-3 πυροβόλα. Αυτός ήταν καλός οπλισμός. Μην κοιτάς  που αργότερα μας πιάσαν ορισμένο από αυτό τον οπλισμό. Αυτό είναι εντελώς άλλο ζήτημα. Αλλά το γεγονός ότι μέχρι και εκείνη την στιγμή  (δηλαδή, μετά την Βάρκιζα!) η προοπτική μας ήταν να δώσουμε μάχη όταν θα μας παρουσιαστεί η ανάγκη, αυτό είναι αναμφισβήτητο από τα μέτρα που παίρνονταν. Δεν μπορεί να πεις ότι εμείς κρύψαμε όπλα έτσι για γούστο. Τα κρύψαμε και μάλιστα η εντολή ήταν από έξω που τα κρύψαμε, λίγα- λίγα να τα μπάζουμε στις πόλεις και μέσα στην Αθήνα. Και αρχίσαμε να τα μπάζουμε και στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη» 

Η αποτίμηση των Δεκεμβριανών από τους Έλληνες κομμουνιστές  συμπυκνώνεται στις πολύτιμες υπηρεσίες, που προσέφερε το ΚΚΕ στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα, σύμφωνα με το διεθνιστικό του καθήκον! Το ομολόγησε, άλλωστε, με υπερηφάνεια ο Γιώργης Σιάντος, τότε Γραμματέας του ΚΚΕ στην 11η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος34: 

« Η μάχη της Αθήνας έθεσε το μεταπολεμικό πρόβλημα μέσα και έξω από την Ελλάδα, βοήθησε τον αγώνα τον αντιφασιστικό στα γειτονικά και σε όλα τα άλλα κράτη» (δηλαδή από την Αλβανία μέχρι την Πολωνία…)  

Τα ίδια περίπου είπε και ο Νίκος Ζαχαριάδης, μετά τον 3ο γύρο και την συντριβή της κομμουνιστικής ανταρσίας, τον Αύγουστο 1949, στο Βίτσι και στον Γράμμο, στην 6η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ: 

«Σύντροφοι χάσαμε, αλλά εκπληρώσαμε στο ακέραιο το διεθνιστικό μας καθήκον»35 

Είναι προφανές ότι, αυτό το πλήρες μειοδοσιών αλλά και αποτυχιών «διεθνιστικό καθήκον» καταδυναστεύει ακόμη, μέχρι και σήμερα, την αιχμάλωτη σκέψη του ΚΚΕ, αλλά και όλων όσοι, για λόγους εσωτερικών αντιθέσεων, φιλοδοξιών και δολοπλοκιών, έχουν μεν διαχωρίσει τη θέση τους από το «Κόμμα», αλλά, ως «ριζοσπάστες αριστεροί», παραμένουν προσκολλημένοι στους μύθους του και στην διαστρεβλωτική ερμηνεία της ιστορίας… Με αυτή την λογική, οι σημερινοί στρατευμένοι μυθοπλάστες – ιστοριογράφοι επιμένουν ότι τον «Δεκέμβρη του 44» τον ετοίμασε και τον ξεκίνησε η «αντίδραση»… Ευτυχώς, όμως, πέρα από τα «έργα» τους, ομιλούν και τα γραπτά των ιδίων των κομμουνιστών… Τα οποία όμως οφείλουν να μάθουν να τα διαβάζουν όλοι όσοι, πράγματι, αγαπούν την Ελευθερία, την Δημοκρατία και την Πατρίδα. 

Και, επί τέλους, όσοι, πράγματι, ενδιαφέρονται να μάθουν την αλήθεια για τα Δεκεμβριανά, δεν είναι δυνατόν να αγνοούν ή να παραβλέπουν την άποψη δύο επιφανών στελεχών τους κομμουνιστικού κινήματος στην Ελλάδα: 

Ο πρώτος είναι ο Λεωνίδας Κύρκος, ο οποίος επικρίνει, ως εξής, τις επιλογές του ΚΚΕ εκείνες τις κρίσιμες ημέρες: «Ο Δεκέμβρης ως πολιτική επιλογή ήταν θανάσιμο λάθος […] Η ηγεσία του ΚΚΕ έπρεπε να μείνει, χωρίς καμιά ταλάντευση, στην πάση θυσία εξασφάλιση της προσφυγής στις κάλπες για την ανάδειξη του πρώτου μεταπολεμικού κοινοβουλίου και στην διεξαγωγή αδιάβλητου δημοψηφίσματος για την οριστική κατάργηση της μοναρχίας»36. Περαιτέρω, επικρίνει την τότε ηγεσία του ΚΚΕ, διότι «θεώρησε πως κεντρικό σημείο, ακόμη και για μια ρήξη με τις άλλες δυνάμεις και τους Εγγλέζους, ήταν η λύση του στρατιωτικού προβλήματος μετά την απελευθέρωση. Και μολονότι στην Καζέρτα είχε δεχθεί την ανάθεση της αρχηγίας των ενόπλων δυνάμεων – τακτικού στρατού του ΕΛΑΣ – στον Βρετανό στρατηγό Σκόμπι, στις διαπραγματεύσεις, που οδήγησαν στην κρίση του Δεκέμβρη 1944, δεν έδειξε την απαιτούμενη ελαστικότητα, ώστε η λύση του πράγματι σοβαρού προβλήματος να μην εμποδίσει την πορεία προς την ομαλή διεξαγωγή των εκλογών, που έπρεπε να είναι ο σαφέστατος και αμετακίνητος στόχος»37.  

Ο δεύτερος είναι ο Γρηγόρης Φαράκος, ο οποίος είναι εξ ίσου κατηγορηματικός για την σύγκρουση των «Δεκεμβριανών»: «Κατ’ αρχήν έπρεπε να αποφευχθεί […] Μπορούσε να αποφευχθεί. Φυσικά θα είχαμε υποχωρήσεις, παραχωρήσεις. Μήπως λιγότερες υποχωρήσεις έγιναν αργότερα στη Βάρκιζα και κατοπινά; Και ποιος ο λόγος να υπάρχουν όλες αυτές οι θυσίες; Αν κρίνεις πολιτικά το θέμα, ως τρόπο λειτουργίας της δημοκρατίας, της δημιουργίας μιας δημοκρατικής εξουσίας, όπως απαιτούσε η μεταπολεμική Ελλάδα, τότε κατηγορηματικά θα απαντήσεις. Έπρεπε να αποφευχθεί ο Δεκέμβρης. Και ήταν δυνατόν να αποφευχθεί»38. 

Ποια είναι η απάντηση του ΚΚΕ σε αυτές τις ορθολογικές απόψεις: «Οι απόψεις του Λεωνίδα Κύρκου φανερώνουν […] την περιφρόνηση στην λαϊκή θέληση, όταν αυτή η θέληση αντιτάσσεται στο εγχώριο και ξένο κατεστημένο» (!) και «προφανώς ο Γρηγόρης Φαράκος […] εκείνο που προασπίζεται είναι η ‘‘δημοκρατία’’ της αστικής τάξης, που δεν μπορούσε να συμπορευτεί με τους λαοκρατικούς θεσμούς…»39! Όπερ έδει δείξαι!.