Του Πέτρου Ι. Παραρά*
Καθημερινές εγκληματικές συμπεριφορές (δολοφονίες, γυναικοκτονίες, βιασμοί, περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, επιθέσεις ανηλίκων) πείθουν, με ρυθμούς ραγδαίας επιτάχυνσης, ότι η κοινωνία μας τελεί πλέον διαρκώς «εν χαλάσει» με έκδηλη καθοδική κινητικότητα και διολισθαίνει, έτσι, σε πλήρες καθεστώς ανομίας, ουδείς δε σέβεται τον συνάνθρωπο και ό,τι καθορίζει την αξιοπρέπειά του. Η ενσυναίσθηση απουσιάζει παντελώς. Τα δε αστυνομικά όργανα (forces de l’«ordre») που είναι υποχρεωμένα να επιβάλλουν (νόμιμη βία) την τήρηση του «νόμου» ώστε να εξασφαλισθεί η δημόσια «τάξη»- διότι χωρίς αυτήν δεν υπάρχει Κράτος – αντιμετωπίζουν συχνά την χλεύη και την ευθεία επιθετικότητα κυρίως από μη ελεγχόμενες «συλλογικότητες» του λεγόμενου προοδευτικού χώρου, οι οποίες θεωρούν την περί νόμιμης βίας αντίληψη ως συντηρητική και απορρίπτουν, με τη συμπεριφορά τους, το δίπολο «νόμος και τάξη». Επικρατεί, έτσι, στην κοινωνία μια γενικευμένη ανασφάλεια ενάντια σε θεμελιώδεις κανόνες του κράτους δικαίου.
Για την αποτροπή λοιπόν της αντικοινωνικής αυτής συμπεριφοράς, το Σύνταγμα (άρθρ. 2 παρ. 1) ρητώς επιτάσσει ότι αποτελεί «πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας», δηλαδή των κρατικών οργάνων, η προστασία του ανθρώπου και των δικαιωμάτων του από προσβολές ιδιωτών και γενικότερα τρίτων. Με άλλες λέξεις, το Κράτος υποχρεούται να «εξασφαλίζει» την απόλαυση όλων των ατομικών δικαιωμάτων που κατοχυρώνει το Σύνταγμα, λαμβάνοντας τα κατάλληλα «θετικά μέτρα». Από την άποψη δε αυτή, τα ατομικά δικαιώματα εμπεριέχουν και ένα status positivus (ΕΔΔΑ απόφ. Lopez Ostra v. Spain, 9.12.1994 και άλλες), αφού υποχρεώνουν το Κράτος και σε θετικές δράσεις, απορριπτομένης έτσι κάθε μορφής αδράνειας.
Από την «υποχρέωση» όμως αυτή του Κράτους συνάγεται, αναγκαίως, και το ̎ δικαίωμα ̎ των ατόμων να αξιώνουν, από αυτό, την λήψη των αναγκαίων μέτρων για να είναι δυνατή η απόλαυση των δικαιωμάτων τους. Αυτό είναι το αποκληθέν «θεμελιώδες δικαίωμα στην ασφάλεια» (Παραράς, Res Publica III, Σάκκ. 2023, σελ. 127 επ. Grundrecht auf Sicherheit), το οποίο, και αυτό, απορρέει από την ίδια συνταγματική διάταξη περί προστασίας της αξιοπρέπειας του ανθρώπου. Έτσι, μόνον εφόσον είμαι ασφαλής μπορώ να απολαμβάνω τα δικαιώματα που μου παρέχει το Σύνταγμα. Κατά πάγια δε νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων, εφόσον το Κράτος δεν είχε λάβει τα κατάλληλα μέτρα για την αποφυγή της προσβολής προσώπων ή της περιουσίας τους, γεννάται υποχρέωσή του για την αποκατάσταση της βλάβης και αποζημίωση του παθόντος.
Εντεύθεν, η εντυπωσιακή έξαρση βίας στο πλαίσιο της «κοινωνίας της διακινδύνευσης», αλλά και η ασθενής κρατική πρωτοβουλία για την αναχαίτιση των φαινομένων (μας αρκεί η εφαρμογή των «πρωτοκόλλων», αλλά για ανθρωπιά ουδείς λόγος) ωθούν τα άτομα να μην αισθάνονται διόλου ασφαλή στο πλαίσιο της κοινωνικής ζωής που υποχρεωτικώς διάγουν (η Ερμού είναι επικίνδυνος δρόμος!), με συνέπεια να διακατέχονται πλέον από αόριστο φόβο που ενσταλάζει μόνιμα στον ψυχισμό τους. Δηλαδή ο διάχυτος φόβος άγει σε μορφή ψυχολογικής ασθένειας.
Αφού λοιπόν το Κράτος δεν εξασφαλίζει διόλου, κατά παράβαση του Συντάγματος, το δικαίωμα στην ασφάλεια των πολιτών, με άμεση συνέπεια να εξαπλώνεται στην κοινωνία ένας διάχυτος φόβος, έπεται ότι και η ανυπαρξία φόβου, που είναι η άμεση συνέπεια της διαβίωσης σε καθεστώς ασφάλειας, πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ειδικότερο ανθρώπινο δικαίωμα που εξυπακούεται στο πλαίσιο κάθε φιλελεύθερης δημοκρατίας. Άλλως, η ανυπαρξία φόβου πρέπει να εξασφαλίζεται στα άτομα, εφόσον αυτά διαβιούν σε φιλελεύθερα καθεστώτα. Φοβούνται όμως πράγματι αυτοί που ζουν σε αυταρχικά, κατά τύπους ή κατ’ ουσίαν, πολιτικά συστήματα (βλ. συνέντευξη στον Αθ. Κατσικίδη από τη Νάντια Τολοκονίκοβα, in Καθημ. 31.3.2024).
Είναι δε χαρακτηριστικό ότι ο Αμερικανός Πρόεδρος Fr. Roosevelt, στον γνωστό λόγο του ενώπιον του Κογκρέσου την 6η Ιανουαρίου 1941 («Four Freedoms Speech»), διακήρυξε τέσσερις στοιχειώδεις ανθρώπινες «ελευθερίες»: ελευθερία λόγου, λατρείας, απελευθέρωση από στερήσεις και ελευθερία από φόβο (freedom from fear) που τότε σήμαινε την ελαχιστοποίηση των εξοπλισμών όλως των κρατών, ώστε τα άτομα να μη φοβούνται από επίθεση γείτονος. Δηλαδή «ελευθερία από κάθε αγωνία». Μεταγενέστερα όμως, η ελευθερία αυτή από τον φόβο συνδυάστηκε με την ανάγκη ασφάλειας του ατόμου, ο δε Πρόεδρος B.Obama, στον λόγο του κατά την απονομή του Νόμπελ Ειρήνης (Oslo, 2009), τόνισε ρητά, αναφερόμενος και αυτός στις «Τέσσερις Ελευθερίες», ότι η πραγματική ειρήνη καλύπτει και την ελευθερία από φόβο, συσχετίζοντας τώρα αυτήν με τις εγγυήσεις των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων που είναι κατοχυρωμένες στο Διεθνές Σύμφωνο του ΟΗΕ (1966), στο Προοίμιο του οποίου γίνεται ευθέως επίκληση για την ανάγκη απελευθέρωσης και από τον φόβο.
Ελευθερία, λοιπόν, σημαίνει, πέραν των άλλων, και έλλειψη διάχυτου φόβου. Άρα, η εν προκειμένω εμφανής αποτυχία των κανόνων που εφαρμόζουν οι δυνάμεις ασφαλείας επιβάλλει την κατάλληλη εκπαίδευση και θέσπιση προληπτικών και αποτελεσματικών μέτρων (H. P. Bull, Demokratie, Mohr 2023, σελ. 416).
*Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου
Επίτιμος Αντιπρόεδρος ΣτΕ