Η αναβίωση των αρχών του ΝΑΤΟ… Της Μαριέττας Γιαννάκου

354

Της Μαριέττας Γιαννάκου*

H πρόσφατη σύνοδος του ΝΑΤΟ αποτελεί ορόσημο για πολλούς λόγους. Κυρίως όμως για το γεγονός πως επέτρεψε στους συμμάχους να επιδείξουν ενότητα και πίστη στον διατλαντικό δεσμό, σε μια εποχή που η συνοχή και η συνάφεια της Συμμαχίας είχαν κλονιστεί λόγω της προεδρίας Τραμπ. Με την «επιστροφή» των ΗΠΑ, το μέλλον του ΝΑΤΟ συζητείται πλέον πάλι με την έναρξη και επίσημα του διαλόγου για το νέο «Στρατηγικό Δόγμα». Το τελευταίο, θα περιγράφει σαφώς τις προτεραιότητες, τα κρίσιμα ζητήματα και τους στόχους για τα επόμενα χρόνια, το οποίο και θα συμφωνηθεί το 2022.

Σε γεωπολιτικό επίπεδο, το ΝΑΤΟ θα προσανατολίζεται ολοένα και περισσότερο σε μια ενιαία στάση, προκειμένου να αντιμετωπίσει τη στάση της Ρωσίας και την πρόκληση της Κίνας.

Βέβαια, υπάρχουν διαφορές στο κεντρικό ζήτημα της αντιμετώπισης της Κίνας, αλλά το θετικό είναι πως η Συμμαχία αποφάσισε πως αυτή πρέπει να γίνεται συνολικά.

Στη Σύνοδο συμφωνήθηκε επίσης – για πρώτη φορά – η σημασία μιας ισχυρότερης και πιο ικανής ευρωπαϊκής άμυνας, ως κλειδί στις κοινές προσπάθειες να καταστεί η διατλαντική περιοχή ασφαλέστερη. Με αυτό τον τρόπο διαψεύδονται κατηγορηματικά οι ανησυχίες περί αποξένωσης των ΗΠΑ και αποδυνάμωσης του ΝΑΤΟ, έναντι της ενίσχυσης της ευρωπαϊκής άμυνας.

Πολύ σημαντική επίσης -ιδίως για τα ελληνικά συμφέροντα – είναι η δέσμευση στην παράγραφο 2 του Ανακοινωθέντος για μία διεθνή τάξη που βασίζεται σε κανόνες, όπως και η, συμφωνία για ενίσχυση των διαβουλεύσεων όταν απειλείται η ασφάλεια ή η σταθερότητα ενός συμμάχου ή όταν διακυβεύονται οι θεμελιώδεις αξίες και αρχές της Συμμαχίας.

Η παράγραφος αυτή αποτελεί την επιβεβαίωση πως πρωταρχικός στόχος για το ΝΑΤΟ παραμένουν ο σεβασμός προς τη φιλελεύθερη δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου, ενώ απαντά παράλληλα και στο ερώτημα αν η Συμμαχία είναι ένας οργανισμός που στηρίζεται σε αξίες ή σε συμφέροντα.

Αυτό που μένει να απαντηθεί είναι πώς εμπίπτει σε αυτή τη λογική μία χώρα όπως η Τουρκία, η οποία επιδιώκει την εγκατάσταση λειτουργικών ρωσικών συστημάτων αεράμυνας στο έδαφός της, ενώ διατηρεί και μια μόνιμη απειλή πολέμου εναντίον ενός συμμάχου του ΝΑΤΟ. Σε κάθε περίπτωση, ακρογωνιαίος λίθος παραμένει η αρχή της αλληλεγγύης και της διαβούλευσης, όπου εκεί δοκιμάζεται η αποτελεσματικότητα, η ενότητα, αλλά και η αίγλη της Συμμαχίας, όχι μόνο με τη ρήτρα συλλογικής άμυνας του άρθρου 5, αλλά σε ολόκληρο το φάσμα των εξωτερικών και αμυντικών πολιτικών.

Αυτή η στάση είναι πιο σημαντική καθώς θα αποτελεί τη βάση για κοινή δράση. Αυτή μάλιστα η θετική εικόνα συνεννόησης και συνεργασίας, ωφελεί και την ελληνική διπλωματική προσπάθεια απέναντι σε ένα γείτονα που δεν σέβεται το Διεθνές Δίκαιο και αρνείται να τηρήσει τους κανόνες που ορίζονται και γίνονται αποδεκτοί από τη διεθνή κοινότητα. Εν κατακλείδι, αυτό που έχει σημασία είναι πως πλέον η διατλαντική συνεργασία είναι ισχυρότερη και ορμώμενη από αυτή, αναμένουμε από όλους τους συμμάχους να ανταποκριθούν στις παγκόσμιες προκλήσεις ασφάλειας που αντιμετωπίζουμε. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως οι χώρες του ΝΑΤΟ που είναι ταυτόχρονα και μέλη της ΕΕ πρέπει να εφησυχάζουν. Τουναντίον πρέπει να χρησιμοποιήσουν την προεδρία Μπάιντεν για να κάνουν την Ευρώπη και την ΕΕ ισχυρότερη. Να παραμείνουν δηλαδή διατλαντιστές και ταυτόχρονα να γίνουν πιο Ευρωπαίοι.

*βουλευτής Επικρατείας, αντιπρόεδρος Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης ΝΑΤΟ